Τα κείμενα του τόμου («Πρόσωπα και θέματα της Κατερίνης και της Πιερίας από τα μέσα του 18ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα») συγκροτούν εύχυμες εισηγήσεις για τον Διονύσιο Πλαταμώνος (1763-1793), για την επανάσταση του 1878 στο Λιτόχωρο, για τον Νικόλαο Λούση και τον Παρθένιο Βαρδάκα, για την Αστική Σχολή Αικατερίνης και το Α΄ Δημοτικό Σχολείο, για μια απεργία μαθητών του Γυμνασίου Κατερίνης στα 1936, για τον Μοσχοπόταμο και την παλιά Δρυάνιστα, για την σκληρή δεκαετία 1945-1955 στην Κατερίνη, για πτυχές της τοπικής ιστοριογραφίας (συνοικισμός Ευαγγελικών, Νέα Ζωή και Μακρύγιαλος) καθώς επίσης κατατίθενται και παρεμβάσεις για βιβλία που αφορούν τις λογοτεχνικές και μη εκδόσεις της Πιερίας στον 20ό αιώνα.

Δέκα χρόνια ζωής στην Κατερίνη (1946-1955) συγκροτούν το βιβλίο του Νίκου Βαρμάζη (Δύσκολα χρόνια στην Πιερία. Τοπική ιστορία και βιώματα από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 στον Μοσχοπόταμο και στην Κατερίνη). Οι τίτλοι των ενοτήτων ενδεικτικοί της ύλης που πραγματεύεται ο παλιός καλός μαθητής, ικανός ποδοσφαιριστής και νυν συγγραφέας: τα πρώτα βήματα της παιδικής ηλικίας στο Μοσχοπόταμο (Το χωριό και η μάνα μου), οι γερμανικές βιαιότητες και το κάψιμο του πατρικού σπιτιού από τα οργανωμένα σώματα των ανταρτών (Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται και γεμίζουν βρικόλακες), σκηνές από τη ζωή στην πόλη με κυρίαρχη την παρουσία των δυνάμεων κατοχής (Ε, πίκολο, καραμέλα), η καταστροφή της σοδειάς (Έπεσαν σαν ακρίδες), ιδιωτικές μνήμες για τις αρρώστειες ή τον σεβάσμιο παππού, κρίσεις για τα δεινά του πολέμου (Ένα θλιβερό επισόδιο του Εμφυλίου: έφηβοι αιχμάλωτοι στρατιώτες ταπεινώνονται ημίγυμνοι), παιχνίδια στους δρόμους της πόλης, η ζωή στο δημοτικό, το πάρκο, το ποδόσφαιρο και η σημασία του ως φορέα συλλογικής διαμόρφωσης των εφήβων, οι συμμαθητές και οι δάσκαλοι στο μοναδικό τότε Γυμνάσιο Αρρένων Πιερίας, η σχολική διαρροή, ο χώρος του σχολείου ως καταφύγιο και ανάσα για τα φτωχά παιδιά, οι καλοί και οι κακοί καθηγητές, οι βόλτες στην πλατεία, τα δημοτικά σχολεία, οι συνοικισμοί (Θρακιώτικα, η περιοχή του Τεκέ, Καταφυγιώτικα, ο συνοικισμός Ευαγγελικών της πόλης κ.ά.).

Ο Βαρμάζης γράφει απλά, άνετα, χωρίς βιασύνες και προχειρότητες. Φροντίζει να τεκμηριώνει όσα λέει με περιεκτικές παραπομπές και εμπιστοσύνη στη μνήμη φίλων και συμμαθητών, δεν επαινεί άκριτα ούτε ψέγει άμετρα. Συντάσσει με λανθάνουσα, συγκρατημένη θλίψη έναν οδηγό επιβίωσης—δικής του αλλά και της γενιάς του, με δημοκρατικό φρόνημα και δίκαιη αγανάκτηση, έναν οδηγό που μπορεί να αποβεί χρήσιμος κυρίως σε όσους βλέπουν στην ιστορία μόνο μάχες και θριάμβους ανάμεσα στο καλό και το κακό. Είναι ωστόσο αιχμηρός όταν χρειάζεται, και μάλιστα με αρκετήν ένταση, πράγμα σπάνιο για την βαρμάζεια πραότητα: τέτοια είναι η περίπτωση της καταγγελίας της μονοκαλλιέργειας του καπνού στον τόπο μας η οποία οδήγησε στη μετανάστευση ακριβώς επειδή οι καπνοκαλλιεργητές αφήνονταν βορά στα χέρια των καπνεμπόρων χωρίς καμία κρατική βοήθεια ή χωρίς μέριμνα για την ανάπτυξη άλλων μορφών πρωτογενούς παραγωγής (οπωροκαλλιέργειες κλπ.).

