Η αδενομύωση είναι μία πάθηση της μήτρας, η οποία χαρακτηρίζεται από τον εντοπισμό «νησίδων» ενδομητρικού ιστού εντός του πάχους του μυομητρίου.

Η παθολογία αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλη απώλεια αίματος κατά τη διάρκεια της περιόδου, από επώδυνη έμμηνο ρύση και ενίοτε από πόνο στη σεξουαλική επαφή.

Πώς γίνεται η διάγνωση της αδενομύωσης;
Το πρώτο στάδιο της διάγνωσης βασίζεται στη λήψη ενός λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού. Μέσα από τι διαδικασία αυτή ο ιατρός θα εντοπίσει τα αναφερόμενα σχετικά συμπτώματα, αλλά και ενδεχόμενους παράγοντες κινδύνου ειδικούς για τη συγκεκριμένη γυναίκα.

Ακολουθεί η λήψη test Παπανικολάου. Με την εξέταση αυτή δεν τίθεται μεν η διάγνωση αυτής καθαυτής της αδενομύωσης, αλλά με δεδομένο, πως η κολπική αιμόρροια είναι κοινό σύμπτωμα της πάθησης αυτής με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο, το οποίο θα πρέπει εν πάσει περιπτώσει να αποκλεισθεί.

Εν συνεχεία ο ιατρός προχωρά στην κλινική εξέταση. Στα πλαίσια αυτής εκτελείται αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση (ο ιατρός εισάγει το δάκτυλο στον κόλπο, ενώ ταυτοχρόνως ψηλαφεί τη μήτρα). Σε μερικές περιπτώσεις γυναικών, που εμφανίζουν αδενομύωση η μήτρα παρουσιάζεται:

ελαφρώς διογκωμένη
μαλακή στη σύσταση
«ευαίσθητη» – υπό την έννοια, πως η ψηλάφησή της είναι λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρή
Κατ’ ουσίαν δεν υφίστανται εργαστηριακές εξετάσεις, δια των οποίων να επιτυγχάνεται διάγνωση της αδενομύωσης. Εντούτοις, με βάση και τη συμπτωματολογία ο ιατρός θα συστήσει την υποβολή σε αιματολογικές εξετάσεις, προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κύησης, ορμονικών διαταραχών και αναιμίας.

Ο βασικός απεικονιστικός έλεγχος στα πλαίσια της γυναικολογίας ξεκινάει με το υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων (μήτρα – ωοθήκες).

 

 

Πρόκειται για μία εξέταση άμεσα διαθέσιμη, η οποία δεν υποβάλλει τη γυναίκα σε ταλαιπωρία. Όμως δια του γυναικολογικού υπερηχογραφήματος δεν είναι πρακτικά δυνατόν να τεθεί διάγνωση αδενομύωσης.

Μεγαλύτερη ευαισθησία σε ό,τι αφορά τη διάγνωση αυτή φαίνεται, πως παρέχει η μαγνητική τομογραφία των έσω γεννητικών οργάνων. Εντούτοις, ακόμα και αυτή η υψηλού κόστους εξέταση δεν είναι απολύτως ακριβής.

Με δεδομένο, πως ένα από τα βασικότερα συμπτώματα της αδενομύωσης είναι η κολπική αιμόρροια, ο ιατρός ενδέχεται να συστήσει την υστεροσκόπηση με ή χωρίς απόξεση του ενδομητρίου.

Δια των επεμβάσεων αυτών λαμβάνονται βιοψίες εκ του ενδομητρίου και εκτιμάται η πιθανότητα η κολπική αιμόρροια να σχετίζεται με αίτια, όπως είναι οι πολύποδες του ενδομητρίου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί, πως με τον τρόπο αυτό λαμβάνονται βιοψίες μόνον εκ του ενδομητρίου, ενώ ο ιστός, που χαρακτηρίζει την αδενομύωση εντοπίζεται εντός του πάχους του τοιχώματος της μήτρας. Επομένως, δια της μεθόδου αυτής δεν είναι πρακτικά δυνατόν να τεθεί διάγνωση αδενομύωσης, αλλά επιδιώκουμε να αποκλείσουμε άλλες αιτίες κολπικής αιμόρροιας.

