Πανευρωπαϊκή πρωτιά για την Ελλάδα στη σπατάλη τροφίμων
Tα ελληνικά νοικοκυριά σπαταλάνε 142 κιλά τροφίμων ετησίως κατά κεφαλήν, που σημαίνει ότι μια τετραμελή οικογένεια πετά πάνω από μισό τόνο.
Σε σύγχρονη μάστιγα με πολλαπλές συνέπειες, οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές εξελίσσεται η σπατάλη τροφίμων, το λεγόμενο «food waste», στον σύγχρονο δυτικό κόσμο.
Χαρακτηριστικό του προβλήματος είναι ότι εάν η ποσότητα των τροφίμων που πετιούνται στα σκουπίδια κάθε χρόνο ήταν χώρα θα ήταν η τρίτη κατά σειράν με τις υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, καθώς, όταν τα τρόφιμα σαπίζουν, εκπέμπουν μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα.
Οι πόροι που δαπανώνται κάθε χρόνο για να παραχθούν τρόφιμα που δεν θα καταναλωθούν αντιστοιχούν σε μια έκταση όσο είναι η Κίνα.
Ο Διευθυντής της Ελληνικής Τράπεζας Τροφίμων κ. Δημήτρης Νέντας, μιλώντας Voria.gr, τονίζει ότι η σπατάλη τροφίμων είναι ένα μεγάλο πρόβλημα με διαστάσεις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές, με τον ΟΗΕ να το εντάσσει στους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και Διεθνείς Οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Υγείας αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, να σχεδιάζουν τρόπους δράσεις και αντιμετώπισης του.
Αναφορικά με τη σπατάλη τροφίμων στη Ελλάδα, ο κ. Νέντας αναφέρει ότι σε σχετική έρευνα που πραγματοποίησε το «Χαροκόπειο» Πανεπιστήμιο διαπιστώθηκε ότι τα ελληνικά νοικοκυριά σπαταλούν 142 κιλά τροφίμων ετησίως κατά’ κεφαλήν. Δηλαδή, για παράδειγμα, ένα μέσο νοικοκυριό με 4 άτομα σπαταλά 142 κιλά Χ 4 άτομα, το χρόνο, που συνολικά αντιστοιχεί σε κάτι παραπάνω από μισό τόνο ανά νοικοκυριό.
Σύμφωνα και με έρευνα του Οργανισμού Περιβάλλοντος του ΟΗΕ, η χώρα μας είναι μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη κατά κεφαλήν ετήσια σπατάλη τροφίμων, συγκεκριμένα με 142 κιλά, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 74 κιλά.
Στην Ευρώπη κατέχουμε την αρνητική πρωτιά. Στη δεύτερη χειρότερη θέση βρίσκεται η Μάλτα με 129 κιλά και στην τρίτη η Ουγγαρία με 94 κιλά, ενώ ακολουθούν το Λουξεμβούργο με 90 κιλά και η Γαλλία με 85. Συνολικά στη χώρα μας πετιούνται κάθε χρόνο στα σκουπίδια 1,484 εκατ. τόνοι τροφίμων.
Σύμφωνα με τον κ. Νέντα η σπατάλη τροφίμων προέρχεται είτε από το φαγητό που μαγειρεύτηκε και περίσσεψε ή από ένα τρόφιμο που έμεινε ξεχασμένο στο ράφι, μέχρι ένα λαχανικό, πχ καρότο που βγήκε στραβό και δεν το αγόρασε ο καταναλωτής από τη λαϊκή ή δεν το δέχεται το Σούπερ Μάρκετ να το αγοράσει από τον αγρότη, ακόμη και από μια συσκευασία μακαρόνια που θα λήξει σε 1-1,5 μήνα και ο καταναλωτής δεν θα το αγοράσει με συνέπειες οι αλυσίδες να το πετάνε ή το καταστρέφουνε.
Σημειώνει ότι στην Ελλάδα έπρεπε να έχει θεσπιστεί νόμος για τη σπατάλη τροφίμων από το 2017, μετά από σχετική οδηγία της Ε.Ε., ωστόσο αυτό έγινε μετά από καθυστερήσεις, με τον νέο Περιβαλλοντικό νόμο.
Για τον λόγο αυτόν, επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ακόμη μηχανισμός που να καταγράφει επίσημα την ποσότητα της σπατάλης τροφίμων αλλά και την κατηγοριοποίησής τους.
«Για το 2021, έχουμε υποχρέωση να στείλουμε του χρόνου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις μετρήσεις μας, αυτό δεν ξέρω πώς θα γίνει, αν και το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια κινητικότητα προς αυτή την κατεύθυνση από το υπουργείο Περιβάλλοντος και το Υυπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, σε συνεργασία με κάποια Πανεπιστήμια και εταιρείες, για να προσεγγίσουν το θέμα», επισημαίνει.
«Εμείς ως τράπεζα τροφίμων, μιλάμε με τις εταιρείες, προσπαθούμε να τις ευαισθητοποιήσουμε, τους λέμε το πρόβλημα, ώστε να μπουν σε μια διαδικασία να κοιτάξουν εσωτερικά τα logistics τους και αυτό που βλέπουν ότι δεν θα πουληθεί για οποιοδήποτε λόγο, αντί να το πετάξουν, να το δώσουν σε εμάς. Για παράδειγμα τους λέμε ότι ένα φορτηγό με τρόφιμα αντί να το στείλουν στη χωματερή, ας έρθει λίγες ημέρες νωρίτερα, προτού αλλοιωθούν τα προϊόντα, στις εγκαταστάσεις μας, ώστε να το διανύουμε σε πολίτες που έχουν ανάγκη» λέει.
Ο κ. Νέντας προτείνει μια πρακτική λύση ώστε να προληφθεί η σπατάλη: «Το κάθε νοικοκυριό να ψωνίζει βάση προγραμματισμού με μια λίστα, όπως για παράδειγμα τι θα μαγειρέψει την επόμενη εβδομάδα, οπότε να είναι πιο στενευμένες οι αγορές, το οποίο φυσικά εάν εφαρμοστεί θα σημάνει και εξοικονόμηση χρημάτων».
Η Ελλάδα στις πρώτες θέσεις στην ΕΕ στην επισιτιστική ανασφάλεια
Συγκλονιστικά είναι επίσης τα στοιχεία στη χώρα μας, βάση έρευνας της Eurostat, αναφορικά με την επισιτιστική ανασφάλεια των Ελλήνων, καθώς για το 2019 ήταν 11,7% και 11,6% για το 2018, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το 2019 ήταν 6,5% και για το 2018 6,8%. Να σημειωθεί ότι το 11,7%, αντιστοιχεί σε πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό της επισιτιστικής ανασφάλειας στην Ελλάδα το 2010 ήταν 7,9%. Παρατηρείται δηλαδή μια αύξηση μέχρι το 2019 κατά 48%, από τις μεγαλύτερες στην ΕΕ.
Σύμφωνα με την Eurostat, η επισιτιστική ανασφάλεια μετράται ως η αδυναμία ενός ατόμου να περιλαμβάνει η διατροφή του κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, και είναι ένα υπό-μέρος του δείκτη «ποσοστό ατόμων με υλικές στερήσεις». Ένας άνθρωπος βρίσκεται σε επισιτιστική ανασφάλεια όταν δεν έχει ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων, ώστε να έχει μια σωστή βιολογική ανάπτυξη και δραστηριότητα.