Η κύρια κατοικία των δανειοληπτών προστατεύεται από την αναγκαστική ρευστοποίηση βάσει των διατάξεων του Ν. 4605/2019, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια των νόμων Κατσέλη και Σταθάκη (υπερχρεωμένα νοικοκυριά). Οι αναφερόμενες στις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις υπαγωγής είναι συγκεκριμένες, από τις οποίες η βασικότερη είναι η ύπαρξη εμπράγματης ασφάλειας εις βάρος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Επομένως, στο νόμο εντάσσονται μόνον οφειλές προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ασφαλισμένες – κυρίως – με προσημείωση υποθήκης εις βάρος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη και όχι εις βάρος άλλου ακινήτου του.

Οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας επηρεάζουν άμεσα και μεταβάλλουν άρδην την οικονομία της χώρας. Αναμφισβήτητα η πανδημία του Covid 19 δημιουργεί δυστυχώς, εκτός των άλλων, μεγάλη αβεβαιότητα, ανασφάλεια και κατακόρυφη πτώση των εισοδημάτων της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Με δεδομένα πρώτον ότι από τον Ιούλιο του 2019 έως σήμερα μόλις λίγες χιλιάδες πολίτες έχουν υποβάλει αίτηση ρύθμισης και ακόμη λιγότεροι έχουν οριστικά ρυθμίσει τις οφειλές τους προστατεύοντας την κύρια κατοικία τους και δεύτερον ότι επίκειται η διαπραγμάτευση των αρμοδίων υπουργών με τους θεσμούς αναφορικά με την πιθανή παράταση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων μετά την καταληκτική ημερομηνία της 30ης Απριλίου, κρίνεται αναγκαίο να επέλθουν ορισμένες τροποποιήσεις στις προϋποθέσεις του νόμου έτσι, ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν στις ρυθμίσεις όσο το δυνατόν περισσότεροι οφειλέτες.

Κατά την άποψή μου είναι αναγκαίες οι κάτωθι τροποποιήσεις:

1. Να καταργηθεί η προϋπόθεση της μη υπαγωγής στο νόμο εκείνου του οφειλέτη, για τον οποίο εκδόθηκε οριστική δικαστική απόφαση απόρριψης της αίτησής του για υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη λόγω δόλιας περιέλευσής του σε αδυναμία πληρωμής ή λόγω ύπαρξης επαρκούς περιουσίας του ή λόγω έκπτωσής του από τη ρύθμιση ή λόγω καταγγελίας του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών. Η τροποποίηση αυτή κρίνεται αναγκαία, διότι με την πάροδο των ετών και ειδικότερα με τις τωρινές συνθήκες είναι πολύ πιθανόν να έχει χειροτερεύσει η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη συγκριτικά με το χρόνο έκδοσης της απορριπτικής απόφασης.

2. Να τροποποιηθεί η προϋπόθεση, που ορίζει το ανώτατο όριο του οικογενειακού εισοδήματος του οφειλέτη (ήτοι: 12.500 ευρώ για τον ίδιο προσαυξημένο κατά 8.500 ευρώ για τον σύζυγο και 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος) βάσει της τελευταίας φορολογικής του δήλωσης. Τα ανωτέρω οριζόμενα ποσά κρίνεται αναγκαίο να αυξηθούν σημαντικά, διότι πρώτον προφανώς δεν θα ανταποκρίνονται στην τωρινή (υπό τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας) πραγματική οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, δεδομένου ότι αφορούν το εισόδημα του 2019 και δεύτερον (ακόμη και αν δοθεί η φημολογούμενη παράταση έως το τέλος του 2020 για την υποβολή των δηλώσεων φόρου εισοδήματος του 2019), δεν θα περιλαμβάνονται στις δηλώσεις αυτές οι ισοπεδωτικοί για την οικονομία μήνες Μάρτιος και Απρίλιος (ίσως και οι επόμενοι) του τρέχοντος έτους.

3. Να αυξηθεί το ανώτατο όριο των 80.000 ευρώ της λοιπής ακίνητης περιουσίας (πλην της κύριας κατοικίας) και των μεταφορικών μέσων του οφειλέτη, του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών (αθροιστικά). Αυτό κρίνεται αναγκαίο, διότι προφανώς (υπό τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας) η αντικειμενική αξία των ακινήτων επ’ ουδενί ανταποκρίνεται στην πραγματική (αγοραία) αξία τους. Σημειωτέον ότι δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις, που οι οφειλέτες αποκλείονται εξαιτίας της αντικειμενικής αξίας των λοιπών ακινήτων τους.

4. Να αυξηθεί το ισχύον ανά πιστωτή ανώτερο ποσό της ανεξόφλητης οφειλής (κεφάλαιο, τόκοι και έξοδα εκτέλεσης), ήτοι: 100.000 ευρώ, όταν σε αυτήν περιλαμβάνονται επιχειρηματικά δάνεια και 130.000 ευρώ για τις λοιπές οφειλές. Αυτό κρίνεται αναγκαίο (υπό τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας), διότι η εισοδηματική καθίζηση και η εξ αυτής αβεβαιότητα των πολιτών προφανώς θα οδηγήσουν σε αύξηση του συνολικού ποσού της ανεξόφλητης οφειλής, η οποία, υπερβαίνοντας τα προαναφερθέντα ποσά, θα καταστεί μη επιδεκτική ρύθμισης.

5. Να μειωθεί το ποσό (αντίστοιχο με το 120% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας), που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης. Αυτό κρίνεται αναγκαίο, διότι

αφ’ ενός θα διαγράφονται περισσότερες οφειλές και αφ’ ετέρου η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας υπολογίζεται με βάση εκτιμήσεις παλαιοτέρων ετών και όχι του τρέχοντος, για το οποίο τα σενάρια είναι δυσοίωνα (πιθανή κατακόρυφη πτώση της εμπορικής αξίας των ακινήτων ανά την επικράτεια).

Είναι σαφές ότι τα περιλαμβανόμενα στο νόμο ποσοτικά όρια δεν είναι ΠΛΕΟΝ συμβατά με την τωρινή πραγματική οικονομική κατάσταση.

Τυχόν πολύμηνη παράταση θα αποτελέσει θετική εξέλιξη. Αν η παράταση αυτή συνδυασθεί με την αναγκαία τροποποίηση των αυστηρών και περιοριστικών προϋποθέσεων, το νέο πλαίσιο που θα προκύψει θα επιτρέψει την υπαγωγή μεγαλύτερου αριθμού δανειοληπτών στην προστασία της κύριας κατοικίας. Τέλος, κατά τη γνώμη μου, η προστασία της κύριας κατοικίας πρέπει να συσχετισθεί με τις επικείμενες αλλαγές του Πτωχευτικού Δικαίου.

 

Αθανάσιος – Αλέξανδρος Τζαμακλής

Δικηγόρος – Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής