Την θεατρική παράσταση «Ορέστης» του τραγικού ποιητή Ευριπίδη που παρουσιάστηκε στο 50ο Φεστιβάλ Ολύμπου, σχολιάζει η Ευαγγελία Ράπτου, Δρ Επιστημών της Αγωγής, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια:

«Την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία «Ορέστης» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και μετάφραση Γιώργου Χειμωνά παρακολούθησε ο φιλόμουσο κοινό στο Αρχαίο Θέατρο «ΔΙΟΝ» τη Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021. Η προσέλευση του κόσμου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αθρόα», αν λάβει κανείς υπόψη τις ποικίλες δυσκολίες των καιρών.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Άργος: ο Ορέστης έχει ήδη δολοφονήσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο και τώρα βρίσκεται σε μια άθλια σωματική και ψυχική κατάσταση, καθώς οι Ερινύες ρίχνουν πάνω του όλο το βάρος της ενοχής από την πράξη της μητροκτονίας, και η αδελφή του Ηλέκτρα προσπαθεί να του συμπαρασταθεί. «Η τραγωδία αρχίζει πάντα όταν ένας πόλεμος τελειώνει» είναι τα πρώτα λόγια της ηρωίδας Ηλέκτρας με τα οποία «συμφωνεί» αμέσως ο θεατής και τα οποία συμπληρώνουν άλλα γεμάτα νόημα: «Όλα τα αντέχει ό άνθρωπος…, Με νόσο αισχρή ο άνθρωπος γεννιέται…, Όταν η δυστυχία έρχεται, ορθάνοιχτη βρίσκει την πόρτα…» και κοιτάζοντας την άθλια κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει ο αδελφός της Ορέστης θα πει «Χειρότερο από το να Νοσείς είναι να νομίζεις ότι Νοσείς». «Μητροκτόνο τέρας» αποκαλεί ο παππούς Τυνδάρεως τον εγγονό του, το οποίο «και μισεί και πονά». Αυτουπερασπιζόμενος ο Ορέστης του απαντά με ερώτηση: «Γέροντα, ποιο όνομα προτιμάς για μένα μετά από αυτά που έκανα; Είμαι άδικος γιατί σκότωσα τη μητέρα μου; Ή είμαι δίκαιος επειδή τίμησα τον πατέρα μου;». Ήρωας τραγικός καθώς βγαίνει οικτρά λαβωμένος από τη σύγκρουση καθηκόντων, επιτίθεται λεκτικά στον Μενέλαο: «Έμαθες τι είναι πόλεμος πολεμώντας για τη γυναίκα σου, όχι για τους φίλους σου», αλλά ο ίδιος συνεχίζει να φοβάται τον οίστρο της τρέλας που τον ποτίζουν οι θεές. Η αρρώστια που τον τρώει είναι η «συνείδηση».

Γενικά ο λόγος των ερμηνευτών πάλλεται από εσωτερική δύναμη, από πάθος, από συναίσθημα. Οι ήρωες μιλούν με τον τόνο της φωνής τους, ακόμα και με τη σιωπή τους. Με υποκριτική δεινότητα κινούν και όλο τους το κορμί, για να εκφράσουν με τη γλώσσα του σώματος την ψυχική τους κατάσταση.

Η δίψα για δικαιοσύνη φτάνει στα όρια της εκδικητικής μανίας και η αδελφική αγάπη αποδέχεται τη συνενοχή. Τα εγωιστικά πάθη από τη μια αποδεικνύονται ολέθρια και εξορκίζονται και από την άλλη υποκινούν την ανθρώπινη δράση και σπέρνουν τη συμφορά, τη οδύνη. Πραγματικά ο λόγος είναι τραγικός και στο περιεχόμενο του και στην έκφρασή του.

Πέρα από τον λόγο των υποκριτών, όλα τα άλλα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφορούν τον ιδιαίτερο θεατρικό κώδικα του σκηνοθέτη. Έναν κώδικα ο οποίος μπορεί να εκληφθεί με τρόπο διαφορετικό από τους θεατές και να ερμηνευτεί ανάλογα. Και αυτό είναι ένα ρίσκο, το οποίο σίγουρα το είχε υπόψη του ο σκηνοθέτης.

Το σκηνικό κυριολεκτικά «εντυπωσιακό» είναι στημένο σε δύο επίπεδα: το πρώτο «ισόγειο» επίπεδο είναι ο εξωτερικός χώρος, γεμάτος χώμα που περιβάλλεται από θάμνους με στάχυα. Αριστερά (ως προς τον θεατή) βρίσκεται μια μεγάλη τραπεζαρία (που εκκινεί ποικίλους συνειρμούς) και σε όλη την έκταση σκόρπιες καρέκλες είτε σε κανονική θέση είτε γυρισμένες ανάποδα. Κάπου στη μέση απλώνεται το ποτισμένο με μητρικό αίμα σεντόνι πάνω στο οποίο κείτεται ο τραγικός ήρωας. Σε  δεύτερο αρκετά υψηλό επίπεδο, που αφορά τον εσωτερικό χώρο του παλατιού,  το σκηνικό μοιράζεται ανάμεσα σε ένα σαλόνι τύπου «μπαρόκ» αριστερά και μια βιβλιοθήκη δεξιά με εξωτερική σκάλα. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι στο ένα επίπεδο κυριαρχούν τα πάθη, η βία και η οργή και στο άλλο επίπεδο η απάθεια, η αποχή, η ασυναισθησία.

Τα κοστούμια διαφορετικά μεταξύ τους. Η αμφίεση των δύο αδελφών συνάδει με την αθλιότητα που βιώνουν, αλλά των άλλων «ξεφεύγει» εποχιακά: του Μενελάου με άσπρο κουστούμι με γραβάτα και του Τυνδάρεω με στρατιωτική στολή (σύμβολο του νόμου και της απόλυτης πειθαρχίας).

Ο χορός -ούτε 15μελής, ούτε 12μελής, αλλά 10μελής- δεν θύμιζε σε τίποτα τον αρχαίο ελληνικό χορό. Περιφερόταν στον χώρο απαγγέλοντας κυρίως, φορούσε αρχικά μαύρα και στη συνέχεια λευκά ρούχα (ως προμήνυμα κάθαρσης που σε λίγο θα ερχόταν), εντελώς αταίριαστα με το ύφος των κουστουμιών των πρωταγωνιστών.

Όλα αυτά σίγουρα προβλημάτισαν τους θεατές, αλλά η τραγωδία του Ορέστη είναι η πάλη ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο, στην απόδοση δικαιοσύνης και την εκδίκηση, στο ηθικό και ανήθικο, στην πλάνη και την αλήθεια. Ο λόγος του Ευριπίδη ήταν αυτός που τελικά κυριάρχησε και κατάφερε να περάσει τα διαχρονικά διδάγματα του σεβασμού προς τους γονείς, να τονίσει τους ανθρώπινους και ευγενικούς δεσμούς της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας, αλλά και να υπογραμμίσει τη φρικαλεότητα της μητροκτονίας, γιατί «καμιά δικαιολογία, καμιά θεϊκή εντολή, κανένα καθήκον δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την μητροκτονία».

Ευαγγελία Ράπτου

Δρ Επιστημών της Αγωγής

Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια