ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Γράφει ο Θανάσης Μπίντας

Αξιόλογες οι περισσότερες παραστάσεις στα φετινά «ΟΛΥΜΠΙΑ ΕΝ ΔΙΩ», μολονότι οι συντελεστές τους ήταν μαθητές ή φοιτητές. Αποδεικνύεται πως οι ερασιτέχνες πολλές φορές ξεπερνούν τους επαγγελματίες σε πάθος πάνω στο θεατρικό σανίδι ή καλλίτερα στην προκειμένη περίπτωση στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου.
Θα μου επιτρέψουν όμως, οι αγαπητοί μας Έλληνες νέοι να σταθώ σε μια καταπληκτική, ομολογουμένως, παράσταση, που δόθηκε από μια ομάδα της Τεχεράνης και συγκεκριμένα από τα εκπαιδευτήρια KERAD (=σοφία στα περσικά) σε συνεργασία με το Fanoos Art and Culture House. Παρόλη την καταρρακτώδη βροχή οι νεαροί ηθοποιοί προτίμησαν να δώσουν την παράσταση «στον ίδιο χώρο που ο Ευριπίδης έγραψε και παρουσίασε τις “Βάκχες” του» όπως χαρακτηριστικά μας είπαν. «Δεν ήρθαμε από τόσο μακριά για να μη νοιώσουμε την μεγαλοσύνη που αποπνέει ο χώρος του αρχαίου θεάτρου στο Δίον».
Και είχαν απόλυτο δίκιο. Ίσως αυτή τους η άποψη και η προσδοκία τους μαζί με την ιερότητα του χώρου τους ενέπνευσε να ερμηνεύσουν με τόση έκσταση το αθάνατο κείμενο του Σοφοκλή μεταφρασμένο στη δική τους γλώσσα (τα farsi) σκηνοθετημένο αποκλειστικά για την παράσταση που έδωσαν στα «ΟΛΥΜΠΙΑ ΕΝ ΔΙΩ» 2015.
Η σκηνοθέτης Neda Shahrokhi, που σπούδασε την τέχνη του θεάματος στο Παρίσι και σήμερα είναι καθηγήτρια στα εκπαιδευτήρια Kerad της Τεχεράνης, προσέγγισε το κείμενο του Σοφοκλή με έναν ιδιόμορφο τρόπο και απέδωσε τα μηνύματα του έργου με ένα εικαστικό στήσιμο, έτσι που η Ιρανική γλώσσα δεν αποτελούσε εμπόδιο για να αντιληφθεί κανείς τα παλλόμενα συναισθήματα του φόβου, της οργής, του μίσους, της αγάπης, του πάθους, του παραλογισμού, της σοβαρότητας και της σωφροσύνης που είναι χαρακτηριστικά στο κείμενο του μεγάλου τραγικού!
Σαφώς το έργο της σκηνοθέτιδας διευκόλυναν οι έξοχοι ηθοποιοί-φοιτητές, που απέδωσαν τέλεια, θα μπορούσε να πει κανείς, με μια χροιά φορτισμένου συναισθήματος, που είναι και χαρακτηριστικό του Ιρανικού λαού. Θα πρέπει εδώ να δώσουμε τα εύσημα και στη βοηθό σκηνοθέτη Elmira Ashofteh για την συμβολή της στην αρτιότητα της παράστασης.
Η χαρακτηριστική οπτική αφηγηματικότητα περιέγραφε τις συμβολιστικές συγκρούσεις που αν και γλωσσικά «άφατες» για μας ήταν εντούτοις, επώδυνα ορατές. Η παραστατική και ευρηματική «αφήγηση» του έργου ανέδιδε έναν ζοφερό ρεαλισμό τυλιγμένο σε ένα κλίμα λυρισμού ταιριαστό μόνο σε χώρες της ανατολής. Διάχυτος ο φόβος, το έλεος, η οργή έβγαζε με ενάργεια τις σκιερές πλευρές του έργου. Τρομάξαμε, συγκινηθήκαμε που η σκηνοθέτης κατάφερε τελικά να μας μεταρσιώσει στο πεδίο της κάθαρσης του Αριστοτέλη. Μαζί της, μέσα από την εγγύτητα του καθημερινού αναζητήσαμε την μεγαλοσύνη του μύθου που τον χαρακτηρίζει μια πρωτογενής δύναμη με τη βαθειά μυστική του σχέση με το σύμπαν, αυτή τη σχέση που του προσδίδει μια απεριόριστη διάρκεια φυσικού στοιχείου που μας οδηγεί στην ωραιότητα αλλά και στον πόνο που δημιουργεί τη ζωή.