 

Επί εμμονής της κολπικής αιμόρροιας και μετά την επέμβαση, τίθεται ισχυρά η υποψία για αδενομύωση, ειδικά αν συνυπάρχουν και άλλα δηλωτικά σχετικά στοιχεία από το ιστορικό, την κλινική εξέταση ή τον απεικονιστικό έλεγχο.

Δεδομένου ότι η διάγνωση της αδενομύωσης προϋποθέτει τη λήψη βιοψίας εκ του τοιχώματος της μήτρας έχει προταθεί η βιοψία αυτή να γίνει δια λαπαροσκόπησης. Όμως η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής δεν έχει – προς το παρόν τουλάχιστον – επιβεβαιωθεί, οπότε και η ενσωμάτωση στην πάγια κλινική πρακτική στα πλαίσια της διάγνωσης της συγκεκριμένης πάθησης θεωρείται πρόωρη.

Επομένως, η διάγνωση της αδενομύωσης είναι εξαιρετικά δυσχερής. Μάλιστα, η πάθηση αυτή αποτελεί συχνά παρεμπίπτον εύρημα παθολογοανατομικής εξέτασης μητρών, που έχουν αφαιρεθεί χειρουργικά για άλλους λόγους .

Πόσο συχνή είναι η αδενομύωση;
Με δεδομένη τη δυσκολία διάγνωσης της συγκεκριμένης πάθησης, η καταγραφή της συχνότητας εμφάνισής της στο γενικό πληθυσμό παρουσιάζεται ανάλογα δυσχερής.

Υπάρχουν αρκετές σχετικές μελέτες, οι οποίες υπολογίζουν το σχετικό ποσοστό των γυναικών, που πάσχουν από το πρόβλημα αυτό μεταξύ του 14% και του 66%. Τελικά οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν, πως η κλινική αυτή οντότητα εμφανίζεται σε ποσοστό 20% με 30% του γυναικείου πληθυσμού.

Πώς αντιμετωπίζεται η αδενομύωση;
Η θεραπεία της αδενομύωσης είναι καταρχάς συμπτωματική, υπό την έννοια ότι αυτή «επικεντρώνεται» στην αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας.
Ένα εκ των βασικών συμπτωμάτων, που αναφέρει η πάσχουσα είναι η δυσμηνόρροια. Το σύμπτωμα αυτό αντιμετωπίζεται σε πρώτη φάση δια της χορήγησης αναλγητικών.

Η κολπική αιμόρροια είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί ως ένα βαθμό με φαρμακευτική αγωγή, η οποία περιλαμβάνει:

την τοποθέτηση ενδομητρικού σπειράματος (σπιράλ), που περιέχει και εκλύει ελεγχόμενα σε βάθος έως και 5 ετών ορμόνη (προγεστερόνη)
τη χορήγηση αντισυλληπτικών
τη χορήγηση ενέσιμων ορμονικών σκευασμάτων, που αναστέλλουν τη λειτουργία των κέντρων του εγκεφάλου, δια των οποίων ελέγχεται η περίοδος
Εντούτοις, η οριστική αντιμετώπιση της αδενομύωσης επιτυγχάνεται μόνον δια της χειρουργικής αφαίρεσης της μήτρας (υστερεκτομής). Φυσικά, αυτή η επιλογή είναι εκτός συζήτησης στην περίπτωση, που σκοπός είναι η διατήρησης της γονιμότητας της γυναίκας.

Στην τελική απόφαση της επιλογής του καταλλήλου για τη γυναίκα θεραπευτικού σχήματος είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη, πως – πλην σπανίων περιπτώσεων – η διάγνωση της αδενομύωσης δεν είναι δυνατόν να τεθεί πέραν πάσης αμφιβολίας προεγχειρητικά. Επομένως, η απόφαση για υποβολή στην επέμβαση ή όχι βασίζεται συνήθως σε πιθανή και όχι σίγουρη διάγνωση.

Δείτε ΕΔΩ πότε είναι οι γόνιμες ημέρες σας!

Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας

 

Πηγή:mothersblog.gr