H άκρως τρελή και απίθανη απαγωγή της ιδιοκτήτριας του «Grand Hôtel» των Καννών
Ξεκίνησε στη Γαλλία η δίκη της υπόθεσης απαγωγής της Ζακλίν Βεριάκ, ιδιοκτήτριας του διάσημου ξενοδοχείου όπου διαμένουν οι αστέρες του κινηματογράφου στις Κάννες, με κύριους ενόχους έναν Ιταλό ιδιοκτήτη εστιατορίου, έναν Γάλλο πρώην παπαράτσο-ιδιωτικό επιθεωρητή γνωστό με το παρατσούκλι «Τεν Τεν» και έναν Βρετανό πρώην καταδρομέα
Παρότι η ημερομηνία δείχνει 24 Οκτωβρίου 2016, το πλήθος έχει κατακλύσει από νωρίς την Κρουαζέτ. Η ημέρα είναι ηλιόλουστη και πολλοί είναι εκείνοι που ακόμα κάνουν μπάνιο στην παραλία. Η ιδιοκτήτρια του «Grand Hôtel», Ζακλίν Βεριάκ, του διάσημου ξενοδοχείου στο οποίο διαμένουν οι αστέρες του κινηματογράφου για το Φεστιβάλ των Καννών, εξέρχεται από το ωραίο της διαμέρισμα στον γειτονικό στην Κρουαζέτ δρόμο Εμιλιά, στην ωραία «γειτονιά των μουσικών», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, στο κέντρο των Καννών.
Προτού καν προλάβει να βγάλει από την τσάντα τα κλειδιά της για να επιβιβαστεί στο 4×4 τζιπ της, δύο άνδρες την άρπαξαν και αφού τη γρονθοκόπησαν, την έβαλαν στο αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς το βουλεβάρτο Γκαμπετά. Μόνο που ο γείτονάς της φαρμακοποιός πρόλαβε και είδε τη σκηνή που του έκανε κάτι σαν déjà vu, μια που δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από την τελευταία φορά που η ίδια γυναίκα έπεφτε θύμα απαγωγής με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πάλι από δύο αγνώστους. Μόνο που τότε ήταν ο ταχυδρόμος που είχε προλάβει να κλείσει τον δρόμο, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν το αυτοκίνητο και να τραπούν σε φυγή.
Υπόθεση για ταινία
Ολα αυτά σημαίνουν την αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας για την 76χρονη Ζακλίν Βεριάκ, ευτυχώς με αίσιο τέλος, που ενέπλεκε τον ίδιο ύποπτο της πρώτης απαγωγής: τον μεγάλο της εχθρό, Ιταλό ιδιοκτήτη εστιατορίου Τζουζέπε Σερένα. Εκτός από αυτόν, οι άλλοι δύο συνεργοί ήταν ένας πρώην παπαράτσο και νυν ιδιωτικός επιθεωρητής, ο Λουκ Γκούρσολα, γνωστός με το ψευδώνυμο «Τεν Τεν», και ένας Βρετανός πρώην καταδρομέας, ο Φίλιπ Ντάντον. Ολοι μαζί, μια ετερόκλητη παρέα που μοιάζει με θίασο βγαλμένο από ταινία του Λουί Ντε Φινές, αποφάσισαν να στήσουν μια επιχείρηση απαγωγής με σκοπό το χρήμα, εμπλέκοντας και άλλους ενδιάμεσους, όπως τον οδηγό του κλεμμένου αυτοκινήτου με το οποίο άρπαξαν την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, και τον άνθρωπο που κρατούσε τσίλιες, φίλο του Σερένα, επίσης Ιταλό. Στη δίκη που ξεκίνησε μόλις πριν από λίγες ημέρες στη Γαλλία έρχονται κάθε μέρα στο φως νέα στοιχεία, όπως το ότι τελικά ο στενότερος συνεργάτης του ιδιοκτήτη, Φινλανδός σεφ, αποδείχθηκε αθώος, όπως επίσης και ο απίστευτος ερασιτεχνισμός των εμπλεκομένων.
