Τα τραυματικά παιδικά χρόνια, η επίθεση στον Πάπα, η κλονισμένη ψυχική υγεία και οι κραυγές της για βοήθεια
Στις 3 Οκτωβρίου του 1992 η εθνική αμερικανική τηλεόραση βιώνει μια από τις πλέον αναπάντεχες και σοκαριστικές στιγμές της ιστορίας της. Καλεσμένη της πασίγνωστης ζωντανής εκπομπής «Saturday Night Live» είναι η νεαρή Ιρλανδή ερμηνεύτρια Σινέντ Ο’ Κόνορ η οποία έχει αναλάβει να ερμηνεύσει το τραγούδι του Μπομπ Μάρλεϊ «War» με αφορμή την επέτειο της εμβληματικής αντιρατσιστικής ομιλίας του αυτοκράτορα της Αιθιοποίας Haile Selassieστην, Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, από την οποία ήταν εμπνευσμένο.

Το κορίτσι με τα υπέροχα πράσινα μάτια και το ξυρισμένο κεφάλι εμφανίζεται στο στούντιο, ντυμένο στα λευκά και ξεκινά το τραγούδι χωρίς συνοδεία μουσικής. Κάποια στιγμή όμως, αφήνει άφωνους τους ανθρώπους του σόου αλλά και το παγκόσμιο κοινό, παραλλάσσοντας τους στίχους και εξαπολύοντας μια πρωτοφανή δημόσια επίθεση εναντίον του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ. Σκίζει, μάλιστα, την φωτογραφία του σε ζωντανή μετάδοση, θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για τις κακοποιήσεις παιδιών από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το πλάνο αυτό με την ίδια να χαρακτηρίζει τον Πάπα «διάβολο» είναι μια εικόνα που επρόκειτο να την συνοδεύει σε όλη την μετέπειτα ζωή της αλλά και ο λόγος που καταστράφηκε η καριέρα της προικισμένης τραγουδίστριας που σήμερα εκλιπαρεί για λίγο φαγητό.

 

Το ιστορικό αυτό τηλεοπτικό μανιφέστο της ήρθε την χρονική στιγμή που βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της. Μόλις δύο χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει η εξαιρετική διασκευή της στο τραγούδι του Πρινς «Nothing Compares To You» μέσα από το οποίο η εύθραστη, κρυστάλλινη αλλά και δυναμική συνάμα φωνή της ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλοι μιλούσαν τότε για ένα νέο μουσικό φαινόμενο, μια καινούργια σταρ με μεγάλο ταλέντο και έντονα αντισυμβατική διάθεση. Τίποτα πάνω της δεν παρέπεμπαν σε κάτι άλλο. Η φωνή της, η ερμηνεία της, το ξυρισμένο κεφάλι της, τα φαρδιά ρούχα που έκρυβαν σκόπιμα τις γυναικείες καμπύλες της φανέρωναν πως η Σινέντ Ο’ Κόνορ είχε έρθει για να ταράξει τα νερά της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.

 

Είχε, βλέπετε, εκφράσει από νωρίς την αντισυμβατικότητά της και πριν το το πολυσυζητημένο τηλεοπτικό ξέσπασμά της. Άλλοτε αρνούμενη να αποδεχτεί το βραβείο Γκράμι που κέρδισε για διαμαρτυρηθεί για την εμπορευματοποίηση του θεσμού, άλλοτε αρνούμενη να τραγουδήσει σε συναυλία στο Νιου Τζέρσεϊ η οποία θα ξεκινούσε με τον Αμερικανικό Εθνικό Ύμνο, κι άλλοτε πάλι με την χειροτόνηση της ως γυναίκας – ιερέα. Τότε, όμως, σχεδόν κανείς δεν γνώριζε το σκοτεινό παρελθόν, την απίστευτη σκληρότητα που βίωσε ως παιδί και όλες εκείνες τις πρώιμες δραματικές τραυματικές εμπειρίες που θα σημάδευαν για πάντα την ευαίσθητη ψυχή της.

«Ο μόνος λόγος που αποφάσισα να διαμαρτυρηθώ ήταν για να πω τη δική μου ιστορία που είναι η ιστορία αμέτρητων παιδιών που έχουν κακοποιηθεί από τις οικογένειές τους» θα εξομολογηθεί η ίδια μετά το πολυσυζητημένο τηλεοπτικό ξέσπασμά της. Κι έλεγε την αλήθεια αφού είχε βιώσει πολύ σκληρά στο πετσί της την ενδοοικογενειακή βία και μάλιστα από τα χέρια της ίδιας της μητέρας της. Όταν οι γονείς της πήραν διαζύγιο τα πέντε παιδιά της οικογένειας μοιράστηκαν. Εκείνη ακολούθησε τη μητέρα της η οποία, όμως, την κακοποιούσε συστηματικά. Σε μια προσπάθεια να βγει από αυτόν τον εφιάλτη φεύγει κρυφά από το σπίτι και πηγαίνει να ζήσει με τον πατέρα της ο οποίος στο μεταξύ είχε προχωρήσει σε έναν ακόμη γάμο.

