Συνέντευξη στον δημοσιογράφο – Νικηφόρο Γκόλτσιο

Ο καταξιωμένος Κατερινιώτης ζωγράφος μιλάει για όσα τον καθόρισαν καλλιτεχνικά με αφορμή την αναδρομική έκθεσή του στην Αστική Σχολή

 

“ΤZIOKAΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ”. Με αυτό το σημαντικό εικαστικό γεγονός, ο Οργανισμός Πολιτισμού του Δήμου Κατερίνης επιλέγει να υποδεχτεί φέτος την «πολιτιστική άνοιξη», εγκαινιάζοντας από τις 20 Μαρτίου έως τις 05 Απριλίου στην Αστική Σχολή, ένα διάλογο με το σπουδαίο έργο του καταξιωμένου Κατερινιώτη ζωγράφου, με την πολυσχιδή καλλιτεχνική – πολιτιστική διαδρομή και προσφορά, και παράλληλα, επιφυλάσσοντας θερμό καλωσόρισμα σε έναν άξιο καλλιτέχνη, από τους πιο δημιουργικούς και αναγνωρισμένους της γενιάς του.

Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ήταν πολύ χαρούμενος με την νέα καλλιτεχνική επιστροφή του στην «Κατερίνη, στην πόλη μου», όπως τονίζει σε κάθε ευκαιρία. Ο δημιουργός που, όπως σημειώνει, ταυτίζεται απόλυτα με το ρητό «ο καθείς εφ’ ω ετάχθη»,  φωτίζει σταθμούς της αξιοπρόσεκτης διαδρομής του από τα πρώτα του βήματα στην τέχνη έως σήμερα, τις συνεργασίες με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Ρίτσο. Τέλος, προτρέπει τους Κατερινιώτες δημιουργούς να είναι εξωστρεφείς και να ακολουθήσουν το όνειρό τους, ενώ το κοινό να μπορεί να  «ζει» αυτά που συμβαίνουν στην πόλη μας.

«Η Απέραντη Σιωπή Των Σταθμών» – τα τρένα  αποτέλεσαν για εσάς πηγή έμπνευσης. Σχετική μάλιστα έκθεση παρουσιάσατε στο παρελθόν και στην Αστική Σχολή.  Ποια είναι η θέση ενός δημιουργού σε μία συγκυρία τραγική για όλη τη χώρα, σε ένα κλίμα οδύνης που κατακλύζει τα πάντα. Η σιωπή; Η κριτική; Ο θυμός;

Με τη σιωπή θεωρώ ότι τιμούμε τα θύματα αυτής τραγωδίας. Πράγματι ήταν και είναι τα τρένα για εμένα ένα πολύ σημαντικό σημείο αναφοράς. Το αγάπησα. Το αγαπήσαμε όλοι το τρένο και έχουμε εικόνες και αναμνήσεις. Έχω γράψει μάλιστα σχετικά και ένα διήγημα και πραγματικά πόνεσα πάρα πολύ με ό, τι συνέβη.

Κάθε φορά που επιστρέφετε στην Κατερίνη είτε για μία έκθεση δική σας είτε ως απλός επισκέπτης,  ποια είναι η σχέση σας με την πόλη; Η Κατερίνη, εσείς και οι άνθρωποί της;

Δεν έχω την αίσθηση ότι έφυγα ποτέ. Έφυγα βέβαια στην Αθήνα ή στο εξωτερικό, ωστόσο διατήρησα την σχέση μου με την πόλη και τους ανθρώπους της. Ήταν πάντα για εμένα στο επίκεντρο η Κατερίνη και παντού έλεγα ότι ήταν και είναι η πόλη μου. Στην Κατερίνη άλλωστε είναι οι παιδικοί φίλοι μου. Μία σχέση ζωής. Την αγάπησα και με αγάπησε η πόλη και χάρη σε αυτή την επικοινωνία, την σχέση είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που μου δίνεται η δυνατότητα να εκθέσω όλη αυτή τη διαδρομή μου. Θέλω με την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Δήμαρχο Κατερίνης Κώστα Κουκοδήμο, τον πρόεδρο του Οργανισμού Πολιτισμού, Γιάννη Νταντάμη, την αντιπρόεδρο Μυράντα Παππά και όλους όσοι συνέβαλαν στη διοργάνωση αυτής της έκθεσης.

