“Δολοφόνησα 21 ανθρώπους, διέπραξα χιλιάδες κλοπές, εμπρησμούς και, τελευταίο αλλά όχι έσχατο, σοδόμισα πάνω από 1000 άντρες. Για όλα αυτά δεν έχω μετανιώσει στο ελάχιστο”, αυτή ήταν η ομολογία που έδωσε ο Αμερικανός serial killer Καρλ Πάνζραμ προς το τέλος της ζωής του.

Ο Καρλ Πάνζραμ ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς δολοφόνους της Αμερικής. Παραβατικός από πολύ νεαρή ηλικία, ληστής και εμπρηστής, κατέληξε σε έναν σαδιστή φονιά, βιαστή παιδιών και ενήλικων ανδρών. Παρέμεινε αμετανόητος μέχρι το τέλος, με ένα άσβεστο μίσος για όλους και για όλα. Ο απόλυτος μισάνθρωπος, και ένα άτομο με πλήρη επίγνωση του τι έκανε και του γιατί το έκανε. Αν υπάρχουν άνθρωποι χωρίς ψυχή, ο Καρλ Πάνζαρμ ήταν σίγουρα ένας από αυτούς.

 

Οι εγκληματολόγοι που ασχολήθηκαν με την υπόθεση του, θεωρούν ότι η σαδιστική συμπεριφορά του Καρλ οφείλεται στην ταραγμένη παιδική του ηλικία. Ο Πάνζραμ γεννήθηκε στη Μινεσότα το 1891, με τους γονείς του να είναι μετανάστες από την Ανατολική Πρωσία. Όταν ήταν 8 ετών ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια του, και ο ίδιος διέπραξε την πρώτη του κλοπή στην ηλικία των 12 ετών, κλέβοντας ένα κέικ, μήλα και ένα περίστροφο από τους γείτονες του.

Ο Κάρλ συνέχισε τις μικροληστείες με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα αναμορφωτήριο της Μινεσότα, στο οποίο χτυπήθηκε, βιάστηκε και βασανίστηκε από το προσωπικό του. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Καρλ να γίνει αρκετά κυνικός.

“Στο μυαλό του Καρλ αυτός ο κόσμος ήταν άθλιος και ο δικός του ρόλος ήταν να σπείρει τον όλεθρο”, υποστηρίζουν κορυφαίοι εγκληματολόγοι. Αφού κακοποιήθηκε αμέτρητες φορές, άρχισε να υποδύεται τον ήσυχο νέο ώστε να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Αφού αποφοίτησε από το σχολείο, άρχισε να περιφέρεται από τόπο σε τόπο, πηδώντας σε διάφορες εμπορευματικές αμαξοστοιχίες τρένων. Σε μια από αυτές τις διαδρομές, ο Καρλ βιάστηκε από τα μέλη μιας συμμορίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, το περιστατικό αυτό τον συγκλόνισε, αλλά τον έκανε πιο σοφό αγόρι – ένα αγόρι που σύντομα θα άρχισε να βιάζει και αυτό.

Ο Πάνζραμ συνέχισε να περιφέρεται με τρένα, να καίει κτίρια και να κλέβει. Το 1908 συνελήφθη για διάρρηξη και στάλθηκε στους πειθαρχικούς στρατώνες του Fort Leavenworth στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόλις απελευθερώθηκε επέστρεψε στις κακές του συνήθειες, ενώ ξαναπιάστηκε και καταδικάστηκε αρκετές φορές.

Το 1915, ο Πάνζραμ καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης στο Όρεγκον. Η αιτία της σύλληψης του ήταν και πάλι η κλοπή. Η ζωή του στην φυλακή ήταν μια ζωντανή κόλαση, καθώς οι φύλακες για να τιμωρήσουν την ανυποταξία του, τον χτυπούσαν συνεχώς, τον κρεμούσαν για ώρες από δοκάρια και τον γύριζαν με ένα λάστιχο, ενώ τον άφηναν εβδομάδες στην απομόνωση όπου τρεφόταν με κατσαρίδες.