Οι διάλογοι που εκτυλίσσονται στην αίθουσα του δικαστηρίου και δημοσιεύονται σε συνέχειες σαν καλοστημένη νουβέλα στον γαλλικό Τύπο είναι παραπάνω από απολαυστικοί, ενώ τα πρόσωπα συνιστούν από μόνα τους πρωταγωνιστές ενός ευφάνταστου μυθιστορήματος. Καταρχάς η ίδια η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, μια grande dame από τις παλιές, καλές οικογένειες, μητέρα δύο παιδιών, αγαπητή στην τοπική κοινωνία και ιδιαίτερα ατρόμητη, κάτι που τη βοήθησε και στο να μπορέσει να γλιτώσει την πρώτη φορά από τους απαγωγείς της, το 2013. Παρότι τότε είχε κοντέψει να πέσει και πάλι θύμα απαγωγής και της προσφέρθηκε η δυνατότητα προσωπικής ασφάλειας, εκείνη την αρνήθηκε, συνεχίζοντας να περιφέρεται αμέριμνη στην πόλη, κάνοντας μάλιστα και τα απαραίτητα για την ίδια κοσμοπολίτικα ταξίδια στο εξωτερικό.
Ο γείτονάς της φαρμακοποιός, που υπήρξε και το πρόσωπο-κλειδί, είχε πάντα στον νου του τη Βεριάκ, η οποία εκτιμούσε εξίσου τόσο τον ίδιο όσο και τους υπόλοιπους γείτονές της καταστηματάρχες. Είναι αυτός που πρόλαβε να αποτυπώσει ξεκάθαρα λεπτομέρειες από τους απαγωγείς της και προσφέρθηκε να βοηθήσει τις Αρχές, ξετυλίγοντας το κουβάρι της παράξενης εξαφάνισής της.
Στον εντοπισμό του ενόχου βοήθησε βέβαια και η χρόνια αντιπαράθεση που είχε η Βεριάκ με τον πρώην συνεργάτη της, Ιταλό Τζουζέπε Σερένα, με τον οποίο βρίσκονται ακόμα στα δικαστήρια για οικονομικές διαφορές. Ο ίδιος βρέθηκε στη Νίκαια ύστερα από αποτυχημένες απόπειρες να μακροημερεύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Τοσκάνη, στην αρχή κατεβαίνοντας στις τοπικές εκλογές για δήμαρχος και στη συνέχεια ως ιδιοκτήτης μικρού καζίνο που έπεσε έξω, αφού δεν κατάφερε ποτέ να εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια. Ο τυχοδιωκτισμός τον έφερε αρχές του 2000 στις Κάννες, όπου ο κριτής γαστρονομίας Ζακ Γκαντιέ του έδωσε την ιδέα να εκμεταλλευτεί την πλούσια πελατεία του και να μετατρέψει το μικρό ιταλικό εστιατόριο σε πολυτελείας. Του βρήκε μάλιστα και τον κατάλληλο σεφ, έναν Φινλανδό με το όνομα Ζόνι Τορμανέν, έναν όμορφο, ψηλό ξανθό με γαλάζια μάτια που είχε μαθητεύσει στις κουζίνες του Ντουκάς στο Μονακό.
Το εστιατόριό τους, «L’Atelier du goût», έκανε τη διαφορά, αφού προσέφερε φρέσκα προϊόντα κατευθείαν από την Ιταλία, διέθετε ωραία τραπεζομάντιλα, μαγική θέα, μινιμαλιστικό ντεκόρ και τον εξαίρετο, φυσικά, σεφ, ο οποίος εξασφάλισε σύντομα στο εστιατόριο το πρώτο αστέρι Michelin. Ενας συγγραφέας τοπικών οδηγών που ανακρίθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας για την απαγωγή, είχε καταθέσει πως τότε δεν υπήρχε τίποτα το ύποπτο στις κινήσεις των δύο επιχειρηματιών, λέγοντας ότι «ο νεαρός Φινλανδός ήταν εξαιρετικά διακριτικός, αναγνωρισμένος σεφ, και ο ιδιοκτήτης εξαιρετικά ευγενής, που έδινε μάλιστα την εντύπωση ενός ανθρώπου της ανώτερης τάξης» – τουλάχιστον αυτά τα λόγια παραθέτει στο δικό της ρεπορτάζ η εφημερίδα «Parisien».
Απόδειξη της καλής φήμης του γνωστού διδύμου ήταν και η σοβαρή πρόταση που ήρθε από την ιδιοκτήτρια του δεύτερου μεγαλύτερου ξενοδοχείου των Καννών μετά το «Carlton», να αναλάβουν το φημισμένο της εστιατόριο «La Réserve», ένα από τα πιο διάσημα στη Νίκαια, το οποίο ωστόσο παρέμενε κλειστό ελλείψει καλού μάνατζερ. Ο Τζουζέπε Σερένα μαζί με τον Φινλανδό σεφ έκαναν θαύματα, αφού πολύ γρήγορα το μέρος απέκτησε απίστευτη φήμη, με το τρομερό μενού, την εντυπωσιακή αίθουσα στο κεντρικότερο μέρος της Κορνίς με εντυπωσιακή θέα και την ωραία art deco διακόσμησή του.