Είναι μία ηθική επιβράβευση για εσάς;

Αναμφισβήτητα ναι. Δεν είναι απλό ο Δήμος να οργανώσει μία τέτοια εκδήλωση. Και δεν είναι μόνο το οικονομικό σκέλος. Είναι η όλη διαδικασία, ο χρόνος που αφιερώθηκε. Για εμένα είναι μία ξεχωριστή τιμή.

Έχετε πραγματοποιήσει εκθέσεις στο εξωτερικό. Η αντιμετώπιση στην Ελλάδα είναι διαφορετική;

Η αλήθεια είναι ότι το κοινό στο εξωτερικό είναι εκπαιδευμένο να βλέπει πίνακες ζωγραφικής. Σε ορισμένες χώρες π.χ. στη Γαλλία, στην Ελβετία κ.α. ο καλλιτέχνης μικρής ή μεγαλύτερης εμβέλειας – δεν έχει σημασία – χαίρει της εκτιμήσεως του κοινού. Σέβονται τον δημιουργό. Σε προσωπικό επίπεδο, στη χώρα μας, στον τόπο μας πάντα με σεβάστηκε το κοινό σε ό,τι έκανα. Στην Ελλάδα όμως ακόμη, όπως σε πάρα πολλά θέματα, δεν έχουμε εκπαιδευτεί προς αυτή την κατεύθυνση και δεν φταίει το κοινό για αυτό. Η τέχνη για παράδειγμα σχεδόν απουσιάζει από τα σχολεία, από την εκπαίδευση….

Εκπαίδευση λοιπόν. Εσείς μετά από μια ήδη επιτυχημένη διαδρομή στη ζωγραφική αποφασίσατε να σπουδάσετε στο εξωτερικό. Είναι και η ζωγραφική τέχνη τελικά μία δια βίου μάθηση, όπως τόσα άλλα πλέον στη ζωή και στην καθημερινότητά μας;

Σίγουρα. Η τέχνη ταυτίζεται με τη δια βίου μάθηση. Το σημαντικό στοιχείο της είναι η συνεχής εξέλιξη που πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης. Γιατί δεν λες ποτέ π.χ. ότι πήρα το πτυχίο και έμαθα αυτά που έπρεπε όπως π.χ. σε ορισμένες επιστήμες. Στην τέχνη πάντα υπάρχουν περιθώρια σε έναν πίνακα ζωγραφικής να ήταν και αλλιώς. Μπορεί ένας πίνακας, ένα έργο να τελειώνει εκεί που ο καλλιτέχνης βάζει την υπογραφή του. Όμως η εξέλιξή του θα μπορούσε να ήταν αέναη και υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσε να  προσθέσει ή να αφαιρέσει. Βεβαίως, η δια βίου μάθηση υφίσταται στην τέχνη. Ακόμα και σήμερα, όταν ζωγραφίζω, εκπλήσσομαι ορισμένες φορές π.χ. από κάποιες αποχρώσεις. Από λεπτομέρειες που δεν τις είχα αντιληφθεί. Ξέρετε καμιά φορά το τυχαίο στην τέχνη είναι δημιουργία αρκεί να αντιληφθείς ότι αυτό το τυχαίο εμπεριέχει μία αλήθεια. Για μένα άλλωστε σημαντική θέση στην τέχνη καταλαμβάνει η αλήθεια, το αυθόρμητο και όχι το επιτηδευμένο και φτιασιδωμένο.

