ΑΝΝΑ ΜΑΝΗ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ για την Αυτοδίκαιη Αργία Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων
odelalis,
29 Μαΐου, 2013
4 λεπτά ανάγνωσης
Η κ. Άννα Μάνη-Παπαδημητρίου σε ερώτηση, που είχε υποβάλει, με άλλους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, προς τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Αντώνιο Μανιτάκη σχετικά με την Αυτοδίκαιη Αργία Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων έλαβε την ακόλουθη απάντηση:
«Σε απάντηση της υπ΄αριθμ.7379/19.2.2013 Ερώτησης που κατέθεσαν στη Βουλή οι ανωτέρω βουλευτές με θέμα: «Αυτοδίκαιη Αργία Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων», σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για ενίσχυση της πειθαρχικής ευθύνης των Δημοσίων Υπαλλήλων αποτυπώνει τη βούληση της Πολιτείας και της κοινωνίας να εφαρμοστεί πλήρως και χωρίς εξαιρέσεις ο νόμος που αφορά στους πειθαρχικά υπόλογους υπαλλήλους και να δοθεί ένα τέλος στην ατιμωρησία.
Η εφαρμογή του νόμου επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον υπάλληλο που παρέβη το υπηρεσιακό του καθήκον. Και όταν πρόκειται για βαριά πειθαρχικά αδικήματα, με έντονη την ηθική απαξία, όπως είναι η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, η πλαστογραφία, η υπεξαίρεση, η συστηματική απουσία από την εργασία, οι συνέπειες οφείλουν να είναι βαρύτατες. Ο εξορθολογισμός και η διεύρυνση του πειθαρχικού δικαίου αποτελεί αίτημα της κοινωνίας και πράξη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Και αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα να προστατευθεί το κύρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων, που τιμούν το λειτούργημά τους και εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες.
Οι διατάξεις του ν. 4093/2012 (υποπαράγραφος Ζ.3) σχετικά με την αυτοδίκαιη και δυνητική αργία δεν εισάγουν νέο δίκαιο αλλά τροποποιούν μία υφιστάμενη διάταξη. Η υποχρεωτική ή δυνητική θέση σε αργία δεν συνιστά πειθαρχική ποινή, για να προδικάζει την ενοχή του υπαλλήλου στον οποίο επιβλήθηκε και να πλήττει, έτσι, το τεκμήριο αθωότητας. Αποτελεί διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, το οποίο είναι προκαταρκτικό της ποινικής δίωξης του υπαλλήλου και αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, χωρίς να λύνεται η υπαλληλική σχέση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, μέχρις ότου το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο αποφανθεί τελικά, κάτω από πλήρεις εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας, ως προς την ευθύνη του υπαλλήλου.
Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν αφορά το σύνολο τν πειθαρχικών υποθέσεων που εκκρεμούν, και κυρίως δεν αφορά απλές παραβάσεις του υπαλληλικού κώδικα, για τις οποίες αρμόδια να αποφασίσουν είναι τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Η ρύθμιση για την αυτοδίκαιη αργία επηρεάζει αποκλειστικά και μόνο υπαλλήλους που έχουν παραπεμφθεί για σοβαρότατα πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα και πιο συγκεκριμένα με το ν. 4093/2012 τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία οι υπάλληλοι, που:
α) στερηθήκαν την προσωπική τους ελευθερία με απόφαση ή ένταλμα,
β) εκδόθηκε εις βάρος τους ένταλμα προσωρινής κράτησης,
γ) παραπέμφθηκαν αμετάκλητα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για περιοριστικώς αναφερόμενα πλημμελήματα, όπως κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία και οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας,
δ) τους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής ή της οριστικής παύσης,
ε) παραπέμφθηκαν ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου για ένα από 6τα αναφερόμενα στη διάταξη πειθαρχικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων π.χ. πράξεις άρνησης αναγνώρισης του συντάγματος, απόκτηση οικονομικού οφέλους καυτά την άσκηση των καθηκόντων, αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη συμπεριφορά, σοβαρή απείθεια, αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση καθηκόντων, παράλειψη των πειθαρχικών οργάνων να προβούν σε δίωξη και τιμωρία πειθαρχικού παραπτώματος κλπ.
