O σπουδαιότερος πολίτης της Γανόχωρας σε μια συνέντευξη καρδιάς και μια βαθιά εξομολόγηση ψυχής
Της Αντωνίας Βαρμάζη
Ο σημερινός πρωταγωνιστής της μοναδικής εξομολόγησης του δικού του ρου της ιστορίας ονομάζεται Ελευθέριος Σουλής. Είναι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας και ο γηραιότερος κάτοικος που ταξίδεψε από την Ανατολική Θράκη ,από τα τότε χωριά Γάνου και Χώρας.
– Είμαι ο μοναδικός Θρακιώτης εδώ. Μονολόγησε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ποτάμι.
– Ήρθαμε με πλοίο από τα βάθη της Ανατολικής Θράκης το 1922, τότε που έγινε η μικρασιατική καταστροφή. Μας έφερε ο μητροπολίτης Τιμόθεος. Εγώ δεν τα θυμούμαι όλα γιατί ήμουν μόνο δυο ετών. Δίπλα μου ήταν ο αδελφός μου και οι γονείς μου. Μου τα εξιστόρησαν αργότερα. Με την υπογραφή της σύμβασης της Λωζάννης 1923 ξεκίνησε η υποχρεωτική ανταλλαγή μουσουλμάνων Ελλάδας και Ελλήνων Τουρκίας.
Ο κύριος Σουλής γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1920, γιος του Σπυρίδωνα και της Παναγιώτας, οι όποιοι απέκτησαν άλλα έξι παιδιά. Μπροστά μου βλέπω έναν όμορφο άνθρωπο ψυχή τε και σώματι. Ευθυτενής, γαλανομάτης, με κιμπάρικο βλέμμα και ίσιο ανάστημα, με διαύγεια και εγρήγορση νου. Γιατί αυτός ο νους έχει ζήσει σχεδόν 100 χρόνια.
– Ήρθαμε εν μια νύκτα που λέει ο ο λόγος. Οι γονείς μου ήταν «κυρατζήδες», γυρολόγοι. Σύγχρονοι μικροπωλητές που γύριζαν από σημείο σε σημείο και πουλούσαν λαδί, ξύδι, πήλινα αγγεία και αργότερα έγιναν αγρότες. Όταν έφτασαν άδω στην Κατερίνη επισκεφτήκαν την παραλία για να κατοικήσουν. Μα η παραλία είχε μόνο βάλτους και κακές συνθήκες, ανθυγιεινές για να επιβιώσουν οι άνθρωποι.
Ο κόσμος που με άλλα λόγια είχε εκδιωχτεί από τις πατρογονικές εστίες κατευθύνθηκε στην γη της επαγγελίας ,που την ονόμασαν με μια φωνή Γανόχωρα. Μόνο χωράφια υπήρχαν τότε. Τους έδωσαν περίπου 36 κλήρους για να καλλιεργήσουν. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν να μοιάζουν με τον μύθο με τους Φελλοειδές. Αυτά τα πλάσματα που περπατούσαν πάνω στα νερά χωρίς να βυθίζονται. Η σύγκριση η δίκια μου γίνεται σκόπιμα γιατί χωρίς να έχουν τίποτα οικοδόμησαν σιγά σιγά έναν νέο τόπο κουβαλώντας στις τσάντες τους ματωμένα όνειρα.
– Το σχολειό μας ήταν δίπλα στον Άγιο Νικόλαο. Το τέλειωσα το σχολειό. Κούτσουρο πήγαινα και κούτσουρο γύριζα. Θυμάμαι όμως που μπήκε ένας φίλος μου μέσα στην εκκλησία και φόρεσε κρυφά το καπελάκι του κληρικού και έτσι απέκτησε το παρατσούκλι παπάς. Δεν μου άρεσαν τα γράμματα. Εγώ ήμουν γεννημένος χειροτέχνης .Πήγαινα ως εργάτης και μάλιστα ήμουν τόσο καλός, που ήμουν ο πιο περιζήτητος.
Το έτος 1939 παντρεύτηκε την γυναίκα του Αικατερίνη, που αργότερα θα την φωνάζουν κυρία Κατίνα. Δεν ήταν πολύ όμορφη, μα καλοστεκούμενη. Απέπνεε μια αρχοντιά και ήταν φινετσάτη, καταγόμενη από εύπορη οικογένεια. Η ίδια ήταν υιοθετημένη και ήταν μοναχοκόρη. Το προξενιό επετεύχθη χάρη στην συμβολή του Θείου Άτταλου. Συνειρμικά θυμήθηκα πως ο Άτταλος Β΄ ο Φιλάδελφος, ο οποίος ήταν ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου στη μικρά Ασία, μέλος δυναστείας Ατταλίδων. Επίσης, συμμετείχε και στους τέσσερις μακεδονικούς αγώνες και στη Θράκη. Και επιστρέφουμε στο γάμο του, όπου αρνήθηκε να δεχτεί την περιουσία της γυναίκας του και αγόρασε χωράφι το 1955 από τον πεθερό του που αποπλήρωνε με λίρες που είχε κρύψει σε σημείο που δεν το έβρισκε θεού μάτι.