Τελικά γεννιέται κανείς ζωγράφος ή γίνεται;

Είναι όπως το γνωστό παράδειγμα με την κότα και το αυγό. Δεν επαρκεί μόνο το ταλέντο. Πιστεύω όμως ανεπιφύλακτα στο ρητό «ο καθείς εφ’ ω ετάχθη».

Τη δική σας αλήθεια – για την οποία μιλήσαμε πριν – την αναζητήσατε και μέσα από ένα διάλογο της ζωγραφικής με την ποίηση. Αναφέρομαι στη γνωριμία σας με τον Οδυσσέα Ελύτη και στην ενασχόληση με το εμβληματικό «Άξιον Εστί»,  το οποίο απεικονίσατε μέσα από τη δική σας τέχνη.

Η αλήθεια είναι ότι, σε όποιες τυχόν δύσκολες στιγμές βίωνα, έβρισκα ανακούφιση μέσα στην ποίηση. Και πάντα διαβάζοντας ποίηση ένοιωθα μία δύναμη. Παράλληλα, γύρω από τη ζωγραφική τέχνη έκανα και άλλες εφαρμογές.

Όπως η σκηνογραφία. Τι σας «τράβηξε» στο θεατρικό χώρο;

Ακριβώς. Δούλεψα σκηνογραφία, καθώς και μεγάλες διακοσμήσεις σε ξενοδοχεία. H σκηνογραφία ήταν μία από τις παραμέτρους που είχα στην τέχνη μου. Μία άλλη διάσταση και πτυχή. Λάτρευα την ποίηση, το θέατρο αυτή η άμεση και συλλογική δημιουργία που αποπνέει είναι κάτι το μαγευτικό. Μία ομάδα που περιστρέφεται γύρω από ένα συγκεκριμένο έργο και μια μοναδική ατμόσφαιρα. Εκεί πρωταγωνιστής είναι ο συγγραφέας. Όχι ο ηθοποιός ή ο σκηνοθέτης κ.λ.π. Και τον Ελύτη άλλωστε στο Εθνικό θέατρο τον γνώρισα.  Στο σκηνογραφικό τμήμα που εργαζόμουν. Είχα αρχίσει να ασχολούμαι με το «Άξιον Εστί». Όταν ήρθε ο Ελύτης στο Εθνικό, μου δόθηκε το έναυσμα να τον πλησιάσω, να του μιλήσω. Με κάλεσε στο σπίτι του, όπου είχαμε μια πολύωρη συνομιλία επί παντός επιστητού, ενώ με τίμησε, όταν ήρθε και στα εγκαίνια της έκθεσης.

Από τη γνωριμία αυτή με τον Ελύτη, με τον Μάνο Χατζιδάκι* και την εμπνευσμένη από το έργο του μουσικοσυνθέτη έκθεσή σας «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», τι ήταν αυτό που αποκομίσατε; Τι σηματοδότησε στην καριέρα σας;

Υπάρχουν άνθρωποι που τους γνωρίζεις μία φορά στη ζωή σου και τους κουβαλάς για πάντα μαζί σου. Και υπάρχουν άνθρωποι που είσαι κάθε ημέρα μαζί και μόλις φύγουν, τους ξεχνάς. Τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Ρίτσο που είχα την τιμή να τους γνωρίσω: μία φορά αν τους συναντούσες, τους ένοιωθες πάντα δίπλα σου. Και αυτό γιατί ο λόγος τους ήταν διαχρονικός. Αυτό που αποκόμισα πέρα από το γεγονός ότι εκτίμησαν το έργο μου και με τίμησαν με τη φιλία τους, μου έδωσαν να καταλάβω ότι η ζωή και η τέχνη είναι ένας δρόμος που, όταν θα τον πάρεις, πρέπει να είσαι αποφασισμένος. Αποφασισμένος να βιώσεις την απόλυτη μοναξιά. Η τέχνη δεν βιώνεται αν δεν αποφασίσεις ότι είσαι εσύ και κανένας άλλος απέναντι στο δημιούργημά σου. Δεν μπορεί να είναι συλλογική η δουλειά του ζωγράφου. Είναι ο δημιουργός και το έργο του. Αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για μένα η συνεργασία μαζί τους και ως κόρην οφθαλμού φυλάω στην ψυχή μου, όλα όσα έμαθα κοντά τους.

