«Φίμωτρα», «ασπίδες μικροβίων», «παγίδες βρωμιάς»: εκατό χρόνια πριν, οι άνθρωποι τα έβαζαν και πάλι με τις μάσκες τους. Θεωρούσαν ότι κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν με γουρούνια. Άνοιγαν τρύπες για να μπορούν να καπνίζουν τα πούρα τους. Τις φορούσαν – κοροϊδευτικά – στους σκύλους τους. Και, καμιά φορά, τις χρησιμοποιούσαν για να ληστεύουν τράπεζες.

Πάνω από έναν αιώνα πριν, όταν η πανδημία της γρίπης του 1918 μάστιζε τις ΗΠΑ, μάσκες από γάζα και τουλπάνι έγιναν – κυριολεκτικά – το πρόσωπο της μάχης με τον ιό. Όμως, όπως και τώρα, οι μάσκες έγιναν και αντικείμενο πολιτικού διχασμού. Τότε, όπως και τώρα, οι υγειονομικές αρχές παρότρυναν τους πολίτες να τις χρησιμοποιούν για να αποτρέψουν την εξάπλωση του ιού. Και τότε, όπως και τώρα, ορισμένοι αντιστάθηκαν.

Το 1918 και το 1919, με τα μπαρ, τα σαλούν, τα εστιατόρια, τα θέατρα και τα σχολεία να κλείνουν, οι μάσκες μετατράπηκαν σε αποδιοπομπαίο τράγο, σε σύμβολο της κυβερνητικής παρεμβατικότητας, προκαλώντας διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών και συναθροίσεις αντίστασης. Ταυτόχρονα, χιλιάδες Αμερικανοί πέθαιναν από μια φονική πανδημία.

1918: Οι λοιμώξεις εξαπλώνονται

Οι πρώτες λοιμώξεις εντοπίστηκαν το Μάρτιο, σε μια στρατιωτική βάση του Κάνσας, όπου 100 στρατιώτες κόλλησαν τον ιό. Σε μια βδομάδα, ο αριθμός των κρουσμάτων πενταπλασιάστηκε. Σύντομα, η ασθένεια έσφιγγε στον κλοιό της όλη τη χώρα, οδηγώντας ορισμένες πόλεις στην επιβολή καραντίνας και χρήσης μάσκας για τον περιορισμό της.

 

 

Μέχρι το φθινόπωρο, επτά πόλεις σε όλη τη χώρα είχαν θέσει σε ισχύ νόμους υποχρεωτικής χρήσης μάσκας, εξηγεί στους New York Times ο Δρ. Χάουαρντ Μάρκελ, ιστορικός επιδημιών και συγγραφέας του βιβλίου «Quarantine!»

Η οργανωμένη αντίσταση στη χρήση μάσκας δεν ήταν συνηθισμένη, όπως λέει, όμως συνέβαινε. Η πόλη με τους αυστηρότερους κανόνες ασφαλείας ήταν το Σαν Φρανσίσκο, όπου είχαν σημειωθεί 7.000 από τα μέχρι τότε πάνω από 60.000 κρούσματα σε όλες τις ΗΠΑ. Σύντομα έγινε γνωστό ως «η πόλη των μασκοφόρων».

Μάλιστα, οι μάσκες που είχαν καταστεί υποχρεωτικές από τις 22 Οκτωβρίου, έπρεπε να αποτελούνται τουλάχιστον από τέσσερις στρώσεις.

«Σαν ρύγχος γουρουνιού»

Όσοι αντιστέκονταν διαμαρτύρονταν για την εμφάνιση, την άνεση και την ελευθερία τους, παρά το γεγονός ότι η γρίπη είχε σκοτώσει περίπου 195.000 Αμερικανούς μόνο τον Οκτώβριο.

Γράφοντας στους Los Angeles Times στις 22 Οκτωβρίου του 1918, η Άλμα Γουίτακερ, διαμαρτυρόταν για την απαίσια όψη των μασκών, αλλά και για ένα περιστατικό στο οποίο η αστυνομία την εξανάγκασε να κατασκευάσει και να φορέσει τη δική της.

Πάντως, υπήρχαν περιθώρια για δημιουργικότητα. Ορισμένες μάσκες ήταν «τρομακτικές κατασκευές» που έδιναν στο πρόσωπο των ανθρώπων που τις φορούσαν «όψη που θύμιζε γουρούνι».

 

Δίκες για τις μάσκες

Οι τιμωρίες για τους παραβάτες κυμαίνονταν από $5 έως $10 ή ισούνταν με κάθειρξη δέκα ημερών.

Στις 9 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 1.000 άτομα, σύμφωνα με την San Francisco Chronicle. Οι φυλακές γέμισαν ασφυκτικά. Η πόλη πρόσθεσε βάρδιες αστυνομικών και δικαστών προκειμένου να μπορέσει να διαχειριστεί τους συλληφθέντες.

«Πού είναι η μάσκα σας;», ρώτησε τους παραβάτες ο δικαστής Μάθιο Μπρέιντι. Ορισμένοι έδωσαν ψεύτικα ονόματα, ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να ανάψουν το πούρο τους ή εξήγησαν ότι δεν ανέχονται τους νόμους.

