H Χατιτζέ Μόλα Σάλι, Ελληνίδα υπήκοος και Μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, μπορεί να μην ήταν ποτέ ευρέως γνωστή στο Πανελλήνιο, αλλά είναι εδώ και λίγες μέρες ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία αναφοράς μιας σημαντικής μεταστροφής του νομικού μας ‘‘πολιτισμού’’. Η εν λόγω κυρία κληρονόμησε το 2008 την περιουσία του συζύγου της κατά τη βούληση του, εκφρασθείσα με δημόσια διαθήκη που συνετάχθη ενώπιον Συμβολαιογράφου. Οι αδερφές του αποθανόντος συζύγου της όμως αμφισβήτησαν δικαστικώς το κύρος της διαθήκης, ισχυριζόμενες ότι ο αδερφός τους ανήκε στη μουσουλμανική Κοινότητα της Θράκης και ότι επ’ αυτής της Κοινότητας σε κάθε κληρονομικό ζήτημα έχει δικαιοδοσία ο Μουφτής σύμφωνα με τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, τη Σαρία, που αποκλείει την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα για τους πολίτες της συγκεκριμένης θρησκείας σε υποθέσεις Κληρονομικού Δικαίου.

Ο ισχυρισμός αυτός των αδερφών του αποβιώσαντος, Μουσταφά Σάλι, βασίστηκε κυρίως στη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, οι οποίες προέβλεπαν την εφαρμογή των ισλαμικών εθίμων και νόμων για την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η αγωγή των αδερφών του αποθανόντος Έλληνα μουσουλμάνου απορρίφθηκε κατά τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στο Πρωτοδικείο και εν συνεχεία το Εφετείο Θράκης το 2011 αποφάνθηκε, επίσης, ότι ήταν νόμιμο δικαίωμα του διαθέτη να διαθέσει κατά την ανέλεγκτη επιλογή του την περιουσία του, όπως συμβαίνει με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες. Η απόφαση του όμως αναιρεσιβλήθηκε και ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο Μουφτής είχε όντως δικαιοδοσία στην υπόθεση και ότι κακώς παρακάμφθηκε. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Εφετείο Θράκης και αυτό δικαίωσε τις αδερφές του αποβιώσαντος αναγνωρίζοντας ότι, εφαρμοζόμενης της Σαρίας, η κατά τον Αστικό Κώδικα συνταχθείσα διαθήκη του δεν είχε νομική ισχύ.

Κατόπιν τούτων, η Μόλα Σάλι προσέφυγε το 2014 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της Ελλάδας (συγκεκριμένα κατά του Ελληνικού Δημοσίου) γιατί έχασε τα ¾ της καταληφθείσας σ’ αυτήν περιουσίας και αφού ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες νόμιμες διαδικασίες, το ΕΔΔΑ εξέδωσε στις 19-12-2018 τη σπουδαία και κρίσιμη απόφαση του.

Καταρχήν, το Δικαστήριο εξέτασε τα παράπονα της κ. Σάλι υπό το πρίσμα του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί απαγόρευσης κάθε διάκρισης και του άρθρου 1 του πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασίας της ατομικής περιουσίας).

Και στάθηκε στο κρίσιμο γεγονός ότι αν ο σύζυγος της Μόλα Σάλι δεν ήταν μουσουλμάνος, η συγκεκριμένη Ελληνίδα θα κληρονομούσε όλη την περιουσία του συζύγου της, όπως αυτός πραγματικά ήθελε. Η δικαιοδοτική κρίση του ΕΔΔΑ στηρίχθηκε στη συγκρισιμότητα της νομικής κατάστασης και δικαιοπροστασίας της συγκεκριμένης ευεργετούμενης από διαθήκη διαθέτη που είναι μουσουλμάνος και του οποιουδήποτε ευεργετούμενου που δεν είναι πιστός αυτού του θρησκεύματος. Και υπερθεμάτισε τη διαφορετικότητα της νομικής μεταχείρισης της εν λόγω ευεργετούμενης με διαθήκη, που έχει εφαλτήριο τη θρησκευτική πίστη του διαθέτη, σε σχέση με τα ισχύοντα γενικώς για τους ευεργετούμενους με διαθήκη.

