Του Γ. Τεκίδη
Πραγματικά είναι ακατανόητη και δυσεξήγητη η στάση του ΚΙΝΑΛ και της προέδρου του, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Σχεδόν μια τετραετία τώρα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας, η αντιπολίτευση που ασκεί η κ. Γεννηματά δεν περιποιεί τιμή ούτε στην ίδια, όταν απευθύνεται με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και άκρως απαξιωτικό ύφος στον πρωθυπουργό, εκθέτοντας πολιτικά και την παράταξη της. Κατανοεί κάποιος το είδος της αντιπολίτευσης που υιοθετεί η ΝΔ και ο πρόεδρος της που μετέρχονται αντί επιχειρημάτων και προτάσεων, τις ύβρεις, το ιταμό ύφος και ήθος από του βήματος της βουλής, των προκλήσεων και του αγοραίου πεζοδρομιακού λόγου. Και τους κατανοεί γιατί γι’ αυτούς προέχει πάση θυσία η επιστροφή στις κυβερνητικές καρέκλες, στη λαφυραγωγία και το πλιάτσικο του δημόσιου κορβανά. Μπροστά λοιπόν στην κατάκτηση του πολυπόθητου στόχου, για την αξιωματική αντιπολίτευση όλα είναι επιτρεπτά, κινούμενη στο πλαίσιο της ακατάλυτης διαχρονικής αλήθειας «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Ο σκοπός και η στόχευση του ΚΙΝΑΛ και της κ. Φώφης, όμως ποιος είναι; Η στρατηγική ήττα του Σύριζα απαντούν, η εκλογική του ταπείνωση, ο πλήρης πολιτικός αφανισμός του. Μόνο που δεν συμπληρώνουν όμως και το αυτονόητο, ότι η τυχόν επίτευξη του παραπάνω στόχου, αντικειμενικά δικαιώνει την μαύρη προπαγάνδα και το αμαρτωλό πολιτικό παρελθόν της νεοφιλελεύθερης και ακροδεξιάς σημερινής ΝΔ. Η εμμονή της κ. Γεννηματά σ’ αυτήν την ανερμάτιστη, πικρόχολη, εμπρηστική και στα όρια του προσωπικού μίσους προς τον Τσίπρα, φρασεολογία, καθιστά το ΚΙΝΑΛ και την ίδια πολιτικό παρακολούθημα του Κυρ. Μητσοτάκη και υποστηρικτή ενός κρυφού προγράμματος της ΝΔ που προαναγγέλλει την κοινωνική ισοπέδωση, με παράλληλη πριμοδότηση της οικονομικής ολιγαρχίας. Πώς αλλιώς να εξηγηθούν οι ταυτόσημες αντιπολιτευτικές ανακοινώσεις με την ίδια περίπου φρασεολογία, το ίδιο μένος και την ίδια ισοπεδωτική καταστροφολογική στόχευση. Οι ίσες αποστάσεις που κατά καιρούς επικαλείται από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να οριοθετήσει την τακτική της, μόνο προσχηματικές ακούγονται και εντείνουν περισσότερο παρά κατευνάζουν τις ανησυχίες και απορίες μεγάλου μέρους του δημοκρατικού κόσμου και του δικού της ακόμη κομματικού ακροατηρίου, που άναυδο παρακολουθεί την παθολογική αντισύριζα εμμονή της
Αδικεί η κ. Φώφη και τον εαυτό της, αλλά και τη ιστορία της παράταξης της. Ποτέ στο παρελθόν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ και επί σειρά ετών πρωθυπουργός, Α. Παπανδρέου, τόσο ανοιχτά, τόσο εριστικά και επίμονα δεν άνοιξε μέτωπο απέναντι στην Αριστερά. Παρά τις κατά καιρούς εντάσεις και την σκληρή εκατέρωθεν κριτική, δεν προσέφυγε σε βάναυσες, προσβλητικές και ατεκμηρίωτες κριτικές. Αντίθετα στην πρώτη κυβερνητική του θητεία θεωρούσε και σωστά την Αριστερά διακριτικό συμπαραστάτη στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Κι όλα αυτά όταν στην Ευρώπη και ενόψει ανόδου της ακροδεξιάς, ήδη άρχισε να σφυρηλατείται ένα πανδημοκρατικό, προοδευτικό μέτωπο αντιμετώπισης της από τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, την Αριστερά, τους Πράσινους και άλλες δημοκρατικές και κινηματικές συλλογικότητες, με ελπιδοφόρα μηνύματα. Στην Ισπανία η κυβέρνηση Σάντσεθ σε συνεργασία με τους Ποδέμος ήδη κυβερνά και πιθανόν μετά τις τελευταίες εκλογές να συνεχίσει να κυβερνά. Στη Πορτογαλία σύμπασα η Αριστερά με το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι κυβέρνηση και η ακροδεξιά εκεί λιμνάζει στο 0,3 τοις εκατό. Ανάλογη κινητικότητα και προβληματισμός επικρατεί στη Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί μέχρι σήμερα η χώρα μας. Εδώ όπου το ΚΙΝΑΛ και η πρόεδρος της καθηλωμένη και παγιδευμένη σε μια ακατανόητη πολιτικά τακτική επιμένει να αναγορεύει σε μέγιστο αντίπαλο της τον Σύριζα και να προκρίνει την αυτοκτονική για το ίδιο συμπόρευση με την ακραία νεοφιλελεύθερη δεξιά. Τακτική που δοκίμασε πρόσφατα και το πολιτικό τίμημα υπήρξε πανάκριβο.
Η απαγκίστρωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η συνεργασία με την ευρύτερη δημοκρατική Αριστερά, σε ένα κοινό πρόγραμμα ανακούφισης του άγρια πληττόμενου από τις πολιτικές λιτότητας κόσμου της εργασίας, είναι τελικά η λύση που αναμένουν οι λαοί της Ευρώπης στην πλειονότητα τους. Απόδειξη μεγάλη, η Ισπανία.
Τι δεν καταλαβαίνει άραγε η κ. Γεννηματά;