Ωστόσο οι πολύ ακριβές τιμές και η άρνηση του Σερένα να προχωρήσει σε ανακαίνιση, αφήνοντάς το στην τύχη του, απομάκρυναν σταδιακά τον κόσμο που έμαθε να πηγαίνει σε πιο μοδάτα μέρη. Το εστιατόριο έκλεισε κι έτσι ο μάνατζερ με την ιδιοκτήτριά του βρέθηκαν στα δικαστήρια για το ποιος ακριβώς ήταν υπεύθυνος και δικαιούται αποζημίωσης. Ο Τζουζέπε δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί ξανά στα πόδια του και η πλούσια εχθρός του τού έγινε εμμονή. Μια σειρά από χρέη τον οδήγησαν σε απόγνωση και τα λίγα χρήματα που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει δεν του επέτρεψαν να βάλει μπροστά το νέο επιχειρηματικό του σχέδιο, το εστιατόριο «Le Coco Beach». Κάπου εκεί άρχισε να ψάχνει εναλλακτικές. Την ίδια στιγμή δύο Ιταλοί και ένας Βρετανός αποφάσισαν να αφήσουν πίσω το αγγλονορμανδικό νησί Τζέρσεϊ όπου διέμεναν και να μεταβούν στην κοσμοπολίτικη γαλλική Ριβιέρα. Ο Ιταλός Ενρίκο Φοντανέλα τους είπε πως έχει σχέσεις με την ιταλική κοινωνία της Νίκαιας όπου μπορούσαν να κάνουν διάφορες δουλειές.
Ο πιο στενός του φίλος είναι ο Τζουζέπε Σερένα και αυτόν πήγαν να συναντήσουν έναν χρόνο μετά την πρώτη απαγωγή, την οποία εκείνοι αγνοούσαν επειδή στο μυαλό του υποτίθεται είχε διάφορα κερδοφόρα σχέδια. Ο Ενρίκο έφτασε στη Νίκαια από το Τζέρσεϊ έχοντας μαζί του έναν παλιόφιλο, τον Φίλιπ Ντάτον, έναν πρώην στρατιώτη του βρετανικού στρατού, που ένας σοβαρός τραυματισμός στο Αφγανιστάν τον κράτησε μακριά από τα πεδία της μάχης. Η ικανότητά του, όμως, να χειρίζεται επιδέξια διάφορα όπλα και το γυμνασμένο του κορμί του έδιναν τη δυνατότητα να εξασφαλίζει διάφορες δουλειές προσωπικής φύλαξης και παροχής επιπλέον υπηρεσιών σε πλούσιες κυρίες.
Μόνο που αυτή τη φορά η δουλειά θα είναι κάπως διαφορετική.
Παράλληλα στις Κάννες ο κάπως γραφικός πλέον Τζουζέπε Σερένα εξακολουθούσε να κάνει τη δουλειά του με έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό τρόπο που θυμίζε αποτυχημένο ντετέκτιβ σε ταινίες: από παπαράτσο πρώτης γραμμής που κάποτε απαθανάτιζε την πριγκίπισσα Καρολίνα, αναλάμβανε διάφορες ιδιωτικές υποθέσεις μοιχείας για να βγάζει τα προς το ζην. Ενίοτε έβαζε και τον αστυνομικό φάρο πάνω στο παλιό του Renault προκαλώντας θόρυβο, αλλά οι αστυνομικοί που τον γνώριζαν τον άφηναν. Ενίοτε επέστρεφε στα παπαρατσικά του κόλπα όποτε τον καλούσαν στα φεστιβάλ κινηματογράφου, ο οποίος μάλιστα σε κάποιο από αυτά κατάφερε να απαθανατίσει την Αντζελίνα Τζολί και τον Μπραν Πιτ, κερδίζοντας ένα σημαντικό ποσό. Τώρα, όμως, οι δουλειές ήταν λίγες και η ανάγκη παρακολούθησης τον έστειλε ολοένα και πιο κοντά στην παρανομία.
