«Ακροδεξιά υστερία και οργή των ελίτ» – Άρθρο του Υπουργού Επικρατείας & Κυβερνητικού Εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου
Η μετατόπιση της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ προς την ακροδεξιά είναι μια εδώ και καιρό συντελούμενη διαδικασία η οποία σχετίζεται με την εξάρτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την ακροδεξιά ομάδα των Σαμαρά – Βορίδη – Γεωργιάδη.
Η ΝΔ μεταλλάσσεται υπό αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη σε ένα κόμμα – υβρίδιο που έχει προκύψει από τη διασταύρωση της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας με την ακροδεξιά ιδεολογία και τον εθνικισμό.
Αυτή η εξέλιξη φυσικά δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο καθώς παρατηρείται μια συντελούμενη ή ήδη συντελεσμένη πολιτική μετάλλαξη της δεξιάς σε αρκετούς κοινωνικούς σχηματισμούς με κύρια παραδείγματα την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Βραζιλία, όπου και εκεί βλέπουμε τις ακροδεξιές ιδεολογικές σταθερές να παντρεύονται με τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα προγράμματα κοινωνικής ισοπέδωσης.
Οι λόγοι αυτής της διασταύρωσης και του γεγονότος ότι οι εκ πρώτης όψεως ασύμβατες αυτές πολιτικές παραδόσεις και ιδεολογίες αποδεικνύονται στην πράξη απολύτως ταιριαστές και αλληλοσυμπληρούμενες σχετίζεται μάλλον με τον ρόλο που παίζει η έννοια της ισχύος και της ιεραρχίας στο εσωτερικό τους αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Το βέβαιον είναι ότι η μετάλλαξη αυτή της Νέας Δημοκρατίας έχει παράξει συγκεκριμένα και ορατά πλέον αποτελέσματα στην πολιτική της γραμμή με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη στάση της στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και με την περιθωριοποίηση στελεχών της πάλαι ποτέ ηγεμονικής, μετριοπαθούς κεντροδεξιάς και φιλελεύθερης πτέρυγας της ΝΔ.
Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται ότι και η ποιότητα του πολιτικού της λόγου έχει υποστεί μια πρωτοφανή υποβάθμιση με τη διαμόρφωση μιας ρητορικής που βρίθει από οργισμένες αντιδράσεις στα όρια του παροξυσμού, από χαρακτηρισμούς, απειλές, ύβρεις και προσβολές ενώ την ίδια στιγμή υποδέχεται ευχαρίστως θεωρίες συνωμοσίας, παραδοξολογίες και παραπολιτικά σενάρια ως κεντρικά της στοιχεία.
Ο νέος αυτός πολιτικός λόγος και το ύφος με το οποίο διατυπώνεται, παρά το γεγονός ότι αξιώνουν τη λαϊκότητα, δεν έχουν κανένα τέτοιο στοιχείο. Δεν εκφράζουν μια αυθεντική λαϊκή οργή ούτε συμπυκνώνουν κάποιο πάνδημο αίτημα πολιτικής ανατροπής.
Αντίθετα, αποτελούν κατασκευάσματα του επικοινωνιακού εργαστηρίου που παράγει κακόγουστα και κακόηχα συνθήματα με μια επίφαση λαϊκότητας τα οποία τελικά δεν αποτυπώνουν τίποτα άλλο παρά τον νέο πολιτικό χαρακτήρα της Νέας Δημοκρατίας ως συμμαχίας της πολιτικής ελίτ με τμήματα του ακροδεξιού πολιτικού προσωπικού.
Από τη μια μεριά οι ασυνάρτητες καταγγελίες, η διάδοση ψευδών ειδήσεων, τα σενάρια συνωμοσίας που βασίζονται σε απίθανους συνειρμούς επί πραγματικών γεγονότων χωρίς τεκμηρίωση, η αναπαράσταση του ελληνικού έθνους ως ταυτόχρονα περιούσιου αλλά και διωκόμενου από το εσωτερικό (προδότες – εθνομηδενιστές ) αλλά και από το εξωτερικό (μεγάλες δυνάμεις που επιβουλεύονται την Ελλάδα) είναι κεντρικά χαρακτηριστικά του ακροδεξιού λόγου που έχει υιοθετήσει πλέον στο σύνολό τους η Νέα Δημοκρατία.
Από την άλλη μεριά οι ύβρεις και οι χαρακτηρισμοί, τα ξεσπάσματα οργής εναντίον κυβερνητικών στελεχών, βουλευτών αλλά και κοινοβουλευτικών θεσμών αλλά και μια διαρκής προσπάθεια υποτίμησης της Αριστεράς αποτελούν σύμπτωμα του ιδιοκτησιακού συνδρόμου της «νέας Νέας Δημοκρατίας».
Διότι αυτή η εξεζητημένη έκφραση οργής με καφενειακό λεξιλόγιο που πολλές φορές αφήνει άναυδο το ακροατήριο και προκαλεί πραγματική θλίψη για την κατάντια του πολιτικού λόγου του Προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πολλών στελεχών της (μόνο σε μια παρέμβαση προ ολίγων ημερών ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για εύκαμπτους βουλευτές και γυρολόγους, για ενοικίαση πρόθυμων κομπάρσων, χαρακτήρισε τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου κομματικό υπάλληλο, ενώ μίλησε για πλειοψηφίες ευκαιρίας σε τιμές ευκαιρίας ) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η έκφραση της οργής της ελίτ διότι κάποιος, στην προκειμένη περίπτωση η Αριστερά, αμφισβήτησε την κυριότητά της επί των κρατικών θεσμών και άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο εξουσίας που οικοδομήθηκε επί δεκαετίες στη χώρα.
Η τάση αυτή, που μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ήδη από το 2015, σήμερα φαίνεται να είναι η κυρίαρχη. Δείγματα αυτής της διολίσθησης υπήρχαν αλλά τα πράγματα πλέον έχουν ξεφύγει από κάθε όριο. Κάθε παρέμβαση των στελεχών της ΝΔ αλλά και αρκετών από τους αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους που λειτουργούν ως ηχεία αυτής της πολιτικής κακοφωνίας είναι χειρότερη από την προηγούμενη.
Και νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο παρατηρείται αυτή η όξυνση σήμερα είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Σχετίζεται φυσικά με το γεγονός ότι η ΝΔ έχει υποστεί αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινοβουλευτικές ήττες. Από την κατάρρευση του αφηγήματος περί 4ου Μνημονίου, μέχρι τη διάψευση των προσδοκιών για πρόκληση πολιτικών εξελίξεων με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και από την αύξηση του κατώτατου μισθού μέχρι την επιτυχημένη έξοδο στις αγορές, η ΝΔ έχει ηττηθεί σε όλα τα πεδία.
Και πλέον φαίνεται να κατανοεί όσο και αν θέλει να το απωθεί ότι μια νέα ήττα της στις ερχόμενες εκλογές είναι ένα εξαιρετικά πιθανό – αν όχι το πιθανότερο -σενάριο. Και ως γνωστόν το σύμπτωμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επιστροφή του απωθημένου.