Το καλοκαίρι του ‘80 σκηνογραφήσατε το «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» με την Εστία Πιερίδων Μουσών, στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ Ολύμπου». Ένα έργο σημείο αναφοράς για την πολιτιστική Πιερία. Έχω και προσωπικά σε συζητήσεις γίνει αποδέκτης διθυραμβικών σχολίων και συζητήσεων για αυτή την παραγωγή. Τι θυμάστε από αυτή τη συνεργασία; Υπάρχουν δυνατότητες, υποδομές, άνθρωποι σήμερα εδώ στον τόπο μας, προκειμένου να γίνουν και πάλι αντίστοιχης εμβέλειας παραγωγές;

Παρακολουθώ και διαπιστώνω με χαρά ότι η Κατερίνη, η Πιερία έχει πολλές πολιτιστικές δυνατότητες.  Έχει αξιόλογους δημιουργούς, καλλιτέχνες π.χ. όπως η Γιώτα η Τσερτεκίδου στην ποίηση διαθέτει μία ξεχωριστή πένα ή η Χαρά Καλαϊτζίδου στη λυρική σκηνή και πολλοί άλλοι ακόμη που θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία. Η δυνατότητα να δημιουργήσουν αυτό που πιστεύουν και να δώσουν στις τοπικές κοινωνίες νέα γεγονότα για να διανυθεί το βήμα προς τα εμπρός.

Να ακολουθήσουν το όνειρό τους

Οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει όμως να ζουν με τα δικά τους γεγονότα. Όχι να περιμένουμε πότε θα συμβεί κάτι στην Αθήνα. Τα μεγάλα γεγονότα τα βιώνουμε συνολικά και, όπου και αν βρεθούμε, μας αγγίζουν. Μία θεατρική παράσταση όμως π.χ. με επίκεντρο τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι, σε μία τοπική κοινωνία, ακόμα στα ήθη και έθιμά της, θα δώσει ένα στίγμα. Αυτό ακριβώς θυμάμαι για την παραγωγή της Εστίας Πιερίδων Μουσών στο Φεστιβάλ Ολύμπου. Ένα σημείο αναφοράς με σπουδαίους συντελεστές. Σας διαβεβαιώ ότι η πόλη της Κατερίνης έχει όλα τα εχέγγυα να έχει τη δική της σφραγίδα, το δικό της στίγμα στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή.

Η γνώμη σας μετράει, γιατί πέρα από άνθρωπος της τέχνης, δεν ζείτε εδώ και αυτό βοηθάει να έχετε μία πιο αποκρυσταλλωμένη ίσως άποψη…..

Νικηφόρε, θα ήταν χαρά μου με την ευκαιρία απευθυνόμενος σε όλους τους καλλιτέχνες που ζουν και υπάρχουν στην Κατερίνη, να τους πω από τη δική μου εμπειρία και διαδρομή να μη φοβηθούν να βγουν και προς τα έξω. Συνιστώ εξωστρέφεια. Να ακολουθήσουν το όνειρό τους.