Εξάλλου, ο θεσμός της αυτοδίκαιης αργίας, όπως έχει διαμορφωθεί στο ν.4093/2012, έχει δικλείδες ασφαλείας και για τον τυχόν αδικηθέντα υπάλληλο. Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 3 της εσωτερικής παραγράφου 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο υπάλληλος, στον οποίο έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία, μπορεί να ζητήσει, οποτεδήποτε μετά την έκδοση της οικείας πράξης, από το αρμόδιο για το διορισμό του όργανο, την αναστολή του εν λόγω μέτρου. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει, μετά από γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, ότι, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η
συνέχιση της αργίας, μπορεί να διατάξει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του.
Το νέο πειθαρχικό δίκαιο προστατεύει την «ανεμπόδιστη άσκηση του δημοσίου λειτουργήματος των υπαλλήλων». Η υποβολή μιας καταγγελίας ή μιας πειθαρχικής αναφοράς δεν οδηγεί στην άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Πολύ περισσότερο, όταν η καταγγελία είναι κακόβουλη, μεροληπτική ή εκβιαστική. Η καταγγελία εξετάζεται και αξιολογείται, από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα και η πειθαρχική δίωξη ασκείται, με τις θεσμικές εγγυήσεις του πειθαρχικού δικαίου, μόνο όταν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν.3528/2007, Φ,Ε.Κ. 26/Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.4057/2012 ( ΦΕΚ 54/Α΄):
«2.Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων καταβάλλεται το ένα τρίτο (1/3) των αποδοχών του με εξαίρεση την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 κατά την οποία καταβάλλεται το ένα τέτερτο(1/4) των αποδοχών του. Το υπόλοιπο των αποδοχών του ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί στον υπάλληλο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Το ως άνω ισχύει και μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που απαλλάσσει τον υπάλληλο εφόσον μόνος λόγος θέσεως σε αργία είναι η περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 103».
«Σε απάντηση της υπ΄αριθμ.7379/19.2.2013 Ερώτησης που κατέθεσαν στη Βουλή οι ανωτέρω βουλευτές με θέμα: «Αυτοδίκαιη Αργία Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων», σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα:
Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για ενίσχυση της πειθαρχικής ευθύνης των Δημοσίων Υπαλλήλων αποτυπώνει τη βούληση της Πολιτείας και της κοινωνίας να εφαρμοστεί πλήρως και χωρίς εξαιρέσεις ο νόμος που αφορά στους πειθαρχικά υπόλογους υπαλλήλους και να δοθεί ένα τέλος στην ατιμωρησία.
Η εφαρμογή του νόμου επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στον υπάλληλο που παρέβη το υπηρεσιακό του καθήκον. Και όταν πρόκειται για βαριά πειθαρχικά αδικήματα, με έντονη την ηθική απαξία, όπως είναι η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, η πλαστογραφία, η υπεξαίρεση, η συστηματική απουσία από την εργασία, οι συνέπειες οφείλουν να είναι βαρύτατες. Ο εξορθολογισμός και η διεύρυνση του πειθαρχικού δικαίου αποτελεί αίτημα της κοινωνίας και πράξη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Και αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα να προστατευθεί το κύρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των δημοσίων υπαλλήλων, που τιμούν το λειτούργημά τους και εργάζονται υπό δύσκολες συνθήκες.
Οι διατάξεις του ν. 4093/2012 (υποπαράγραφος Ζ.3) σχετικά με την αυτοδίκαιη και δυνητική αργία δεν εισάγουν νέο δίκαιο αλλά τροποποιούν μία υφιστάμενη διάταξη. Η υποχρεωτική ή δυνητική θέση σε αργία δεν συνιστά πειθαρχική ποινή, για να προδικάζει την ενοχή του υπαλλήλου στον οποίο επιβλήθηκε και να πλήττει, έτσι, το τεκμήριο αθωότητας. Αποτελεί διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, το οποίο είναι προκαταρκτικό της ποινικής δίωξης του υπαλλήλου και αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, χωρίς να λύνεται η υπαλληλική σχέση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, μέχρις ότου το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο αποφανθεί τελικά, κάτω από πλήρεις εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας, ως προς την ευθύνη του υπαλλήλου.
