Έφυγε πρόσφατα από κοντά μας ένας πολύ αγαπητός φίλος και πραγματικός αδελφός που διαβιούσε εδώ και πολλά χρόνια στην Αμερική.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος του Γεωργίου.

Αγωνιστής για τη ζωή και την οικογένεια. Αγωνιστής για τους ανθρώπους που είχαν την ανάγκη, τους οποίους συμπαραστεκόταν και βοηθούσε από το δικό του μετερίζι, ιδιαίτερα τους αδύναμους, χωρίς καμμιά ιδιοτέλεια.

Έφυγε πλήρης ημερών εν ηρεμία.

Ο Γιάννης γεννήθηκε στο Σιδηρόνερο Δράμας. Στα χρόνια του πολέμου όπου οι Βούλγαροι λυμαίνονται και θέλουν να κατακτήσουν τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και ευρύτερα, σφαγιάζοντας παράλληλα όποιους δεν τους ακολουθούσαν. Έτσι η οικογένεια του αναγκάζεται και εγκαταλείπει την πατρώα γη και εγκαθίσταται στην Κατερίνη.

Η οικογένεια του ήταν αγροτική και το ίδιο έπραττε και στην Κατερίνη, καλλιεργώντας κάποια χωράφια που τους έδωσε το κράτος στην περιοχή του Ανδριανού. Παράλληλα ο πατέρας του ασχολείτο με το εμπόριο των ζώων.

Τον Γιάννη τον συναντώ πρώτη φορά στο Γυμνάσιο Κατερίνης και πολύ γρήγορα με τίμησε με τη φιλία του. Με τον καιρό η φιλία μας γίνεται πολλή δυνατή. Με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών μεταβαίνουμε μαζί στην Ιταλία για σπουδές.

Συμπορευόμαστε στον κοινό αγώνα της επιβίωσης, μέσα από τις ταλαιπωρίες και δυσκολίες, κυρίως οικονομικές λόγω των δυσχερειών που αντιμετωπίζαμε από την αδυναμία των δικών μας που μοχθούσαν στις αγροτικές καλλιέργειες.

Απότομα πριν φτάσουμε στο τέλος των σπουδών μας, ο Γιάννης λαμβάνει τη μεγάλη απόφαση και φεύγει στην Αμερική, για να συνεχίσει τους στόχους του. Παντρεύεται και δημιουργεί μια άριστη οικογένεια, συνεχίζοντας τον αγώνα της ζωής.

Δεν τα πήγε άσχημα. Τα έβγαλε πέρα με καλές αποδόσεις, σπούδασε τα παιδιά του τα οποία διαβιούν και προκόβουν στην Αμερική. Ζούσε πολύ καλά, χωρίς ποτέ να ξεχνά τη Ελλάδα.

Επικοινωνούσαμε σχεδόν κάθε εβδομάδα. Το χειμώνα ζούσε στη Φλόριδα και το καλοκαίρι στη Βοστώνη κοντά στον γιό του. Και ενώ όλα πήγαιναν καλά και φτιάχναμε όνειρα και προγράμματα για το προσεχές καλοκαίρι όπου και θα ερχόταν στην πατρίδα, μας ήρθε αναπάντεχα η είδηση του χαμού του.

Δυστυχώς αυτή είναι η ζωή. Έτσι έφυγε ο αγαπητός φίλος. Εν ηρεμία, χωρίς πολλές ταλαιπωρίες όπως ήταν άλλωστε και η επιθυμία του.

Αείμνηστε  Γιάννη Παπαδόπουλε. Είναι αδύνατο να σε ξεχάσουμε. Όπως και το τι έχεις κάνει και πρόσφερες ιδιαίτερα στους κορυφαίους αγώνες για τον Ποντιακό πολιτισμό, για τον οποίο αφιέρωσες ένα σημαντικό μέρος της ζωής του, γεγονός που αναγνωρίστηκε από τον απόδημο Ελληνισμό.

Γιάννη. Εγώ και η οικογένεια μου δεν θα σε ξεχάσουμε. Κουμπάρε, προσευχόμαστε στο Θεό. Το ταξίδι σου να είναι αυτό που σου πρέπει. Ο Θεός να δώσει δύναμη στα παιδιά σου και πάντα να σε θυμούνται.

Ολοκληρώνοντας την αναφορά Μνημοσύνης, επιθυμώ να αφιερώσω στον εκλιπόντα το περίφημο ποίημα που πολλές φορές τα διαβάζαμε μαζί, γιατί απλά πιστεύαμε ότι μας αγγίζει.

Με πολλή αγάπη.

Η Προσευχή του Ταπεινού

«Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω τη προσευχή μου:
‘Αλλη ψυχή δεν έβλαψα στο κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Τη πίκρα μου τη βάσταξα, μου δίνεις και τη ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δε τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Ειν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στη πόρτα μ’ άλλος δε χτυπά κανείς, απ’ τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Ειν’ ήσυχα τα έργα που ‘χω πράξει.
‘Ακουσα τη γλυκειά βροχή, τη δύση ‘χω κοιτάξει,
έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι,
ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδι.

Τώρα δεν έχω τίποτε να διώξω ή να κρατήσω.
Δε περιμένω ανταμοιβή, πολλή ‘ναι τέτοια ελπίδα!
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.»

Αυτός ήταν ο Γιάννης.

Πήγαινε στο καλό φίλε μου και κουμπάρε αγαπητέ.

Οικογένεια

Μενελάου Τερζόπουλου

Ιατρού και πρ. Δημάρχου Κατερίνης