Πόσο εύκολο όμως είναι να βιοποριστεί ένας ζωγράφος από την ζωγραφική τέχνη στη χώρα μας;

Πάρα πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Προσωπικά βέβαια είχα την τύχη να γίνει αποδεκτό το έργο μου ευθύς εξαρχής. Μου δινόταν συνεχώς η ευκαιρία της αναδημιουργίας. Κατάφερα έτσι να «κτίσω» ένα ευρύ κοινό, που πάντα στις εκθέσεις αγόραζε τα έργα μου. Αποτέλεσμα ήταν να έχω και κάποια οικονομικά οφέλη, μέσω των οποίων κατάφερα και έζησα καλά. Βέβαια, εξαρτάται και από τις απαιτήσεις που έχει κανείς και τι θέλει να αποκτήσει. Για μένα ήταν σημαντικό να μπορώ να επιβιώνω. Για άλλον ενδεχομένως να είναι προτεραιότητα να αγοράσει π.χ. ένα ακριβό αυτοκίνητο αδιαφορώντας αν μετά δεν τα βγάζει πέρα. Είναι ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες που θέτεις στη ζωή.

Οπότε να φανταστώ θα συμβουλεύατε ένα νέο καλλιτέχνη να έχει επιμονή και να το παλέψει;

Για έναν νέο ζωγράφο όλα εξαρτώνται από τον ψυχισμό του και από την αντοχή που έχει στις δύσκολες ημέρες. Εκεί η τέχνη είναι σαν το κυνήγι και τον ψαρά. Θα σας διηγηθώ μία δική μου εμπειρία που ηχεί ως ανέκδοτο. Βρέθηκα στη Νάουσα της Πάρου για μία έκθεσή μου. Ο Δήμος και οι άνθρωποί του οργάνωσαν μία καταπληκτική έκθεση. Στα εγκαίνια όμως δεν ήρθε –  πέραν των διοργανωτών και της οικογένειάς μου – ούτε ένας άνθρωπος. Πρόκειται για συμβάν που αν το βίωνε κάποιος άλλος ενδεχομένως να τα παρατούσε.  Προσωπικά όμως δεν απογοητεύτηκα. Ίσα ίσα. Είχα την επιμονή και την πίστη. Συνέχισα. Αποτέλεσμα; 10 χιλιάδες κόσμος είδε την έκθεσή μου στη Θεσσαλονίκη ή  στην Αθήνα («ΖΥΓΟΣ»). Μεγάλη αποδοχή.

 

Μεγάλη προσέλευση σημαίνει και πώληση των έργων τέχνης;  Πολύς λόγος γίνεται για την τιμή ενός πίνακα ζωγραφικής. Κατά πόσο είναι διαφορετική από την αξία του;

Κοιτάξτε. Έχω πουλήσει παλαιότερα πίνακα ζωγραφικής 300.000 δρχ. Ένα μήνα μετά ο Βορρές (συλλέκτης έργων τέχνης), το πούλησε 1 εκατομμύριο δρχ. Που σημαίνει τι; Ότι η τιμή του έργου είναι διαφορετική από την αξία του. Για να αποκτήσει οντότητα ένα έργο πρέπει κάποιος να το αγοράσει. Γιατί το έργο από τη στιγμή που θα πουληθεί θα μείνει διαχρονικά στο χώρο. Οπότε η αξία του κρατάει διαχρονικά.

 

Υπάρχει όμως κάποιος πίνακας που δεν θα τον αποχωριζόσαστε ποτέ και με οιοδήποτε τίμημα;

Ναι υπάρχουν. 2 – 3 έργα τα οποία είναι σημαντικά για εμένα. Έργα τα οποία ήταν μία κατάκτηση για τη ζωγραφική μου τέχνη και στιγματισμένα από συναισθηματική φόρτιση. Ενδεχομένως και  από κάτι το οποίο με συνδέει με το παρελθόν μου. Αυτά θα τα αποχωριζόμουν μόνο αν αυτός που θα τα αγόραζε θα είχε την ίδια συναισθηματική ανάγκη με τη δική μου. Γιατί τότε θα ήμουν βέβαιος ότι το έργο είναι σε καλά χέρια. Δεν μου αρέσει να κάνω έργο και να πω κατηγορηματικά: δεν το πουλάω. Τα έργα που κάνει ο καλλιτέχνης δεν του ανήκουν. Η τέχνη ανήκει στον κόσμο.