Την κρυψώνα την βρήκε ο γιος του καθώς παίζαμε στα θεμέλια μέσα στα τούβλα, άλλα την ξανατοποθέτησε γιατί φοβόταν μην το ανακαλύψει ο πατέρας του. Με τα χρήματα αυτά απέκτησε κλήρο δικό του και αργότερα απέκτησε διαμέσου της γυναικάς του και άλλα και έγιναν νοικοκυραίοι και έκανα προκοπή. Το σπίτι τους το έφτιαξε μονός του. Ο κύριος Λευτέρης στα 32 χρόνια έγινε οικοδόμος και έτσι ολοκλήρωσε το όνειρο του χειροτέχνη. Όταν όμως ανεξαρτητοποιήθηκε και μπήκε στο δικό του σπίτι -σύμφωνα με τα λεγόμενα του πεθερού του- έγινε από λουλούδι αγκάθι. Και κάπως έτσι χάραξε την δική του πορεία μέσα στο χωροχρόνο αφήνοντάς της προσωπικά ταυτότητας του και το σπουδαιότερε απόκτημα του, τα τρία του παιδιά, τον Σπύρο, τον Δημήτρη, την Παναγιώτα.
– Φαντάρος δεν πήγα. Δηλαδή παρουσιάστηκα πρώτη φορά στην Αλεξανδρούπολη και άλλες δυο φορές. Επέστρεφα όμως γιατί ήμουν ο προστάτης της οικογενείας. Θυμάμαι τότε ημερομηνία περίπου 1940 άρχισαν να χτυπούν με μανία οι καμπάνες και λίγο αργότερα πένθιμα. Ανάστα ο κύριος. Μια βίαιη εναλλαγή ήχων που μας προϊδέαζε ότι είχε συμβεί κάτι κακό. Μαζευτήκαμε στην εκκλησία και οι γυναίκες με τα παιδιά έκλαιγαν γοερά. Ο κύριος Λευτέρης αρχίζει να συγκινείται, τόσο που δεν μπορεί να περιγράψει άλλο την εισβολή του εχθρού. Το μόνο που καταφέρνει να πει είναι πως ευτυχώς δεν τους τηράξανε και εννόησε πως δεν τους σκότωσαν κάποιον στην Γανόχωρα.
Όμως όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος στην Ελλάδα για εμάς τους Γανοχωρίτες αλλά και ως Έλληνες μάς στοίχησε πολύ. Ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα σε Έλληνες με διαφορετικές πολιτικές σκοπιμότητες. Απ’ την μια οι αριστεροί με τον δημοκρατικό στρατό και από την άλλη ο ελληνικός στρατός, κάτι σαν διχασμός. Από τον εμφύλιο που ξεκίνησε το 1946 με την επίθεση στο Λιτόχωρο επηρεάστηκε όλη η χώρα. Τα θύματα από το χωριό ανέρχονταν σε 7 από την αιματηρή σύγκρουση, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας.
Ο παππούς Λευτέρης τιμήθηκε ως θεματοφύλακας και ακρίτας της ελληνικής ιστορίας από τον πολιτιστικό σύλλογο Θρακικό Γανόχωρας για την συμβολή του στην διάσωση του ελληνικού πολιτισμού όχι ως ο γηραιότερος πολίτης, αλλά ο πιο κραταιός.
Ο πάππους Λευτέρης παρά τους πολέμους κατάφερε, όπως λέει και το όνομα του, να ζήσει ελεύθερος, να κάμει τρία παιδιά, να προκόψει και αν γίνει σωστός νοικοκυραίος. Η τύχη του άλλαξε προς το καλύτερο, όταν αγόρασε ένα λαχείο που του άλλαξε ολόκληρη την ζωή. Σημασία δεν έχει το ποσό, αλλά το γεγονός ότι μοίρασε ακριβοδίκαια την περιουσία του στα τρία του παιδιά και απέκτησαν οικόπεδα, οικίες και τρακτέρ. Έκανε μεγάλη οικογένεια ,την όποια μετρά στα δάχτυλα μονός του. Με άλλα λόγια μετρά 8 εγγόνια και 16 δισέγγονα.
– Πάππου, σε κούρασα, να φύγω. Του είπα.
– Είμαι σκληρό καρύδι, εγώ δεν κουράζομαι.
– Να ξαναρθείς, εγώ θέλω παρέα. Και να φέρεις και την φωτογραφία που έβγαλες.
– Θα την φέρω, το υπόσχομαι.
Η συνέντευξη τελειώνει εδώ. Λένε πως υπάρχει το χάσμα γενεών. Ε, όχι δεν υπάρχει, σας το λέω. Ο πάππους σχεδόν ενός αιώνα και εγώ ετών 33 ένιωσα να είμαστε συνομήλικοι. Ένιωσα ταύτιση ιδεών περί πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας. Όλα για την διαφύλαξη του πραγματικού ρου της ιστορίας. Ο πραγματικός χρόνος της ιστορίας τελειώνει με ένα τσιγάρο. Ένα τσιγάρο που ζήτησε ο πάππους γιατί τον γύρισα πίσω σε ένα φλας μπακ που εναλλάσσονταν η χαρά και η λύπη. Πάππου σε ευχαριστούμε.