Γ. Τεκίδης: Ο παπάς και ο χωροφύλακας
Του Γ. Τεκίδη
Στα πρόσωπα των δύο αντικατοπτρίζεται η ποιότητα και το βάθος της Ελληνικής Δημοκρατίας διαχρονικά από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Και δεν θα ήταν υπερβολή δίπλα στο Ελληνική Δημοκρατία να προστεθεί και η λέξη παπαδοκρατία. Για μια σειρά λόγους η παραπάνω ελληνική ιδιαιτερότητα όπου κράτος και εκκλησία σφιχταγκαλιασμένοι ασκούν εξ ημισείας την κοσμική εξουσία με την δεύτερη να παρεμβαίνει άμεσα και απροσχημάτιστα στις κρατικές υποθέσεις, υπήρξε αντικείμενο μελέτης από ιστορικούς και ερευνητές στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν την εγχώρια παραδοξότητα. Γιατί πουθενά στην Ευρώπη τουλάχιστον δεν υφίσταται αυτός ο παραλογισμός, αυτό το οξύμωρο πολιτικοθρησκευτικό σύμπλεγμα εξουσίας, όπου αν η εκκλησία δεν συναινεί για ζητήματα που άπτονται αμιγώς κρατικές υποθέσεις που ανήκει η αρμοδιότητα τους στην εκλεγμένη από τον λαό κυβέρνηση, να μην προχωρά τίποτα. Να μετατρέπεται η εκκλησία και η ιερά σύνοδος συχνά σε πολιτική συλλογικότητα, σε κόμμα που άλλοτε αντιπολιτεύεται και άλλοτε εκθειάζει κυβερνήσεις, ανάλογα με το τι η ίδια προκρίνει ακόμη και για ζητήματα που δεν την αφορούν.
Ριζωμένη είναι στη συνείδηση του κόσμου εδώ και δεκαετίες τώρα για μια σειρά λόγους που δεν είναι του παρόντος, ότι η εξουσία στη χώρα μας είναι δισυπόστατη εκ των πραγμάτων και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Την μισή ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση και την άλλη μισή με πλάγιους τρόπους η εκκλησία. Χαρακτηριστική είναι η φράση των συμπολιτών μας της υπαίθρου κυρίως στην μετεμφυλιακή περίοδο «ο παπάς και ο χωροφύλακας έχουν το κουμάντο του τόπου», τότε που ο πρώτος ως άτυπος φαινομενικά πολιτειακός παράγοντας από άμβωνος στη διάρκεια της κυριακάτικης λειτουργίας στην εκκλησία, διάβαζε μεγαλόφωνα την δήλωση μετανοίας του εξόριστου… Εαμοσυμμορίτη συγχωριανού του που αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό και τας παραφυάδας αυτού.
Έτσι και σήμερα η αποθράσυνση των… υπηρετών του Ιησού και οι καθημερινές τους προκλήσεις είναι στην ημερήσια διάταξη. Συντασσόμενη η πλειοψηφία τους με τα ακραία μισαλλόδοξα, εθνικιστικά και ρατσιστικά κηρύγματα, έχει μετατρέψει παλαιότερα μα και πρόσφατα το εκκλησιαστικό βήμα αγάπης, ανοχής και κατανόησης που κήρυξε Εκείνος, σε βήμα μίσους και εχθρότητας προς εκείνους, ξένους και ντόπιους που έχουν την ανάγκη της βοήθειας και του παρηγορητικού της λόγου. Ο περίφημος διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους στα πλαίσια ενός λογικού εκσυγχρονισμού της πολιτείας, χρόνια τώρα καρκινοβατεί και όποτε έγινε κάποια απόπειρα από πλευράς του κράτους, αυτή τάφηκε άκλαυτη.
Έτσι άδοξα έληξε προς το παρόν τουλάχιστον και η τελευταία προσπάθεια από πλευράς της προηγούμενης κυβέρνησης ώστε κράτος και εκκλησία να συμφωνήσουν σε κάποια πράγματα στην κατεύθυνση δρομολόγησης του πολυπόθητου χωρισμού και της μη ανάμειξης στις υποθέσεις του ενός από τον άλλο. Νωπές στη μνήμη μας είναι ακόμα οι εικόνες της τηλεόρασης στις οποίες πρωθυπουργός και προκαθήμενος της εκκλησίας αλληλοσυγχαίρονται για την εκατέρωθεν επίδειξη σοβαρότητας, μετριοπάθειας και γενναιότητας που είχαν σαν αποτέλεσμα την υπογραφή εκείνης της συμφωνίας. Της συμφωνίας που απροσχημάτιστα κατάγγειλε η πλειοψηφία της ιεράς συνόδου, ξεσηκώνοντας και τον κλήρο σε ένα ανένδοτο κατά του άθεου Τσίπρα, αγώνα. Για να ακολουθήσει λίγο αργότερα κάτω από ένας Θεός ξέρει ποιές πιέσεις και απειλές, νέα δημόσια ταπεινωτική για τον ίδιο δήλωση του αρχιεπισκόπου «η συμφωνία θεωρείται ως μη γενόμενη».
Καταχρώμενοι στο διηνεκές το αγνό θρησκευτικό συναίσθημα μεγάλης μερίδας των συμπολιτών μας, αρχιερείς και κλήρος, μετατρεπόμενοι σε μια σκληρή σέκτα διαφύλαξης προνομίων και ωφελημάτων, συνεχίζουν να προκαλούν μη σεβόμενοι ούτε την αξία της ανθρώπινης ζωής. Τι άλλο δείχνει η περιφρόνηση τους σε όσα συστήνουν εν καιρώ πανδημίας επιστήμονες στο χώρο της υγείας, εμμένοντας σε μεταφυσικές και προμεσαιωνικές δοξασίες για την ανυπαρξία κινδύνου από τον συνωστισμό στις εκκλησίες και την θεία μετάληψη;
Την σκοτεινή εικόνα του σημερινού κλήρου, την εικόνα που θλίβει και Εκείνον το κήρυγμα του οποίου υποτίθεται ότι υπηρετούν, σώζει μια μικρή μειοψηφία ιερέων και ελαχιστότατοι αρχιερείς όπως ο Αναστάσιος Αλβανίας, που επιμένουν κόντρα στο μίζερο, μικρόψυχο και αναχρονιστικό εκκλησιαστικό κατεστημένο, να πορεύονται αδιάλλακτα και με κόστος δίπλα στον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη, είτε αυτή είναι σκουρόχρωμη, είτε λευκή.
Είναι όμως λίγοι, μα τόσο λίγοι.