Συχνά πυκνά στη δημόσια συζήτηση, αναφέρεται, ενίοτε δε τονίζεται, ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση. Η διαπίστωση, όταν δεν αποτελεί εφαλτήριο ανάπτυξης συλλογισμού, λειτουργεί ως επιβεβαιωτική για τον ρου έκβασης της Ιστορίας, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και σε κάθε περίπτωση γεμίζει με ανακούφιση, ομιλητές και ακροατήριο. Δεν ήταν πάντα αυτονόητο. Για δεκαετίες και στη χώρα μας, όπως και σε πολλές χώρες του Δυτικού κόσμου, τα Σοβιετικά δίκτυα προπαγάνδας, κατά βάση, αλλά και σε συνεργασία με τις χώρες δορυφόρους, καλλιεργούσαν αισθήματα ενοχής, αλλά και πολιτικής απαξίωσης, σε σχέση με κάθε τι Δυτικό, που το παρουσίαζαν ως απόδειξη παρακμής και απόρροια ενός παρελθόντος εκμετάλλευσης, σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σχέσεων εξάρτησης και αποικιοκρατίας διεθνώς.
Η οργανική ένταξη στη Δύση, προσδιορίζεται και συγκεκριμενοποιείται μέσα από παραμέτρους ρητές και άρρητες. Ο σεβασμός της αξίας του ατόμου ως βάσης ανάπτυξης του Δυτικού πολιτισμού, αλλά και η ανάπτυξη των τεχνών και επιστημών στο πλαίσιο του, δημιουργούν τις κοινές πολιτισμικές καταβολές, που συνιστούν τη Δύση. Μήτρα εκπόρευσής τους, είναι η Ευρωπαική Ήπειρος και μεταλαμπαδεύθηκαν κατά κανόνα στη Βόρεια Αμερική. Οι δύο δηλαδή θεματικές γεωγραφικής αναφοράς, που σε επίπεδο πολιτικής συμμαχίας, απετέλεσαν και αποτελούν τη Βόρειο Ατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ. Τον ένα από τους δύο πυλώνες, με δεύτερο αυτό της Ευρωπαικής Ένωσης, που στο διεθνές επίπεδο ορίζουν τον Δυτικό κόσμο και τα όρια αμύνης του.
Η χώρα μας εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Δύο μόλις χρόνια, μετά την ίδρυσή του και αφού είχαμε βιώσει την τρομακτική εμπειρία του 1946-1949. Βρεθήκαμε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης των δύο παγκοσμίων συνασπισμών, όπως διαμορφώνονταν και βιώσαμε ως κοινωνία τον κίνδυνο αλώσεως, σε ένα σύστημα ελέγχου και διακυβέρνησης, που κατέρρευσε με κρότο το 1989. Μπορεί κατά τούτο να φαντάζει σε πολλούς παράτερος ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, να προσδεθούν στο άρμα του ΝΑΤΟ και να αναδείξουν τον ρόλο του και την προσφορά του, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι βίωσαν τη μαρτυρική τους καθυπόταξη στη Σοβιετική τυραννία και θέλουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν κάθε εκδοχή αντίστοιχων περιπετειών. Κάτι ανάλογο είχε βιώσει και η Ελληνική κοινωνία μετά το 1949, με χαίνουσες ακόμα τις πληγές της απώλειας και της απερίγραπτης βίας.
Το ΝΑΤΟ αντιμετωπίστηκε στη χώρα μας, σε πλείστες όσες περιπτώσεις με όρους ψυχισμού και θυμικού και συστηματικής προπαγάνδας κατασυκοφάντησής του, από τους εξ ορισμού εχθρούς του. Την αδυναμία μας να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας προσέφερε, τη μετέτρεψαν βολικά, ένιοι τινές, σε οργή για τη δήθεν αναξιόπιστη συμπεριφορά του. Χωρίς καν να επιδιώξουμε σοβαρά την ‘εργαλειοποίησή του’, όπως διάφοροι κατά καιρούς σπεύδουν ανέξοδα να υποστηρίξουν, χωρίς ούτε πραγματικά να το πιστεύουν ούτε και να τους ενδιαφέρει, είδαμε να γίνεται βολικά αποδέκτης της οργής μας, γιατί όπως ειπώθηκε ‘δε σταμάτησε τους Τούρκους το 74’. Μια προσέγγιση που εκ των πραγμάτων συσκοτίζει τις ευθύνες όσων στελέχωσαν τραγικά τον κρατικό μας μηχανισμό τα κρίσιμα χρόνια, αλλά και δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο, για τις διεκδικήσεις άλλων εταίρων σε βάρος μας.
Είδαμε πρόσφατα να γίνεται αναφορά για προσδιορισμό με συντεταγμένες της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του προτεινόμενου στρατηγικού σχεδιασμού και των ασκήσεων της Συμμαχίας. Πέραν του ότι κάθε σχετική συζήτηση, σε οποιοδήποτε πλαίσιο και επίπεδο, παραβιάζει τα εθνικά μας συμφέροντα και τη διεθνή νομιμότητα, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ως μέλη της Συμμαχίας, μπορούμε να την τερματίσουμε, πραγματική ή υποθετική, στη γέννησή της. Είναι ο κανόνας της ομοφωνίας, που η Τουρκία κατά τα άλλα τον χρησιμοποίησε έναντι της Φινλανδίας και τον χρησιμοποιεί έναντι της Σουηδίας, για να προσποριστεί οφέλη. Όταν χρειαστεί ο κανόνας λειτουργεί και υπέρ ημών. Κατά τρόπο μάλιστα που προστατεύει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Τους σκοπούς δηλαδή για τους οποίους δημιουργήθηκε και το ίδιο του ΝΑΤΟ. Στη διάσκεψη του Βίλνιους, θα ήταν χρήσιμο να το υπενθυμίσουμε.