Η μεγαλύτερη επιβάρυνση προκύπτει από τις αυξημένες δαπάνες για την αγορά τροφίμων, για την πληρωμή των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και για τις μεταφορές.

Τουλάχιστον 280 ευρώ τον μήνα ή 3.360 ευρώ ετησίως είναι η επιβάρυνση για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά) από τις διαρκείς ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες.

Η μεγαλύτερη επιβάρυνση προκύπτει από τις αυξημένες δαπάνες για την αγορά τροφίμων, για την πληρωμή των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και για τις μεταφορές. Συγκεκριμένα, η επιβάρυνση μόνο από αυτές τις τρεις κατηγορίες δαπανών υπολογίζεται σε 190-200 ευρώ.

Για να αντιληφθεί ίσως κάποιος καλύτερα το μέγεθος της επιβάρυνσης, αρκεί ίσως να πούμε ότι τα 3.360 ευρώ αντιστοιχούν σε περισσότερο από δύο μέσους μισθούς πλήρους απασχόλησης.

Για τρίτεκνη οικογένεια ο λογαριασμός μόνο για τα τρόφιμα ανεβαίνει στα 570 ευρώ από 536 ευρώ ένα χρόνο πριν, ενώ ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος φτάνει τα 110 ευρώ τον μήνα.

Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι το νοικοκυριό δεν καταναλώνει ηλεκτρικό ρεύμα για τη θέρμανση της κατοικίας του.

Οι αγορές ακριβότερων τροφίμων, όπως τα βιολογικά ή τα συμπληρώματα διατροφής –οι πωλήσεις των οποίων αυξήθηκαν μέσα στην πανδημία–, έχουν περιορισθεί αισθητά. Μείωση εμφανίζει και η κατανάλωση γαλακτοκομικών, ενώ και οι αγορές σνακ έχουν σημειώσει κάμψη.

Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα είναι αυτά που πλήττονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις, καθώς στην πραγματικότητα τα αυξημένα ποσά που καλούνται να πληρώσουν για την κάλυψη βασικών αναγκών μπορεί να υπερβαίνουν το εισόδημά τους. Περίπου το 45% του μηνιαίου εισοδήματός του μόνο για την αγορά τροφίμων και την πληρωμή του ηλεκτρικού ρεύματος θα πρέπει να διαθέτει ένας συνταξιούχος που βγήκε τώρα στη σύνταξη και μένει μόνος του.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε το 2023 στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ, με την Ελλάδα να ξεπερνάει σε επίδοση μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Την ίδια στιγμή, το επίπεδο τιμών διαμορφώθηκε στο 88,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

 

Πηγή:dnews