Τρία είναι κατά τη γνώμη μου τα ωραιότερα κομμάτια του βιβλίου: πρόκειται για τις ενότητες «Γηγενείς και πρόσφυγες. Ο αστικός πυρήνας των Βλάχων και οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Κατερίνης», «Ο πληθυσμός της Κατερίνης: ένας κόσμος παρδαλός και πολύγλωσσος» και «Η Πιερία ένα απέραντο καπνοχώραφο. Ξενιτιά και μετανάστευση». Στο πρώτο περιγράφονται οι μεταμορφώσεις της πόλης σε διάστημα σαράντα χρόνων ζωής, καταγράφονται ονοματεπώνυμα οικογενειών, τα κύματα των προσφυγικών οικογενειών, οι τόποι εγκατάστασής τους. Στο δεύτερο εντοπίζονται οι ενδυμασίες, το κοινωνικό και ατομικό γούστο, οι ντοπιολαλιές και οι διάλεκτοι, τα χωριάτικα του βόρειου χώρου και η ποντιακή διάλεκτος με τα αρχαία ιωνικά γνωρίσματα, ακόμη και τα αλβανικά των επώνυμων οικογενειών και τα αρμένικα. Στο τρίτο, εμφανίζεται η πόλη μέσα από την καλλιέργεια του ονομαστού καπνού της, αλλά και ο μόχθος των ανθρώπων της—από το σπάσιμο και το αρμάθιασμα μέχρι το τελικό δεμάτιασμα και την πώληση. Θαυμάσιες, λιτές περιγραφές, ακρίβεια ρεπορτάζ, πνεύμα αγάπης και ανεκτικότητας απέναντι στους ποικίλους εκφραστές των νέων προσύγων, ένας ουμανιστικός ύμνος στη διαφορετικότητα και στη συνύπαρξη, ένα σαν παραμύθι ιστόρημα της νεοπαγούς πόλης.

Ο Νίκος Βαρμάζης (έγραφα για το βιβλίο του Νίκου Βαρμάζη Δύσκολα χρόνια στην Πιερία, 2002) «κατασκευάζει λιτά με τη σεμνή χρήση του πρωτοπρόσωπου λόγου μια προσεκτικά καδραρισμένη αυτοβιογραφία, στρέφεται προς τον εαυτό του χωρίς να γίνεται εσωστρεφής, εστιάζεται στον εαυτό όχι για να ξεχωρίσει από το νιτσεϊκό «κοπάδι» ή τη φροϋδική «συμπαγή πλειοψηφία» αλλά για να εγκολπωθεί την αυτεπίγνωση της ιστορίας ως πορείας πολλών εαυτών, δηλαδή ως εξωστρέφεια. Ο Νϊκος Βαρμάζης με το (αυτοβιογραφικό του) αναδρομικό πεζό αφήγημα έδωσε με ωριμότητα και χαρακτήρα μια πετυχημένη άσκηση σε ένα ξεχωριστό γραμματειακό είδος, αδιαμόρφωτο και ακατάτακτο ακόμη• μας έδωσε ακόμη μια οξυδερκή άσκηση στο σώμα μιας δύσκολης ιστορικής περιόδου, κι αυτό γιατί κατόρθωσε να προσδώσει στο κείμενό του όχι μόνο την καλλιεργημένη αίσθηση της πληρότητας μιας εποχής αλλά γιατί μάς μετέδωσε και το άρωμα της προσωπικής ματιάς, στοιχεία δηλαδή αναντικατάστατα του αυτοβιογραφικού είδους. Ενός είδους που εντός του συνυπάρχουν τρία πολύτιμα συστατικά —ο Εαυτός, ο Βίος και η Γραφή—συστατικά που δεν γίνεται (αβασάνιστα) να τα ξεχωρίσουμε, να τα διαμελίσουμε ή να τα απαλλοτριώσουμε ακριβώς όπως δεν γίνεται να «διαχωρίσουμε το χορό από το χορευτή», τον αυτοβιογραφούμενο από την αυτοβιογράφηση, τη ζωή στην Πιερία από την πιερική γη.

Επιτρέψτε μου ωστόσο μια τελευταία κουβέντα για το βιβλίο αυτό: Το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη που αγαπά τον τόπο του και την ιστορία του, όποια κι αν είναι τα εφόδιά του, και διαβάζεται μονορούφι. Διαβάζεται μονορούφι γιατί διαθέτει μία πολύ μεγάλη αρετή, την οποία εμείς οι νεότεροι θα χρειαστούμε καιρό να την αποκτήσουμε (αν την αποκτήσουμε ποτέ…): την «ηθική του ουσιώδους», για να δανειστώ μια φράση του Μίλαν Κούντερα (Ο πέπλος. Δοκίμιο σε εφτά μέρη, Εστία 2005, μτφρ. Γιάννης Χάρης, σ. 118: «Κάθε μυθιστοριογράφος, αρχίζοντας από τον εαυτό του, θα ’πρεπε να διαγράφει καθετί το δευτερεύον, να κηρύσσει για τον ίδιο και για τους άλλους την ηθική του ουσιώδους!»

Ο Νίκος Βαρμάζης παραμένει ένας θαυμάσιος δάσκαλος ακριβώς γιατί ποτέ δεν γίνεται δασκαλίστικος. Κηρύσσοντας το ουσιώδες, αποφεύγοντας εύκολες ταξινομήσεις και φλυαρίες, μάς προτείνει μιαν ανάγνωση του παρελθόντος ιδιωτική μεν πλην σύντομη, ευσύνοπτη, πολυεπίπεδη και γι’ αυτό συναρπαστική. Κι αυτό, όπως και να το κάνουμε, δεν το μπορεί ο καθένας. Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου, Βραδιά Τιμής στον Νίκο Βαρμάζη, Εκάβη, 19.00]