Ποια θέση έχει η Κατερίνη στη ζωγραφική σας; Είναι πηγή έμπνευσής σας;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κατερίνη. Οπότε οι πρώτες εικόνες που αντίκρισα ήταν τα δέντρα και οι πλαγιές της Πιερίας. Αυτές τις εικόνες τις κουβαλάω ακόμα μέσα μου και συχνά καταφεύγω εκεί. Επίσης, η γυναίκα έχει διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ζωγραφική μου. Είναι πηγή έμπνευσης. Είναι η ίδια η ζωή.

Τι να περιμένουν οι φίλοι της τέχνης, οι κάτοικοι της ιδιαίτερης πατρίδας σας, σε αυτή τη νέα συνάντηση στην Αστική Σχολή;

Θα εστιάσω σε όλη μου την καλλιτεχνική διαδρομή, στα στάδια που έχω διανύσει, στην όποια εξέλιξη μέσα από τα έργα μου. Θα εκθέσω για παράδειγμα το πρώτο μου έργο στο Γυμνάσιο:  Το κεφάλι του Κίμωνα. Για αυτό με έδειρε ένας καθηγητής μου, επειδή θεώρησε ότι τον κοροϊδεύω και δεν το ζωγράφισα εγώ.  Επίσης, ένα δέντρο, μία εικόνα από την επαρχία μέχρι τον τελευταίο μου πίνακα, το πιο πρόσφατο έργο. Θα είναι ένας φόρος τιμής στην πόλη μου. Μία ένδειξη ευγνωμοσύνης που με στήριξε όλα αυτά τα χρόνια.

Από την πρώτη συμμετοχή σε έκθεση έργων σας το 1972, στη γκαλερί του ξενοδοχείου Χίλτον έως σήμερα –  50 και πλέον χρόνια μετά – αυτό το ταξίδι συνεχίζεται. Ποια είναι τα όνειρα, τα σχέδια για τους επόμενους σταθμούς του;

Συνεχίζεται το ταξίδι. Ευελπιστώ να είμαι καλά. Κοιτάζοντας πίσω, επιθυμώ να κάνω μία ανακεφαλαίωση της δουλειάς μου. Μία σύνοψη της όποιας φιλοσοφίας μου, που να εμπεριέχει τη σκέψη, τη γνώση και το συναίσθημα που κουβάλησα όλα αυτά τα χρόνια.  Την αλήθεια μου. Με νέα ερεθίσματα θέλω να τα εκφράσω. Πώς ακριβώς θα βγει αυτό, δεν θέλω ακόμα να το προσδιορίσω και να το διαμορφώσω. Για την ώρα, θέλω απευθυνόμενος στον κόσμο της Κατερίνης, να επισημάνω, ότι η έκθεση μου στην Αστική Σχολή αποτελεί μία ευκαιρία να αρχίσει να ξαναζεί με το παρόν του. Μακριά από τη μιζέρια, τα προβλήματα και τη γκρίνια. Γιατί, όσο προσπαθούμε να λύσουμε προβλήματα, ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα. Πρέπει να αγαπάμε και τη χαρά και τη λύπη. Προπάντων να βιώνουμε αυτά που συμβαίνουν στην πόλη μας.  Σε αυτό επιμένω πάρα πολύ. Παντού συμβαίνουν πράγματα. Όχι μόνο στην Αθήνα. Αρκεί να μπορούμε να τα δούμε.

 

*«Είναι περίεργο, μα ο Γ.Τζιόκας κατάφερε να μεταδώσει πολλά στοιχεία απ’ το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» μου στη ζωγραφική του και προκαλεί συγκίνηση με την ζωγραφική του αρτιότητα και την ατελείωτη φαντασία που χαρακτηρίζει το έργο του.»

Μ.Χατζιδάκις

 

Σημείωση: Όλες οι φωτογραφίες που «φιλοξενούνται» στην συνέντευξη προέρχονται απ’ το προσωπικό αρχείο του Γ.Τζιόκα.