Κάποια στιγμή, μια υπόθεση παρακολούθησης τον ανάγκασε να περάσει ώρες στη Florida Beach που συνορεύει με την περίφημη Promenade des Anglais. Με τον Βρετανό πρώην καταδρομέα είχαν, αμφότεροι, αγάπη για τα όπλα, την περιπέτεια και όλες αυτές τις απίστευτες ιστορίες που έχουν ζήσει, οι οποίες γεμίζουν άπειρες σελίδες για μυθιστόρημα. Ο «Τεν-Τεν» τον βοήθησε να βελτιώσει τα αγγλικά του και τον έφερε σε επαφή με διάφορους παράξενους «ήρωες» της σκοτεινής όχθης. Αρχισαν να συχνάζουν στα τοπικά εστιατόρια και κάποια στιγμή ο κοινός τους κρίκος τους έβαλε στο σχέδιο: τα χρήματα που θα έπαιρναν από την πλούσια ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου θα έβαζαν τέρμα στη φτωχική ζωή τους, που ανάγκαζε τον Βρετανό να κοιμάται στην πλαζ, αφού ο καιρός ήταν ακόμα καλός και δεν χρειαζόταν να ξοδεύει τα ελάχιστα χρήματα που έβγαζε ως διασώστης σε ξενοδοχεία.
Πώς απέτυχε το σχέδιο
Το σχέδιο, που έμοιαζε καλά οργανωμένο, θα υλοποιούταν προς τα τέλη Οκτωβρίου, μία ημέρα που η Ζακλίν Βεϊράκ δεν θα συνοδευόταν από κάποιον από τους δυο γιους της. Αδειασαν το κλεμμένο βαν, έριξαν τα πίσω καθίσματα, προμηθεύτηκαν με τα απαραίτητα ηρεμιστικά τα οποία θα της έδιναν ώστε να μην αντιδρά και φυσικά χειροπέδες. Τα τηλεφωνήματα, ωστόσο, που έκανε ο Βρετανός πρώην στρατιώτης στον γιο της έμειναν αναπάντητα, όπως και τα μηνύματα που άφησε στον τηλεφωνητή. Πέταξε το τηλέφωνο επειδή ενδεχομένως να βοηθούσε τις Αρχές να τους εντοπίσουν και αποφάσισε να προμηθευτεί ένα άλλο καρτοκινητό, στέλνοντας αυτή τη φορά γραπτά μηνύματα στον αποδέκτη, τα οποία, κατά παράδοξο τρόπο, δεν έφτασαν ποτέ. Η δε Βεϊράκ που ήταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κάποια στιγμή ζήτησε να κάνει την ανάγκη της, με τους απαγωγείς να μην έχουν ακόμα αποφασίσει πού θα την πάνε.
Τα χέρια της είχαν αρχίσει να πληγιάζουν από την προσπάθειά της να απαλλαγεί από τις χειροπέδες. Στην απελπισία τους και επειδή έπρεπε να αλλάζουν μέρη για να μη γίνουν αντιληπτοί, ανέβασαν το λευκό βανάκι με τις πλαστές πινακίδες σε έναν δρόμο πάνω από το παραθαλάσσιο θέρετρο, από το οποίο σπάνια περνούσε κάποιος.
Ο οδηγός βγήκε να πάρει τηλέφωνο και ο συνεργός του πετάχτηκε σε γειτονικό καφενείο. Τότε η Βεϊράκ βρήκε ευκαιρία και χτύπησε με τα πόδια και φυσικά όση δύναμη είχε το αυτοκίνητο προκειμένου να γίνει αντιληπτή: για καλή της τύχη περνούσε εκείνη τη στιγμή κάποιος από εκεί, ο οποίος άκουσε τον θόρυβο, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις πινακίδες του λευκού βαν και αποφάσισε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του. Η γυναίκα ελευθερώθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην αργήσουν να εντοπιστούν και να αναγνωριστούν οι δράστες: ο ερασιτέχνης επιθεωρητής ομολόγησε, πάνω στον πανικό του, ότι ήταν μεν ενήμερος για την υπόθεση, αλλά ότι δεν είχε καμία εμπλοκή -ισχυρισμός που αναιρέθηκε στην πορεία- και ο Βρετανός στρατιώτης να αποκαλύψει ποιος πραγματικά είναι ο ένοχος: εν προκειμένω ο νούμερο ένα ύποπτος, πρώην συνεργάτης της Βεϊράκ, κάτι που δείχνει ότι η ιστορία δεν έχει καμία σχέση με τα αστυνομικά της Αγκάθα Κρίστι όπου κανείς δεν υποπτεύεται ποιος έχει διαπράξει το έγκλημα. Εδώ ο ένοχος είναι αυτός που φαινόταν εξαρχής, μόνο που ο ίδιος ο Τζουζέπε Σερένα ακόμα και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά το έγκλημα και έγκλειστος στη φυλακή, αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη και κατηγορία.
