Του Γ. Τεκίδη
Στο καφενείο του χωριού, το ένα και μοναδικό καφενείο, μια παρέα τεσσάρων ανθρώπων πίνουν το τσίπουρο τους και συζητάνε χαμηλόφωνα. Περασμένη η ώρα βράδυ και ο ιδιοκτήτης ετοιμάζεται να αναγγείλει στους ελάχιστους θαμώνες του ότι σε λίγο κλείνει το κατάστημα, όταν ξαφνικά εισβάλλει μια παρέα επτά – οκτώ ατόμων τελώντας σε πλήρη ευθυμία, πράγμα ολοφάνερο από τα γέλια, τις φωνές και τα τραγούδια τους. Ξέρετε.. ακούστηκε ο καφετζής απευθυνόμενος στους νιόφερτους και άγνωστους πελάτες του, σε λίγο… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και η παραγγελία της παρέας ακούστηκε σαν ξερή διαταγή που δεν επιδέχονταν την παραμικρή αντίρρηση. Σιωπή που φάνηκε ατέλειωτη σκέπασε όλο το καφενείο, σιωπή που έσπασε μόνο σαν βιάστηκε ο καφετζής κουβαλώντας ποτήρια και ποτά, να εκτελέσει την παραγγελία των καινούργιων. Πιοτό και μεζές σε λίγο άνοιξαν στη διαπασών τα στόματα με τραγούδια και συνθήματα για τον βασιλιά και το έθνος, το Γράμμο και το Βίτσι.
Βλέπεις την προηγούμενη μέρα 29 Οκτώβρη 1961 η ΕΡΕ και όλη η εθνικοφροσύνη είχε καταγάγει ύστερα από ένα δίχως περιγραφή όργιο, με πρωταγωνιστή το αιμομικτικό πολιτικά σύμπλεγμα κράτους, παρακράτους και παλατιού, βίας και νοθείας με το γνωστό «θριαμβευτικό» εκλογικό αποτέλεσμα. Έπιναν, λοιπόν, και γλεντούσαν οι ξενομερίτες κομματάρχες της ΕΡΕ, προθυμοποιούμενοι κάποια στιγμή να κεράσουν και τους απέναντι που τους κοιτούσαν σκεπτικοί και άκεφοι. Εκείνοι δεν δέχτηκαν το κέρασμα, προς κακοφανισμό των υγιώς εθνικά σκεπτόμενων γλεντζέδων που απαιτούσαν να μάθουν το γιατί της άρνησης. Δεν χαίρεστε εσείς ρε… τι ξινισμένα μούτρα είναι αυτά; Νίκησε ρε η πατρίδα, νίκησε ο εθνάρχης μας. Θάνατος στα κόκκινα σκυλιά ρε, φωτιά στους ΕΑΜοβούλγαρους προδότες. Σπάσε πλάκα να είσαστε τίποτα συνοδοιπόροι τους…
Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα, μόνο σηκώθηκαν και έφυγαν. Αυτόπτης μάρτυρας του επεισοδίου, κάποιος καλός φίλος, μου διηγήθηκε πριν αρκετό καιρό το περιστατικό. Ένα περιστατικό στην μετεμφυλιακή ύπαιθρο, όπου κράτος και εξουσία είχαν καταστεί οι δωσίλογες ως επί το πλείστον παρακρατικές συμμορίες, στις οποίες το επίσημο κράτος είχε αναθέσει πέρα από την τήρηση του νόμου και της τάξης, και το ύψιστο καθήκον της συνειδησιακής και ιδεολογικής αναγέννησης των απόκληρων ξωμάχων του κάμπου και του βουνού. Να σκέφτονται δηλαδή γνήσια εθνικά και να αποκηρύττουν μετά βδελυγμίας «τάς αντεθνικάς και αναρχικάς ιδέας των κομμουνιστών και εν γένει των αριστερών».
Ένα περιστατικό που φέρνει στη μνήμη το πασίγνωστο βιβλίο, κοινωνικό ευαγγέλιο και ύμνο στην ομορφιά της ζωής, του αείμνηστου Χρόνη Μίσιου, «χαμογέλα ρε.. τι σου ζητάνε;». Ας πέρασαν δεκάδες χρόνια από τότε μέχρι τώρα. Για την δεξιά με οποιαδήποτε ονομασία κι αν αυτή εμφανίζονταν στη χώρα, πολύ περισσότερο τώρα που έχει μεταλλαγεί υπό των Μητσοτάκη, Βορίδη, Γεωργιάδη, Σαμαρά και άλλων αστέρων του ΛΑ.Ο.Σ. σε ακροδεξιό πολιτικό μόρφωμα, η χρονική απόσταση δεν μοιάζει ούτε με ένα τσιγάρο δρόμο. Ο ανύπαρκτος πολιτικός της πολιτισμός, η μικροψυχία, ο εκδικητικός και μίζερος ρεβανσισμός, η χυδαιότητα και οι απροκάλυπτες απειλές, ήταν και είναι η κορωνίδα και το ακατάλυτο διαχρονικά δόγμα αντιμετώπισης των πολιτικών της αντιπάλων.