Βέβαια, η πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου προέβαλε τον ισχυρισμό ότι αυτή η διαφορετικότητα προέκυπτε και εγκαθιδρυόταν από τις διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας μας με βάση τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης. Αλλά, αντιθέτως, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εν λόγω διεθνείς Συνθήκες δεν επέβαλαν, με το κείμενο τους, πουθενά την υποχρέωση στην Ελλάδα να εφαρμόζει τη Σαρία στους μουσουλμάνους υπηκόους της. Ειδικότερα, η Συνθήκη της Λωζάνης δεν όριζε ρητώς τη δικαιοδοσία του Μουφτή σε (κληρονομικές) υποθέσεις Ελλήνων μουσουλμάνων, αλλά απλώς εγγυήθηκε τη θρησκευτική ύπαρξη και διακριτότητα της ελληνικής μουσουλμανικής Κοινότητας.

Το ΕΔΔΑ, συνεπώς, εντόπισε, με τη συλλογιστική του, στην περίπτωση της κ. Σάλι ένα σοβαρό ζήτημα  ίσης μεταχείρισης και διεθνούς προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κατοχυρώνονται και υποστηρίζονται από το Κράτος Δικαίου. Επίσης, ανέδειξε ως άκρως σημαντική συνιστώσα του ζητήματος αυτού  και το καθεστώς ανεπίτρεπτων διακρίσεων που προκαλούσε η Σαρία μεταξύ των γυναικών και παιδιών από τη μια και των ανδρών από την άλλη εντός (vis-a-vis) της ελληνικής μουσουλμανικής Κοινότητας. Και υπενθύμισε ότι και ο Ύπατος Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τόνισε ότι η εφαρμογή Σαρίας από την Ελλάδα σε υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού Δικαίου ήταν ασυμβίβαστη με το Διεθνές Δίκαιο και ότι η Ελλάδα δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις της που απορρέουν απ’ αυτό ως προς την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επικράτεια της.

Κατά δεύτερο λόγο, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η κατοχύρωση και ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας δεν επιβάλλουν στα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης την υποχρέωση να θεσπίσουν νομοθετικό πλαίσιο που θα χορηγεί στις εκάστοτε θρησκευτικές κοινότητες που υπάρχουν εντός των εδαφών τους ένα ειδικό status με αποκλειστικά προνόμια. Και σε κάθε περίπτωση ένα κράτος που παρέχει ένα τέτοιο ειδικό πλαίσιο προνομίων σε κάποια θρησκευτική κοινότητά του δεν θα πρέπει να το υλοποιεί κατά τρόπο που συνεπάγεται διακρίσεις. Συνεπώς, η κληρονομική διαδοχή πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να εφαρμόζεται αδιακρίτως σύμφωνα με τη συνήθη νόρμα του αστικού δικαίου, η οποία δεν μπορεί να παρακάμπτεται από τη θρησκευτική ιδιότητα ενός διαθέτη, εκτός αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος.

Άλλωστε, και στα μέλη μιας θρησκευτικής Κοινότητας δε νοείται να επιβάλλεται από το ίδιο το κράτος να ακολουθήσουν υποχρεωτικά τυχόν κανόνες που έχει ορίσει η Κοινότητα για τα μέλη της, αλλά τα τελευταία θα πρέπει να είναι ελεύθερα, ως ελεύθεροι πολίτες του συγκεκριμένου κράτους, να επιλέξουν αν θα ακολουθήσουν τους κανονισμούς και πρακτικές του θρησκευτικού δόγματος στο οποίο ανήκουν ή, εναλλακτικώς, τους κανόνες που ισχύουν για όλους τους πολίτες της Χώρας στην οποία ζουν.