 

 

Η έφηβη Σινέντ κραύγαζε για προσοχή και αγάπη, χρειαζόταν βοήθεια για να γιατρέψει τις πληγές της αλλά, δυστυχώς, δεν της δόθηκαν. Θα αρχίσει λοιπόν να ξεσπά τον θυμό και την πίκρα της μέσα από παραβατικές συμπεριφορές οι οποίες θα οδηγήσουν τον εγκλεισμό της, για 1,5 χρόνο, σε ένα ειδικό κέντρο. Και εκεί, όμως, ο εφιάλτης θα συνεχιστεί. Οι τρόποι που χρησιμοποιούσαν αυτά τα ιδρύματα, που χρηματοδοτούνταν από την εκκλησία, για να σωφρονίσουν τους ανήλικους τροφίμους τους ήταν σκληροί και βίαοι με αποτέλεσμα όχι να σωφρονίζουν αλλά, αντιθέτως, να σπρώχνουν τους βαθιά πληγωμένους νέους σε ακόμη χειρότερα μονοπάτια. Η ίδια είχε κάνει λόγο για διάφορα βασανιστήρια ακόμη και για σεξουαλική κακοποίηση!

 

 

«Όταν ήμουν κοριτσάκι, πέρασα 18 μήνες στο εκπαιδευτικό κέντρο An Grianan, ένα ίδρυμα στο Δουβλίνο για κορίτσια με προβλήματα συμπεριφοράς. Πρόκειται για ένα από τα λεγόμενα “πλυντήρια της Μαγδαληνής”, τα οποία χρηματοδοτεί η Εκκλησία. Δουλεύαμε σε υπόγεια πλένοντας τα ρούχα κληρικών με κρύο νερό και πλάκες σαπούνι. Το An Grianan ήταν προιόν των σχέσεων της ιρλανδικής κυβέρνησης με το Βατικανό – σχέσεις που ήταν θεσμοθετημένες στο Σύνταγμα ως το 1972. Μέχρι το 2007, το 98% των σχολείων διοικούνταν από την Καθολική Εκκλησία. Στα Ιδρύματα για παιδιά με προβλήματα, χρησιμοποιούσαν βάναυσες τεχνικές σωφρονισμού. Ο Πάπας πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τη δράση των υφισταμένων του. Εάν καθολικοί ιερωμένοι κακοποιούν παιδιά, δεν είναι το Δουβλίνο που πρέπει να απαντήσει, αλλά η Ρώμη, ξεκινώντας με την αποδοχή της ευθύνης και μια δικαστική έρευνα. Μέχρι τότε, όλοι οι καλοί καθολικοί πρέπει να απέχουν από τη λειτουργία. ΄Ηρθε η στιγμή να διαχωρίσουμε τον Θεό μας από τη θρησκεία και την πίστη μας από τους υποτιθέμενους ηγέτες της» περιέγραφε χαρακτηριστικά η ίδια.

 

 

Ο θάνατος της μητέρας της, το 1985, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα την συγκλονίσει κι ας μην την συγχώρησε ποτέ για όσα της έκανε. Παρόλα αυτά θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της και να βρει στη μουσική και το τραγούδι παρηγοριά αλλά και ένα δημόσιο βήμα έκφρασης. Αυτό ήταν, εξάλλου, που ήθελε περισσότερο απ’ όλα: να μπορεί να περνά δημόσια μηνύματα για έναν πιο δίκαιο, έναν καλύτερο κόσμο από εκείνον στον οποίο η ίδια καταδικάστηκε να μεγαλώσει.

Την δημόσια επίθεσή της εναντίον του Πάπα, όμως, δεν της την συγχώρησαν οι συντηρητικοί κύκλοι οι οποίοι επέβαλαν την αποπομπή της από το διεθνές σταρ σύστεμ. Βλέποντας πως η Αμερική της έχει κλείσει πια την πόρτα η Σινέντ ο Κόνορ θα επιστρέψει στην πατρίδα της, την Ιρλανδία και θα αποσυρθεί για ένα διάστημα από τα μουσικά δρώμενα απογοητευμένη και βαθιά πληγωμένη για μία ακόμη φορά. Όλη αυτή η πίεση θα κλονίσει την ψυχική της υγεία φέρνοντάς την αντιμέτωπη, όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί παλαιότερα στην τηλεοπτική εκπομπή της Όπρα Γουίνφρεϊ, με την διπολική διαταραχή.

 

Την τελευταία δεκαετία κάθε φορά που ακούμε το όνομα της, αυτό σχετίζεται με κάποιο περίεργο περιστατικό. Εξαφανίζεται κατηγορώντας τους πρώην συζύγους και τα παιδιά της πως την έχουν εγκαταλείψει, απειλεί να αυτοκτονήσει, ασπάζεται το Ισλάμ και αλλάζει όνομα, απευθύνει μέσω των social media παρακλήσεις για βοήθεια… Όλα αυτά όμως είναι συμπεριφορές που οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: Πώς πρόκειται για μια γυναίκα βαθιά τραυματισμένη ψυχικά, που παλεύει χρόνια με τους δαίμονές της και κραυγάζει για αγάπη, προσοχή και συμπαράσταση. Όπως ακριβώς θα έκανε κάθε ανώνυμος άνθρωπος που νιώθει ανήμπορος να τα καταφέρει μόνος. Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι δίπλα μας, κοντά μας, ανάμεσά μας…Απλά δεν ξέρουμε το όνομά τους!

 

Πηγή:protothema.gr