Πολύκαρπος Αδαμίδης: Δύση και Ουκρανία
Οι τοποθετήσεις, ελιγμοί και συνεννοήσεις των μεγάλων χωρών και συμμαχικών σχηματισμών του Δυτικού κόσμου, για την Ουκρανία, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αποτυπωθεί, ο ρόλος και η ισχύς ενός εκάστου εξ αυτών. Είναι μια αναγκαία αποτίμηση, που προιδεάζει για τις εξελίξεις, αλλά και για το εύρος των προσδοκιών και επιρροής των διαμορφωτών του διεθνούς σκηνικού. Αντίστοιχα οφείλουμε να συνάγουμε συμπεράσματα για τις επιλογές και την προοπτική μας.
Εν πρώτοις, είναι κοινή η πεποίθηση ότι η Ρωσία, δε θα διστάσει να εισβάλει. Για την ορολογική ακρίβεια, θα συνεχίσει την εισβολή της, δεδομένου ότι έχει εγκαταστήσει και παγιώσει τα προγεφυρώματά της στην περιοχή του Ντονμπάς. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η Ανατολική Ουκρανία, θα αποτελέσει το μοναδικό εφαλτήριό της. Ρωσικά στρατεύματα έχουν αναπτυχθεί, στη Βόρεια και τη Νότια Ουκρανική μεθόριο.
Έναντι αυτών των σχηματισμών, οι Ουκρανικές δυνάμεις στην παρούσα φάση, θα έχουν θεωρητικά τη δυνατότητα να αναζητήσουν τη βοήθεια της Νατοικής δύναμης 6.000 στρατιωτών, που έχουν αναπτυχθεί σε τέσσερις χώρες, όμορες με τη Ρωσία. Είναι η δύναμη που σε συνδυασμό με την ανάπτυξη στρατηγικών όπλων σε Βουλγαρία και Ρουμανία, εκλαμβάνεται ως κατεξοχήν απειλή από τους Ρώσους για την ασφάλειά τους.
Κι ενώ όλοι στη Δύση συμφωνούν, ότι η εισβολή αποτελεί βασική επιλογή του Προέδρου Πούτιν, την ίδια στιγμή με πράξεις, δηλώσεις και επιδερμικές αναλύσεις, διευκολύνουν τη Ρωσική Προπαγάνδα.
Όταν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν αποτελούν τμήμα της. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αποτελεί η διαρκής αμφισβήτηση της βοήθειας και του αποτρεπτικού ρόλου των ΗΠΑ. Της μόνης χώρας, που και ιστορικά, αλλά και λόγω δυνατοτήτων, ήταν και είναι ο παράγοντας ανάσχεσης της Σοβιετικής αρχικά και στη συνέχεια της Ρωσικής προέλασης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ευρύτερα στον Δυτικό κόσμο.
Οι ιδιότυποι ιέρακες σπεύδουν να καυτηριάσουν δηλώσεις και να παραπονεθούν για υποβάθμιση και περιθωριοποίηση του Ευρωπαικού ρόλου, όταν ένας έκαστος εξ αυτών, έχει τη δική του μονοθεματική, αν όχι κοντόφθαλμη ατζέντα. Αρχής γεγομένης από τις λεγόμενες τρεις τίγρεις της Βαλτικής, αλλά και την Πολωνία, που εν πολλοίς αντιμετωπίζουν τη Δύση και τις μεγάλες της συμμαχίες, ΝΑΤΟ και ΕΕ, ως μέσα για την επίλυση των ιστορικών τους διαφορών με τη Ρωσία. Μια προσέγγιση, που τείνει υπό προυποθέσεις και εφόσον συνεχιστεί να τους αναδείξει σε μέρος του προβλήματος. Από κοντά είναι και η αμετροέπεια. Ακόμα ηχεί τουλάχιστον παράταιρη η δήλωση του Ουκρανού Προέδρου, ότι ηγείται μιας μεγάλης δύναμης.
Αλλά και στις κινητήριες δυνάμεις της Ευρώπης, ανιχνεύονται, κατά την πλέον κομψή εκτίμηση, εστίες διαφοροποίησης και εγγενούς δυστοκίας. Ο Πρόεδρος Μακρόν μίλησε εκ νέου για αυτόνομο Ευρωπαικό αμυντικό ρόλο και δημιουργία αρχιτεκτονικής ασφάλειας με τη Ρωσία.
Ως αρχή εργασίας, αντικατοπτρίζει το εύλογο και αυτονόητο και τη μόνη λειτουργική αρχή συνύπαρξης με τη Ρωσία. Σε μια περίοδο όμως κορυφαίας έντασης, δύναται κατ’ ελάχιστο να εκληφθεί, ως ρήγμα σε ένα επιδιωκόμενο κατά τα άλλα αρραγές Δυτικό μέτωπο.
Έντονος είναι ο προβληματισμός για τη στάση της Γερμανίας. Ίσως γιατί αυτή, ως κραταιά κατά τα άλλα διαχρονικά δύναμη, γνώρισε την ταπείνωση της ήττας και τη Σοβιετική κατοχή. Πολύ μάλιστα προτού συμβεί αυτό, ηχούν πάντα επίκαιρα στα ώτα της Γερμανικής ιθύνουσας τάξης τα γνωμικά του πλέον εκλεκτού μέλους της, του πρώτου Γερμανού Καγκελάριου Ότο Μπίσμαρκ.
Σύμφωνα με αυτά μια πετυχημένη διεθνής πολιτική, συνίσταται σε μια καλή συμφωνία με τη Ρωσία, ενώ νουθετούσε παράλληλα τους Γερμανούς να μην πολεμήσουν ποτέ εναντίον των Ρώσων, καθώς και το πλέον ιδιοφυές στρατήγημα, θα δοκιμάζονταν από την απρόβλεπτη ηλιθιότητά τους. Η Ιστορία βέβαια διδάσκει ότι είναι προτιμότερο να είσαι νικητής και ηλίθιος, παρά έξυπνος και ηττημένος. Το μείγμα σοβαρότητας και αποφασιστικότητας, είναι το ζητούμενο των επόμενων ημερών. Η κρίση είναι σε εξέλιξη.