Επιπλέον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η Ελλάδα στερώντας από τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ένα δικαίωμα που έχουν όλοι οι άλλοι πολίτες της Χώρας, το δικαίωμα δηλαδή να συντάσσεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου δημόσια διαθήκη τους ενώπιον Συμβολαιογράφου, όχι απλά αδικούσε κατάφωρα τα μέλη αυτής θρησκευτικής κοινότητας, ένεκα της θρησκευτικής τους πίστης, αλλά προέβαινε και σε σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών των συμπολιτών μας, ως Μειονότητας, καθώς καταργούσε εν τοις πράγμασι το απολύτως θεμελιώδες δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους. Συνεπώς, κατ’ αυτό το επιπρόσθετο δικανικό επιχείρημα, η Ελλάδα, μη σεβόμενη όλα αυτά τα χρόνια, με την ‘‘μονολιθική’’ εφαρμογή της Σαρίας, την ελευθερία της βούλησης και κρίσης των μουσουλμάνων υπηκόων της, παραβίαζε και το άρθρο 3§1 της Συνθήκης-Πλαισίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Μειονοτήτων.

Επομένως, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε καταληκτικά ότι με την καταναγκαστική εφαρμογή της Σαρίας στους μουσουλμάνους που ζούσαν και ζουν επί του εδάφους της, η Ελλάδα παραβίαζε διατάξεις που συνιστούν ακρογωνιαίους λίθους των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ για την αποφυγή κάθε διάκρισης και το άρθρο 1§1 του πρώτου Πρωτοκόλλου για την προστασία της ατομικής περιουσίας. Και αυτό το γεγονός δεν είναι αμελητέο ή ασήμαντο, διότι η αναγνώριση και ο σεβασμός των βασικών συνταγματικών ελευθεριών αποτελεί δομικό πυλώνα της Δημοκρατίας και κυρίως του Κράτους Δικαίου. Στο τέλος, το Δικαστήριο αιτιολόγησε την κρίση του με το πιο ‘‘αυτονόητο’’ των επιχειρημάτων, υπερθεματίζοντας δηλαδή ότι επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ‘‘δίκαιη’’ η οποιαδήποτε κληρονομική διαδοχή που δεν ανταποκρίνεται στην εκπεφρασμένη και πραγματική βούληση του διαθέτη.

Βέβαια, το οξύμωρο της όλης υπόθεσης είναι το εξής: Ενώ το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη στο ΕΔΔΑ και ζήτησε, μάλιστα με τη συνδρομή 4 νομικών, την απόρριψη της αίτησης της κ. Σάλι, στις αρχές του τρέχοντος έτους, ήτοι σε πολύ πρότερο χρονικό σημείο από την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ, η Βουλή ψήφισε το Ν. 4511/2018,  με τον οποίο ήδη διασφάλιζε την εφαρμογή του Αστικού Δικαίου και των εν γένει νόμων της ελληνικής Πολιτείας επί των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης σε υποθέσεις Κληρονομικού και Οικογενειακού Δικαίου. Η δικαιοδοσία του Μουφτή πλέον μετετράπη σε ‘‘εξαιρετική’’ και ενεργοποιείται μόνο εφόσον τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν να υποβάλουν τη διαφορά τους στην κρίση του και κατόπιν αιτήσεως τους προς αυτόν.

Έστω και καθυστερημένα, λοιπόν, η Χώρα μας προσαρμόστηκε στη διεθνή νομιμότητα και στο συγκεκριμένο αντικείμενο αναβαθμίστηκε ως προς το νομικό της  ‘‘πολιτισμό’’ και την εφαρμογή των ανθρωπιστικών αρχών. Εν έτει 2018 έπαψε επιτέλους να είναι το τελευταίο κράτος στην Ευρώπη που επέβαλε υποχρεωτικά σε πολίτες του, φορείς της ισλαμικής πίστης, ένεκα και μόνο αυτής της ιδιότητας τους, την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου. Και η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ επισφράγισε αυτήν την εξέλιξη. Ποτέ δεν είναι αργά, συνεπώς, για αλλαγή νοοτροπίας, για ‘‘νομικο-πολιτικές βελτιώσεις,’’ για βήματα προόδου. Ειδικά, όταν αυτά αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Κράτος Δικαίου.

Κατερίνη, 28-12-2018

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science