Από τα μεγαλύτερα θύματα της σημερινής κρίσης είναι η νεολαία της πατρίδας μας. Τα κύρια συναισθήματα που διακατέχουν το μεγαλύτερο κομμάτι των νέων ανθρώπων είναι η απαισιοδοξία, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και το αίσθημα αδικίας.
Οι κοινωνικές δομές διαμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αντινεανικές. Δεν κρατούν απλά τους νέους ανθρώπους μακριά από την κοινωνική, επιστημονική και πολιτική ανέλιξη, αλλά και από την αγορά εργασίας. Η σημερινή κοινωνία, ως σύγχρονη Μήδεια, οδηγεί τα παιδιά της στο περιθώριο!
Τα πτυχία και διπλώματα, όσων κατορθώσουν να τ΄ αποκτήσουν με τεράστιο κόπο και θυσίες, είναι χωρίς αντίκρισμα, δεν παρέχουν την παραμικρή επαγγελματική αποκατάσταση ακόμη κι αν αφορούν μεταπτυχιακούς τίτλους. Το σκηνικό γίνεται ακόμη ζοφερότερο αν προσθέσουμε την αναξιοκρατία και το βόλεμα των ημετέρων.
Η ανεργία και η έλλειψη επαγγελματικής εξασφάλισης προκαλεί όμως και προσωπικά αδιέξοδα. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι νέοι μέχρι 30 ετών σε ποσοστό 91% δεν προτίθενται λόγω της οικονομικής δυσπραγίας να δημιουργήσουν οικογένεια ή να γίνουν γονείς, ενώ το 61% είναι ακόμη οικονομικά εξαρτημένοι από την οικογένειά τους.
Η απόρριψη αυτή οδηγεί τους νέους σε αποξένωση κι αυτή είτε σε αντιπαράθεση με την κοινωνία είτε σε φυγή. Η απόρριψη αυτή οδηγεί τους νέους σε αποξένωση κι αυτή είτε σε αντιπαράθεση με την κοινωνία είτε σε φυγή. Πολλοί σήμερα νοιώθοντας ασφυξία και μη βρίσκοντας χώρο ν΄ ανθίσουν, παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης, αναζητώντας την τύχη τους ακόμη και στην άλλη άκρη της γης.
Η Ελλάδα όχι μόνον συρρικνώνεται, αλλά και πρόωρα γεράζει.
Το πιο άφθαρτο και δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας – τεχνηέντως – «ετικετοποιείται» ως αδιάφορο και αποστασιοποιημένο από τα κοινά και την πολιτική ζωή. Η πραγματικότητα όμως σήμερα διαψεύδει αυτή την συντηρητική άποψη και καταδεικνύει ότι οι νέοι σήμερα δεν συνθέτουν μία a politic κοινωνική ομάδα, δε διστάζουν να υψώνουν τη φωνή τους, τολμούν να υπερασπίζονται το αυτονόητο δικαίωμα στην συμμετοχή και να διεκδικούν ισότιμη παρουσία ακόμη και στην – τωρινή – απαξιωμένη πολιτική σκηνή.
Όταν ένας νέος αποφασίζει να ασχοληθεί με την πολιτική χρειάζεται κίνητρα όχι κατά βάση υλικά αλλά κοινωνικοπολιτικά, που θα γίνουν η κινητήρια δύναμη για να κλείσει τα αυτιά του απέναντι στα κελεύσματα της αναξιοκρατίας, της εμπορευματοποίησης της πολιτικής ζωής και της πελατειακής νοοτροπίας, που μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα άτυπο πολιτικό «ευαγγέλιο» που διαμόρφωσε και διαμορφώνει μια γενικότερη κοινωνική θεώρηση. Η εγγύηση της προϋπόθεσης αυτής αποτελεί επιτακτική ανάγκη καθώς οι νέοι είναι αυτοί που οφείλουν και μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Οι νέοι είναι επιβεβλημένο να αντιστέκονται και να προτείνουν. Να αποτελούν ανάχωμα στην αναξιοκρατία, στο ψέμα, στην υποκρισία, στην αναντιστοιχία λόγων και έργων που είναι παρακμιακά φαινόμενα της κοινωνίας μιας προηγούμενης γενιάς. Oι νέοι, σε βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, οφείλουν να οικοδομήσουν μια προοδευτική και ανανεωτική σχέση, σε μια εξελισσόμενη πολιτική, με μοναδικό και σταθερό στόχο, την αναθέρμανση της ελπίδας για την παραγωγή ουσιαστικής πολιτικής, βασισμένη σε ρεαλιστικές προοπτικές και προτάσεις για την κοινωνία και την Ελλάδα.
Η προγενέστερη γενιά με την σειρά της οφείλει να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να διασώσει ότι έχει περισσέψει από την χαμένη αξιοπιστία της πολιτικής. Να σταματήσει την ισοπέδωση της πολιτικής, να «κατεβάσει» την «ταμπέλα» που λέει ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι, διότι αυτή είναι μια εύκολη αρνητική στάση που αν την υιοθετήσει και ο τελευταίος, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς. Να επενδύσει στο παραγωγικό κομμάτι αυτού του τόπου, να συμβάλει στην ομαλή ένταξη των νέων στο πολιτικό σύστημα και να δείξει αμέριστη εμπιστοσύνη στην νέα γενιά με σκοπό την ύπαρξη και λειτουργία – έστω και αυτού – του πολιτικού συστήματος, διατηρώντας την πολιτική σταθερότητα και αποφεύγοντας παράλληλα ενδεχόμενες κοινωνικές «εκρήξεις. Αυτό είναι το πρώτιστο χρέος απέναντι στον εαυτό της και στο μέλλον που καλείται να συνδιαμορφώσει.
Ανατολή Π.Κωνσταντινίδου
Εκπαιδευτικός, Μa στη
Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση ΠΑ.ΜΑΚ