Η τραγελαφική δίκη
Ολα αυτά θα έμοιαζαν με υλικό μυθιστορήματος αν όλα όσα συμβαίνουν στη δίκη δεν τα μετέτρεπαν σε κωμωδία – ακόμα και ο δικαστής αναγκάστηκε να αναφωνήσει πως εκπλήσσεται με τον ερασιτεχνισμό της υπόθεσης και τις απανωτές γκάφες των απαγωγέων. Ο πρώτος ισχυρισμός του Τζουζέπε Σερένα προς τον πρόεδρο του δικαστηρίου Πατρίκ Βερόν ήταν ότι πρόκειται για κακοδικία και ότι ο ίδιος υφίσταται ρατσιστικού τύπου δίωξη επειδή είναι Ιταλός! «Βρεθήκατε στη φυλακή όχι επειδή είστε Ιταλός, αλλά επειδή κατηγορείστε για οργάνωση ενός ανήκουστου εγκλήματος», ήταν η απάντησή του, με την εφημερίδα «Parisien» να δημοσιεύει τα πρακτικά της δίκης. Ο κατηγορούμενος όχι μόνο αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν το όνομά του ως κατεξοχήν αυτουργού για να τύχουν μεγαλύτερης εύνοιας από το δικαστήριο.
Ο ίδιος είπε μάλιστα ότι όλα τα σχεδίασε ο φίλος του, Ενρίκο Φοντανέλα, ο οποίος δεν παρέστη στο δικαστήριο για λόγους υγείας, και ότι αυτός είναι που του γνώρισε και τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους στην υπόθεση. «Ολοι είχαν σκεφτεί ότι σε περίπτωση που κάτι στραβώσει θα τα ρίξουν σε μένα»,
είπε ο κατεξοχήν ένοχος, λέγοντας πως γνώρισε τον Φίλιπ Ντάτον ως υποτιθέμενο οικονομικό μεσάζοντα σε ένα μελλοντικό επιχειρηματικό σχέδιο. Στην ερώτηση του προέδρου πώς γίνεται να είναι οικονομικός μεσάζων ένας άνθρωπος που τα βράδια κοιμάται σε πλαζ, ο κατηγορούμενος απάντησε «φανταζόμουν ότι στο Τζέρσεϊ μπορεί να είναι πάμπλουτος», κάνοντας τους δημοσιογράφους που παρακολουθούν τη δίκη με κλήρωση λόγω κορωνοϊού, να ξεσπάσουν στα γέλια.
Ο μόνος που παραδέχτηκε εξαρχής την ενοχή του είναι ο Βρετανός, ο οποίος ομολόγησε ότι εκείνος έστειλε τα μηνύματα -τα οποία δεν πήγαν ποτέ- και άφησε τη φωνή στον τηλεφωνητή, κάτι που βοήθησε και στον εντοπισμό του. «Αν έχω καταλάβει καλά, δεν είχατε καν σκεφτεί plan B σε περίπτωση που δεν ανταποκρίνονταν στο αίτημά σας, δηλαδή πού θα πηγαίνατε το θύμα, σε ποιο καταφύγιο ή με ποιο αμάξι», είπε έκπληκτος ο πρόεδρος μην μπορώντας να πιστέψει τον ερασιτεχνισμό της συμμορίας για να πάρει την καταφατική απάντηση του Βρετανού πρώην στρατιώτη, ο οποίος είπε ότι δεν υπήρχε άλλο σχέδιο. Η δίκη συνεχίζεται και αναμένεται να κρατήσει για καιρό, προκαλώντας το ενδιαφέρον του γαλλικού κοινού και των γαλλικών μέσων ενημέρωσης. Ισως είναι και ο μόνος τρόπος για να ξεχάσουν οι Γάλλοι τις δύσκολες αυτές ημέρες του κορωνοϊού με μια ιστορία που μοιάζει πραγματικά βγαλμένη από μυθιστόρημα.
Πηγή:protothema.gr