Αλάσκα: Ένα χωριό που κόπηκε στα δυο από την κλιματική αλλαγή
«Η σκέψη της μετανάστευσης κατέστρεψε την παιδική μου ηλικία», εξηγεί μια νεαρή πρώην κάτοικος του χωριού
Πριν δυο χρόνια, η Λίζα Τσαρλς και η οικογένειά της αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι όπου έμεναν όλη τους τη ζωή, στην πόλη Νιούτοκ της Αλάσκα. Αιτία δεν ήταν κάποιος πόλεμος, ούτε κάποια μεγάλη απόφαση ζωής. Εκδιώχθηκαν από την κλιματική αλλαγή.
Η Λίζα ανήκει σε μια από τις πρώτες κοινότητες των ΗΠΑ που ξεριζώθηκαν από την τήξη των πάγων, που επιτάχυνε τη διάβρωση της γης κάτω από το Νιούτοκ, φέρνοντας τα σπίτια υπερβολικά κοντά στο νερό.
Από τους 400 κατοίκους του χωριού, κανείς δεν θα μπορέσει να μείνει για πάντα στο σπίτι του. Όλοι θα χρειαστεί να μεταφερθούν στο Μέρταβικ, που βρίσκεται στην άλλη άκρη του ποταμού, περίπου μισή ώρα με βάρκα ή όχημα χιονιού, ανάλογα με την εποχή. Προς το παρόν, το χωριό παραμένει χωρισμένο στη μέση.
«Αντιμετωπίζω το Νιούτοκ ως ένα μικρό νησί, ως μια βαλτώδη περιοχή», εξηγεί η Λίζα στον Guardian. «Το έδαφος έχει καταστραφεί σε τέτοιο βαθμό, που τα φώτα στους δρόμους γέρνουν, τα πεζοδρόμια σπάνε και ανοίγουν».
Ο θείος της, ο Τέντι Τομ, κατάφερε να μετακομίσει επιτέλους στο Μέρταβικ πριν έξι μήνες. Ήδη δυο πλημμύρες είχαν γεμίσει το σπίτι του με νερό. Πριν φύγει, έβγαλε μια τελευταία φωτογραφία το πατρικό του, ενώ κατεδαφιζόταν. Κάποτε απείχε ολόκληρα μίλια από τον ποταμό Νίνγκλικ, όμως το 2020 το σπίτι κινδύνευε πια να πέσει μέσα στο νερό. Η γειτονιά που μεγάλωσε δεν υπάρχει πια, και όπως λέει κάθε χρόνο το χωριό έχει και περισσότερη ζέστη.
Ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι παγετώνες της Αρκτικής λιώνουν με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι αναμενόταν, καταστρέφοντας τα θεμέλια των κτιρίων. Για τις κοινότητες όπως το Νιούτοκ, που βρίσκονται κοντά σε κοίτες ποταμών ή στην ακτή, η κλιματική αλλαγή μεταφράζεται και σε επιτάχυνση της διάβρωσης. Μέσα σε λίγα χρόνια, περισσότερα από τριάντα μέτρα της ακτής του Νιούτοκ χάθηκαν στο νερό και, το 2004, το Στρατιωτικό Σώμα Μηχανικών των ΗΠΑ είχε προβλέψει ότι το χωριό θα είχε χαθεί μέχρι το 2019
Για τους νέους που μεγάλωσαν εκεί, πάντα υπήρχε η σκέψη της φυγής. Η Άσλεϊ Τομ, μια από τις κόρες της Λίζα, λέει ότι η σκέψη της μετανάστευσης «κατά κάποιο τρόπο κατέστρεψε την παιδική μου ηλικία». Η Άσλεϊ, μια πρωτοετής φοιτήτρια που παρακολουθεί μαθήματα από απόσταση στο Μέρταβικ, σπουδάζει διαχείριση φυλών, με στόχο να επιστρέψει και να εργαστεί στο κοινοτικό συμβούλιο του Νιούτοκ.
«Ήταν θλιβερό που φύγαμε από το παλιό μας σπίτι, γιατί είχα μεγαλώσει εκεί. Έχω πολλές αναμνήσεις», δήλωσε η Άσλεϊ στον Guardian. «Είναι ευλογία να είσαι σε ένα καλύτερο περιβάλλον σε σύγκριση με το Νιούτοκ και αισθάνομαι πιο ασφαλής εδώ, επειδή είμαι σε μεγαλύτερο υψόμετρο».
Όμως ως παιδί, αντί να είναι ξένοιαστη, μετρούσε τα χρόνια της με βάση «την εποχή της διάβρωσης», δηλαδή το φθινόπωρο και την άνοιξη. «Κάθε φορά έχουμε έντονους ανέμους και βροχές και τότε ξέρουμε ότι θα χάσουμε έδαφος».
Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης καθυστέρησε πάνω από 20 χρόνια, εξαιτίας έλλειψη πόρων και κρατικής υποστήριξης. Η οικοδόμηση κτιρίων είναι ακριβή στην επαρχιακή Αλάσκα, αφού όλες οι προμήθειες φτάνουν αεροπορικώς και τα καύσιμα κοστίζουν πολύ. Η Λίζα και η Άσλεϊ πιστεύουν ότι οι αρχές δεν αντιμετώπισαν με τη δέουσα σοβαρότητα τον αργά εξελισσόμενο κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.
«Ακούμε ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις δεν πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική, επειδή εκεί που μένουν δεν βλέπουν άμεσα τις επιπτώσεις της», αναφέρει η Λίζα στον Guardian. «Εδώ που ζούμε εμείς, επηρεάζει τη ζωή μας πολύ γρήγορα. Αυτό που βλέπουμε είναι αληθινό, είναι κακό, βλάπτει τον πλανήτη μας».
