Διέπραξε τα εγκλήματα της στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1900- 1912) και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως “Το Βαμπίρ της Βαρκελώνης”. Ο λόγος για την Ενρικέτα Μαρτί, μια γυναίκα με διπλή ζωή.

Αρχές του περασμένου αιώνα, δεκάδες παιδιά που ζητιάνευαν, εξαφανίζονταν από τους δρόμους της Βαρκελώνης. Την περίοδο εκείνη χιλιάδες Ισπανοί είχαν εγκατασταθεί στη Βαρκελώνη για να αναζητήσουν νέες δουλειές. Οι πολίτες υπέφεραν από τη φτώχεια και την ανεργία, ενώ η πορνεία ήταν σε έξαρση. Παιδιά πέθαιναν από ασιτία ή από αρρώστιες στις φτωχικές γειτονιές της πόλης. Ωστόσο, μετά την έλευση μιας γυναίκας από την επαρχία, αυξήθηκαν οι εξαφανίσεις παιδιών. Ονομαζόταν Ενρικέτα Μαρτί και είχε έρθει στην πόλη για να δημιουργήσει μια νέα ζωή.

Τα πρωινά ζητιάνευε στους δρόμους και το βράδυ εργαζόταν ως πόρνη. Ντυνόταν με φανταχτερά ρούχα, φορούσε καπέλα και φτερά και πήγαινε στα μέρη που σύχναζε η καλή κοινωνία για να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Μόλις κέρδισε μερικά χρήματα άνοιξε ένα δικό της πορνείο. Στην πραγματικότητα, εξέδιδε σε πλούσιους πελάτες παιδιά τα οποία γνώριζε το πρωί που ζητιάνευε. Στη συνέχεια καλούσε τα παιδιά να μείνουν στο σπίτι της και τα σκότωνε.

Η Ενρικέτα εργαζόταν και ως θεραπεύτρια και χρησιμοποιούσε τα πτώματα των παιδιών για να φτιάξει κρέμες και φάρμακα για τις αρρώστιες της εποχής. Αφού έπινε το αίμα τους, άλεθε σε ένα γουδί τα κόκκαλα, το λίπος και τις τρίχες τους και δημιουργούσε αλοιφές, τις οποίες πουλούσε σε πλούσιους πελάτες ως φάρμακα για τη φυματίωση. Η δράση της παρέμεινε κρυφή για πολλά χρόνια, ενώ τα φάρμακά της έγιναν περιζήτητα στην υψηλή κοινωνία.

Οι εξαφανίσεις πολλών μικρών παιδιών της Βαρκελώνης οδήγησαν την αστυνομία στα ίχνη της. Εκείνη ομολόγησε τους φόνους της και προγραμματίστηκε δίκη, προκειμένου να οριστεί η ποινή της.

Η μοίρα, όμως, είχε αποφασίσει να μη γίνει ποτέ αυτό το δικαστήριο: Δολοφονήθηκε το 1913 από τις συγκρατούμενες της, όπως όριζε ο άγραφος τότε νόμος των φυλακών για τους φονιάδες παιδιών.

Η Ενρικέτα έγινε γνωστή στην Ισπανία με την ονομασία “Το βαμπίρ της Βαρκελώνης”. Αυτό που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οργή στην κοινωνία ήταν η κυνικότητα με την οποία διέπραττε τα εγκλήματα της. Δεν δολοφονούσε επειδή έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή αλλά για να κατασκευάζει φάρμακα και να κερδίζει χρήματα.

Ο αριθμός των θυμάτων της δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, ενώ κανένας από τους πελάτες της δεν λογοδότησε ποτέ στην δικαιοσύνη.

 

Πηγή:perpetual.gr