Σ΄ αυτό το σημείο θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν αφορά το σύνολο τν πειθαρχικών υποθέσεων που εκκρεμούν, και κυρίως δεν αφορά απλές παραβάσεις του υπαλληλικού κώδικα, για τις οποίες αρμόδια να αποφασίσουν είναι τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Η ρύθμιση για την αυτοδίκαιη αργία επηρεάζει αποκλειστικά και μόνο υπαλλήλους που έχουν παραπεμφθεί για σοβαρότατα πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα και πιο συγκεκριμένα με το ν. 4093/2012 τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία οι υπάλληλοι, που:
α) στερηθήκαν την προσωπική τους ελευθερία με απόφαση ή ένταλμα,
β) εκδόθηκε εις βάρος τους ένταλμα προσωρινής κράτησης,
γ) παραπέμφθηκαν αμετάκλητα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για περιοριστικώς αναφερόμενα πλημμελήματα, όπως κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία και οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας,
δ) τους επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της προσωρινής ή της οριστικής παύσης,
ε) παραπέμφθηκαν ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου για ένα από 6τα αναφερόμενα στη διάταξη πειθαρχικά παραπτώματα, μεταξύ των οποίων π.χ. πράξεις άρνησης αναγνώρισης του συντάγματος, απόκτηση οικονομικού οφέλους καυτά την άσκηση των καθηκόντων, αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη συμπεριφορά, σοβαρή απείθεια, αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση καθηκόντων, παράλειψη των πειθαρχικών οργάνων να προβούν σε δίωξη και τιμωρία πειθαρχικού παραπτώματος κλπ.
Εξάλλου, ο θεσμός της αυτοδίκαιης αργίας, όπως έχει διαμορφωθεί στο ν.4093/2012, έχει δικλείδες ασφαλείας και για τον τυχόν αδικηθέντα υπάλληλο. Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 3 της εσωτερικής παραγράφου 1 της υποπαραγράφου Ζ.3 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο υπάλληλος, στον οποίο έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία, μπορεί να ζητήσει, οποτεδήποτε μετά την έκδοση της οικείας πράξης, από το αρμόδιο για το διορισμό του όργανο, την αναστολή του εν λόγω μέτρου. Το όργανο που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει, μετά από γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, ότι, με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν είναι αναγκαία η
συνέχιση της αργίας, μπορεί να διατάξει την αναστολή της και την επάνοδο του υπαλλήλου στα καθήκοντά του.
Το νέο πειθαρχικό δίκαιο προστατεύει την «ανεμπόδιστη άσκηση του δημοσίου λειτουργήματος των υπαλλήλων». Η υποβολή μιας καταγγελίας ή μιας πειθαρχικής αναφοράς δεν οδηγεί στην άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Πολύ περισσότερο, όταν η καταγγελία είναι κακόβουλη, μεροληπτική ή εκβιαστική. Η καταγγελία εξετάζεται και αξιολογείται, από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα και η πειθαρχική δίωξη ασκείται, με τις θεσμικές εγγυήσεις του πειθαρχικού δικαίου, μόνο όταν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν.3528/2007, Φ,Ε.Κ. 26/Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.4057/2012 ( ΦΕΚ 54/Α΄):
«2.Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων καταβάλλεται το ένα τρίτο (1/3) των αποδοχών του με εξαίρεση την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 κατά την οποία καταβάλλεται το ένα τέτερτο(1/4) των αποδοχών του. Το υπόλοιπο των αποδοχών του ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί στον υπάλληλο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Το ως άνω ισχύει και μετά την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης που απαλλάσσει τον υπάλληλο εφόσον μόνος λόγος θέσεως σε αργία είναι η περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 103».