Πέρα από την απειλή της πλημμύρας και της διάβρωσης, η κλιματική αλλαγή διαταράσσει τα θεμέλια του τρόπου ζωής των αυτόχθονων κοινοτήτων της Αλάσκας, σε μια εκ των οποίων ανήκουν και οι δύο γυναίκες. Στο Νιούτοκ, η Λίζα εξηγεί ότι το κόστος ζωής είναι πια τόσο υψηλό που όλοι εξαρτώνται από τους εποχιακούς πόρους. Είτε πρόκειται για τη συλλογή φρούτων το καλοκαίρι, είτε για το κυνήγι ταράνδων, φώκιας και μπελούγκα στη διάρκεια των ψυχρότερων μηνών, οι κάτοικοι του Νιούτοκ ανέκαθεν στήριζαν τη διαβίωσή τους στο οικοσύστημα της νοτιοδυτικής Αλάσκας. «Πιστεύω ότι το να βρίσκεσαι στη φύση είναι σαν ψυχοθεραπεία», αναφέρει η Λίζα στον Guardian.
Όμως τώρα, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, το ποτάμι δεν παγώνει την ίδια περίοδο με το παρελθόν, οι καταιγίδες πλημμυρίζουν τα σπίτια του Νιούτοκ και οι εξορύξεις πετρελαίου θέτουν σε κίνδυνο το οικοσύστημα όπου ζουν οι σολομοί. Στο Μέρταβικ, οι κάτοικοι έχουν βρει ένα υγιέστερο περιβάλλον, με αποτέλεσμα να στηρίζονται ακόμη περισσότερο στους φυσικούς πόρους. Το κατάστημα τροφίμων έχει ελάχιστα προϊόντα.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι ο μόνος λόγος που τα μέλη της κοινότητας Γιουπ’ ικ του Νιούτοκ αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Στα μέσα του 20ού αιώνα, άνθρωποι όπως οι γονείς του Τέντι Τομ χρησιμοποιούσαν βάρκες και έλκηθρα για να μετεγκαθίστανται προσωρινά μεταξύ του Ποταμού Νίνγκλικ και της Θάλασσας του Μπέρινγκ. Όμως το 1949, όταν το κράτος αποφάσισε να ιδρύσει σχολείο για την κοινότητα, επέλεξαν το Νιούτοκ, τρία μίλια νότια από το αρχικό τους χωριό, επειδή οι προμήθειες δεν μπορούσαν να φτάσουν ψηλότερα. Η πόλη επεκτάθηκε γύρω από το σχολείο.
Προς το παρόν, προσπαθούν να συνηθίσουν τη ζωή στο Μέρταβικ. Από την πόλη λείπουν σημαντικές υποδομές, όπως ένα αεροδρόμιο και ένα πλήρως εξοπλισμένο νοσοκομείο. Η Λίζα λέει ότι αρχικά δεν υπήρχε τρόπος να διανεμηθούν τα εμβόλια κορονοϊού, και χρειάστηκαν μήνες για να καταφέρει να βρει τα εμβόλια για τη μικρότερη κόρη της, που είναι ακόμη βρέφος.
Όμως το Μέρταβικ τους προστατεύει από τους κινδύνους της διάβρωσης, των πλημυρών και των μολυσμένων λυμάτων που απορρίπτονταν στο ποτάμι. Τα άτομα όπως η Κάρολιν Τζορτζ, που παραμένουν στο Νιούτοκ, είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμα να το εγκαταλείψουν στην πρώτη ευκαιρία.
Έχουν υπάρξει διαφωνίες για το ποιος πρέπει να μετακινηθεί πρώτος και πώς θα διατεθούν τα χρήματα που έχουν συγκεντρώσει για τους κατοίκους διάφορες οργανώσεις. Τα περισσότερα εξ αυτών κατευθύνθηκαν στην οικοδόμηση σπιτιών στο Μέρταβικ, όμως οι καθυστερήσεις στην παράδοση των υλικών είχαν ως αποτέλεσμα εννιά σπίτια να παραμείνουν ημιτελή μέχρι την έναρξη του χειμώνα στην Αλάσκα.
Τα μέλη της κοινότητας έλαβαν οικονομική στήριξη για τους λογαριασμούς του ρεύματος, των καυσίμων θέρμανσης και των τροφίμων τους περίπου στα τέλη Απριλίου, όμως η Λίζα αναφέρει ότι η κοινότητα αυτοχθόνων θα έπρεπε να διανείμει βοήθεια τον Δεκέμβριο. Προσθέτει ότι φέτος στο Νιούτοκ δεν θα γίνουν χοροί ή τουρνουά μπάσκετ, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν χάσει και τις ευκαιρίες για κοινωνικοποίηση.
Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Κάρολιν Τζορτζ, οι γονείς της οποίας ζουν ήδη στο Μέρταβικ. Όταν καταγράφηκε το πρώτο – και μοναδικό – κρούσμα κοροναϊού τον Ιανουάριο, η Τζορτζ δεν είχε πια δικαίωμα να συναντήσει την οικογένειά της. «Μου λείπουν τόσο πολύ», λέει στον Guardian.
Και φυσικά, η πανδημία λειτούργησε ως εμπόδιο για το πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Όμως ο ρυθμός με τον οποίο κινείται η διάβρωση του εδάφους και η κλιματική αλλαγή, δεν έχει αλλάξει. Καθώς το Νιούτοκ εξαφανίζεται σταδιακά, οι κάτοικοι συνεχίζουν ένα ταξίδι δεκαετιών, που θα τους επιτρέψει κάποτε να διασχίσουν το ποτάμι.
Πηγή: in.gr