Οι σουφραζέτες αντιστέκονται

Στο Ιλινόις, οι σουφραζέτες που μάχονταν για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών αρνήθηκαν να καλύψουν τα στόματά τους σε μια περίοδο που οι φωνές τους είχαν ζωτική σημασία.

Στην ετήσια συγκέντρωσή της Ένωσης Ισότητας Σουφραζετών του Ιλινόις, τον Οκτώβριο του 1918, τοποθέτησαν τις καρέκλες τους σε απόσταση 1,5 μέτρου μεταξύ τους, έκλεισαν τις πόρτες για το κοινό και περιόρισαν την συμμετοχή στις 100 ομιλήτριες, σύμφωνα με την Chicago Tribune της εποχής.

Όμως οι γυναίκες «έδειξαν την περιφρόνησή τους» για τις μάσκες, αναφέρει το δημοσίευμα. Οι λόγοι δεν είναι σαφείς.

Η Άλισον Κέι Λάνγκ, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Γουέντγουορθ αναφέρει ότι η απόφασή τους ίσως συνδέεται με την διεκδίκηση της ορατότητας.

«Οι σουφραζέτες ήθελαν να βεβαιωθούν ότι οι ηγέτιδές τους θα αποτελούσαν οικείς πολιτικές φιγούρες», εξηγεί στους New York Times.

Η Ένωση Κατά των Μασκών

Το 1919, η πανδημία έμπαινε στη δεύτερη χρονιά της. Το ίδιο ίσχυε και για τον σκεπτικισμό.

Στις 17 Δεκεμβρίου του 1918, ο νόμος για την υποχρεωτική χρήση μάσκας επανήλθε στο Σαν Φρανσίσκο καθώς οι θάνατοι άρχισαν να αυξάνονται και πάλι. Η τάση συνεχίστηκε και στην αρχή του επόμενου έτους, με 1.800 κρούσματα και 101 θανάτους στο πρώτο πενθήμερο του Ιανουαρίου.

 

 

Η απόφαση της πόλης οδήγησε στη δημιουργία της Ένωσης Κατά των Μασκών. Ήταν ένα από τα κυριότερα συμπτώματα της επιστροφής της αντίστασης στις μάσκες, καθώς πόλεις σε όλες τις ΗΠΑ προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη χρήση τους για τον περιορισμό του δεύτερου κύματος.

Η ένωση είχε ως αρχηγό μια γυναίκα, την Ε.Τζ. Χάρινγκτον, δικηγόρο, κοινωνική ακτιβίστρια και πολιτική αντίπαλο του δημάρχου. Άλλες πέντε γυναίκες κάλυπταν τις υψηλότερες θέσεις της ένωσης. Επιπλέον, συμμετείχαν και οκτώ άνδρες, ορισμένοι εκ των οποίων εκπροσωπούσαν σωματεία, αλλά και δύο μέλη του δημοτικού συμβουλίου που είχαν ψηφίσει εναντίον της χρήσης των μασκών.

Στις 25 Ιανουαρίου, η ένωση διεξήγαγε την πρώτη συγκέντρωσή της, η οποία ήταν ανοιχτή στο κοινό. Εκεί, τα μέλη της απαίτησαν την ανατροπή του νόμου και τις παραιτήσεις του δημάρχου και αξιωματούχων υγείας.

Οι αντιρρήσεις τους συμπεριλάμβαναν την απουσία επιστημονικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα των μασκών, αλλά και το ότι ο εξαναγκασμός των ανθρώπων στη χρήση τους ήταν αντισυνταγματικός.

Στις 27 Ιανουαρίου, η ένωση διαμαρτυρήθηκε σε σύσκεψη του δημοτικού συμβουλίου, όμως ο δήμαρχος επέμεινε στις θέσεις του.

Λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου, ο νόμος αποσύρθηκε, καθώς οι λοιμώξεις μειώθηκαν.

Όμως στο τέλος της χρονιάς, η γρίπη επέστρεψε με τρίτο κύμα. Ο τελικός αριθμός των νεκρών υπολογίζεται στους 675.000 σε όλη τη χώρα και στους 30 για κάθε 1.000 πολίτες του Σαν Φρανσίσκο, μια από τις χειρότερα πληγείσες πόλεις των ΗΠΑ.

Κατά τη γνώμη του Μπράιαν Ντόλαν, ιστορικού με εξειδίκευση στην υγεία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, η ιστορία της Ένωσης Κατά των Μασκών καταδεικνύει την ασυνέχεια μεταξύ της ατομικής επιλογής και της καθολικής συμμόρφωσης.

Αυτό το συναίσθημα αντανακλάται στα λόγια του Φανκ Κοτσινίλια, ενός σιδηροδρομικού υπαλλήλου που συνελήφθη τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς.

Μπροστά στον δικαστή, ο Κοτσινίλια δήλωσε ότι «δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει τίποτα που δεν άρμοζε στα συναισθήματά του», σύμφωνα με δημοσίευμα των Los Angeles Times.

Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια κάθειρξη.

«Αυτό μου ταιριάζει», δήλωσε ο ίδιος, καθώς έφευγε από το εδώλιο. «Εκεί δεν θα είμαι υποχρεωμένος να φορέσω μάσκα».

 

 

 

 

Πηγή: www.nytimes.com