ΕΛΣΤΑΤ: Ο κίνδυνος της φτώχειας απειλεί το 17,4% του πληθυσμού της χώρας
Το 17,4% του πληθυσμού της χώρας απειλεί ο κίνδυνος φτώχειας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,1% το 2021), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,4% του πληθυσμού (12,2% το 2021), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Ενώ, οι ανατιμήσεις στα είδη διατροφής, οδηγούν τα νοικοκυριά να δαπανούν όλο και περισσότερα στις συγκεκριμένες ανάγκες, αγοράζοντας ωστόσο λιγότερα αγαθά.
Αυτά προκύπτουν από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς το 2022 (διενεργήθηκε σε δείγμα 6.196 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας), σύμφωνα επίσης με την οποία:
*Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 19.204,08 ευρώ (1.600,34 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 12,7% σε σχέση με το 2021.
*Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.289 ευρώ το μήνα.
*Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,4% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
*Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 25,6%.
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 22.305,84 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 13.828,56 ευρώ. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2022 εμφανίζεται μειωμένη κατά 24,5% σε σύγκριση με το 2008.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε σε 19.204,08 ευρώ (1.600,34 το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 12,7% (2.166,60 ευρώ) σε σχέση με το 2021. Σε σταθερές τιμές, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 4,6% ή 837,68 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού (7,2% πέρυσι). Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο ανήλθε στα 7.516,32 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 12,7% (847,32 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2021 (6.669 ευρώ).
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
*στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,9%),
*στη στέγαση (14,5%) και
*στις μεταφορές (13,3%),
*ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα το 2021, παρουσιάζεται σε:
*εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (30,9%),
*αναψυχή και πολιτισμό (30,3%),
*μεταφορές (17,8%),
*ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφεται στις επικοινωνίες (5,3%).
Η μεγαλύτερη θετική μεταβολή στην ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων δαπανών σε σταθερές τιμές 2022, σε σχέση το 2021, παρατηρείται στα εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (1,4 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση συμμετοχής παρατηρείται στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (1,1 ποσοστιαίες μονάδες).
Όσον αφορά τις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με το 2021, παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη:
*κρέας (11,1%),
*λαχανικά (10%),
*λοιπά είδη διατροφής (9,9%),
*αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (9,2%),
*γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (7,9%),
*έλαια και λίπη (3,8%),
*μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (2,5%),
*ψάρια (1,8%) και
*φρούτα (1,3%).
Ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
*ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (0,3%), και
*καφές, τσάι και κακάο (0,1).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.322,53 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.677,66 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 21,2% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές. Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 116,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το 72% αυτής. Το 2022 σε σύγκριση με το 2021, τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής αύξησαν τις δαπάνες τους, κατά μέσο όρο 13,3%, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατά 14%.
Σχετικά με τη μέση μηνιαία κατανάλωση (ποσότητες) ειδών διατροφής, οινοπνευματωδών ποτών, καπνού, καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας, αυξήσεις παρατηρούνται στα είδη διατροφής και οινοπνευματώδη ποτά και καπνό, ως εξής:
*τσιγάρα 2,5%
*οινοπνευματώδη ποτά 0,2%
*ενώ μειώσεις παρατηρούνται στα είδη:
*ελαιόλαδο 10,8%
*γιαούρτι 7%
*ψάρια 6,7%
*γάλα 5,5%
*φρούτα 4,2%
*κρέας 2,2%
*τυρί 2%
*ψωμί, είδη αρτοποιίας 1,5%
*ζυμαρικά 1,3%
*λαχανικά 1,3%, και
*ρύζι 1,1%.
Η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία παρουσίασε αύξηση σε:
*στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.λπ.), 37,7%
*φυσικό αέριο, 8,3%
και μείωση σε:
*ηλεκτρική ενέργεια, 11,5%
*υγραέριο, 11,1% και
*υγρά καύσιμα, 1,4%
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
*Τηλεόραση έγχρωμη: 99,3%
*Κινητό τηλέφωνο: 94,6%
*Σταθερό τηλέφωνο: 86,9%
*Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή: 76,6%
*Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα: 70,0%
*Πλυντήριο πιάτων: 38,9%
*Καταψύκτη: 34%
*Δεύτερη κατοικία: 15%
*Κλειστό χώρο στάθμευσης: 13,3%
*και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 56,8%.
Αύξηση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σημειώθηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν προσωπικό υπολογιστή με πρόσβαση στο διαδίκτυο, όπως και στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν καταψύκτη, ενώ μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα καταγράφηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση.
Το 44,4% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν τρία δωμάτια, ενώ το 58,3% διαβιεί σε κατοικία με εμβαδόν από 61 έως 100 τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.). Σε σχέση με το 2021 προκύπτουν τα εξής:
*Μέσα μαγειρέματος: αύξηση κατά 0,8 και 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στη χρήση συσκευής υγραερίου ή κουζίνας φυσικού αερίου για μαγείρεμα αντίστοιχα, ενώ το 1,9% των νοικοκυριών δεν μαγειρεύει.
*Μέσα θέρμανσης: η μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζεται στο καλοριφέρ φυσικού αερίου κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το 0,6% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει θέρμανση.
*Μέσα ψύξης: η χρήση συσκευών κλιματισμού αυξήθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το 21,8% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει ψύξη.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,39 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,19 για το 2021). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,21, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη)- (4,08 για το 2021).
*Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2021 κατά 7,8%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 11,2%.
*Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,8%.
*O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,4% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,1% το 2021), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,4% του πληθυσμού (12,2% το 2021), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
*Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 34,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 20,1%.
Πηγή: typosthes