Το 1917 ο Πάνζραμ δραπέτευσε, αλλά πιάστηκε και επέστρεψε στη φυλακή. Παρά την πρώτη αποτυχία του, ο Πάνζραμ κατέφερε να δραπετεύσει και πάλι έναν χρόνο αργότερα. Το 1920 αγόρασε ένα σκάφος και άρχισε να καλεί σε αυτό νεαρούς μεθυσμένους Αμερικανούς στρατιώτες, τους οποίους “ψάρευε” από διάφορα μπαρ. Μόλις τους έβαζε στο σκάφος του, τους βίαζε, τους σκότωνε και στην συνέχεια πετούσε τα πτώματα τους στις εκβολές του Ατλαντικού ωκεανού.

Το σκάφος του τελικά βυθίστηκε και ο Καρλ αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αφρική. Εκεί βίασε και σκότωσε ένα νεαρό αγόρι, ενώ λίγες μέρες αργότερα δολοφόνησε έξι τοπικούς ξεναγούς, οι οποίοι επρόκειτο να τον πάρουν μαζί τους σε κυνήγι κροκοδείλου.

Μετά από έναν χρόνο, και κουρασμένος πλέον από την Αφρική, ο Πάνζραμ αποφάσισε να προχωρήσει. Επόμενο λιμάνι του ήταν η Λισαβόνα. Εκεί αντιλήφθηκε ότι τον αναζητούν για τα εγκλήματα του στην Αφρική, και το έσκασε με πλοίο για την Αμερική.

Στην Αμερική ο Πάνζραμ συνέχισε να βιάζει και να σκοτώνει νεαρούς άνδρες. Ήταν ένα θηρίο, του οποίου η σωματική διάπλαση δεν άφηνε και πολλά περιθώρια άμυνας. Ενώ ο Πάνζραμ ήταν άριστος δολοφόνος, ήταν κάκιστος κλέφτης. Το 1928 συνελήφθη εκ νέου για μια σειρά διαρρήξεων και φυλακίστηκε στο Κάνσας. Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης όταν ομολόγησε την δολοφονία δύο νεαρών αγοριών.

Ο Καρλ μισούσε τις φυλακές και προσπάθησε να αποδράσει αλλά τον αντιλήφθηκε ένας φρουρός. Οι δεσμοφύλακες του πέρασαν χειροπέδες και τον ξυλοκόπησαν μέχρι αναισθησίας. Έναν χρόνο αργότερα συνέθλιψε το κρανίο του υπεύθυνου των πλυντηρίων, κι έτσι κατέληξε στην πτέρυγα των μελλοθάνατων.

Η θανατική ποινή γι’ αυτόν ήταν σχεδόν σαν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Όταν οι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπάθησαν να παρέμβουν στην υπόθεση του, τους περιφρονούσε και ευχόταν να μπορούσε να τους σκοτώσει όλους.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο τρελός άνθρωπος κατάφερε να κάνει έναν φίλο όσο βρισκόταν στην πτέρυγα των μελλοθάνατων. Αυτός ήταν ο 26χρονος φύλακας Χένρυ Λέσερ, ο οποίος τον λυπήθηκε και του έδωσε ένα δολάριο για να αγοράσει τσιγάρα. Οι δυο τους ανέπτυξαν μια φιλική σχέση, με τον Χένρι να του δίνει κάθε μέρα χαρτί και μολύβι, πείθοντας τον να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο Πάνζραμ ακολούθησε την συμβουλή του, χωρίς να φοβάται καθόλου να γράψει λεπτομέρειες για τις δολοφονίες του.

Ο Λέσερ φύλαξε τα γραπτά του Πάνζραμ, αλλά οι εκδότες δεν αναλάμβαναν να τυπώσουν ένα βιβλίο με τέτοιο περιεχόμενο. Έτσι, δημοσιεύθηκε μετά από 40 χρόνια, το 1970, σε ένα περιοδικό που είχε εγκληματολογική θεματολογία.

Ο Πάνζραμ εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1930. Είναι χαρακτηριστική η ατάκα που είπε στον δήμιο του λίγα δευτερόλεπτα προτού τον εκτελέσουν: “Τέλειωσε το μπάσταρδε από την Ινδιάνα. Θα μπορούσα να έχω σκοτώσει 12 άνδρες όση ώρα χαζολογάς!”

 

 

Πηγή:perpetual.gr