Δεν πέρασαν λίγα εικοσιτετράωρα από τις Ευρωεκλογές, εφημερίδες και σάιτ, όλο το διαδίκτυο πλημυρισμένα από κάθε λογής απειλές, προειδοποιήσεις, ύβρεις και ασχημίες, διάφορων εγκάθετων του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ. Κάποιου από αυτούς η απαίτηση και διακαής επιθυμία είναι να ξαναδεί την Κούνεβα καθαρίστρια, λες και η δουλειά της καθαρίστριας αποτελεί προσβολή και κατάπτωση για όποιον την κάνει. Ο άλλος πρόεδρος, αυτός παρακαλώ του μεγαλύτερου σωματείου εργαζομένων στη Βορ. Ελλάδα, του ΟΑΣΘ, αναρτά φωτογραφία του πρωθυπουργού, απεικονίζοντας δίπλα της γεννητικά όργανα. Κάποιοι δεξιοί δημοκράτες αλά καρτ, αράθυμοι και θεριακλήδες δηλώνουν ότι θα φερθούν στους πολιτικούς τους αντιπάλους, σαν αιχμαλώτους πολέμου. Και κάποιοι δίχως υπεκφυγές και μισόλογα υπόσχονται ειδικά δικαστήρια, τροποποιήσεις σε νόμους και θεσμούς προς αποτροπή οιασδήποτε πιθανότητας επανόδου της αριστεράς στην διακυβέρνηση της χώρας, ακόμη και καθιέρωση νέων τόπων εξορίας.
Το ιδιοκτησιακό σύνδρομο της χώρας και της εξουσίας πάντα ελέω Θεού, διέτρεχε και διατρέχει την ιδεολογία, τις πρακτικές και τις συμπεριφορές της δεξιάς, με όποιο εξωραϊστικό ένδυμα κι αν αυτή εμφανίζεται κατά καιρούς. Το λάφυρο της τυχόν εκλογικής της νίκης ήταν και είναι το δημόσιο, το ίδιο το κράτος που για μια ακόμη φορά θα λεηλατηθεί προς όφελος των εγχώριων πιράνχας που υποδύονται τους μεγάλους επιχειρηματίες, τους μαϊμού επενδυτές, σε όσους χρωστά πέρα από τα 250 εκατομ. ευρώ δανεικά και αγύριστα του δημοσίου η ΝΔ, και δεν είναι αυτοί λίγοι.
Λάφυρο με δυο λόγια οι ίδιες οι ζωές μας, στο βωμό των άνομων συμφερόντων, επιτήδειων ψευτοσωτήρων του πολύπαθου αυτού τόπου. Θα το ξαναπούμε ακόμη μια φορά. Μπορεί να υπήρξαν αστοχίες, κενά, σφάλματα ή και λάθος ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων αυτής της κυβέρνησης και δίκαια να προκάλεσε θυμό ή και σκληρές κριτικές. Κανείς αντικειμενικός παρατηρητής όμως δεν μπορεί να της αμφισβητήσει τις προθέσεις και τον αγώνα της για έξοδο από τα μνημόνια, για τον αγώνα της υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, υπέρ όσων μάτωσαν και πλήρωσαν βαρύ τίμημα στα χρόνια της μεγάλης πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ξηρασίας. Η μεγάλη κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, η μεγάλη παράταξη της δημοκρατικής κεντροαριστερής και αριστερής ψυχής είναι παρούσα και θα δώσει τη μάχη της δημοκρατίας και της προόδου. Χάθηκε μια μάχη, δεν χάθηκε ο πόλεμος. Ψηλά οι σημαίες της δημοκρατίας, των αξιών της αριστεράς, του αγώνα για μια εξανθρωπισμένη κοινωνία.
Όσοι πιστοί προσέλθετε στο πανδημοκρατικό προοδευτικό προσκλητήριο, για μη επιστροφή στο ζοφερό παρελθόν, για να μην οικτίρουν και ελεεινολογούν τον εαυτό τους, όσοι θα απουσιάζουν.