Πόσο κούφος ωστόσο κι’ αδειανός εσωτερικά πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του επιτυχημένο!
Κάθε φορά που παίζεται ένας Τσέχωφ –όπως θ’ αρχίσει να παίζεται από σήμερα στο Εθνικό Θέατρο ο «Θείος Βάνιας»– συλλογίζομαι άθελά μου τι περίεργη, και προπάντων τι επιπόλαιη, είναι αυτή η άποψη που έχει υποστηριχτεί, επικρατήσει, για το «κλίμα» των έργων του.

Λένε: Ο Τσέχωφ περιγράφει τη ρωσική κοινωνία της εποχής του, έναν κόσμο αποσυντεθειμένο, πεισιθάνατο, που μέσα του έχουν στερέψει οι πηγές της ζωής. Γι’ αυτό η διάχυτη εκείνη θλίψη, η ηττοπάθεια, μια κατάσταση αδρανείας, που αποτυπώνεται όχι μόνο στην ψυχολογία των προσώπων, αλλά και στον ίδιο το μύθο. Ή καλλίτερα στην ανυπαρξία μύθου. Το θέατρο του Τσέχωφ είναι μια στέππα απέραντη, επίπεδη, ανέλπιδη, όπου κατά διαλείμματα μόνο ακούς κάτι ν’ αλαφροκουδουνίζει ασημένια, να φεύγει σα σκιά, καθώς μια διαβατική τρόικα που την πίνει το χάος.

Ότι τα δραματικά έργα του Τσέχωφ τοποθετούνται σ’ έναν ορισμένο κοινωνικό περίγυρο –τοπικά και χρονικά ορισμένον– δεν χωρεί αμφιβολία. Ότι δεν αποβλέπουν όμως στο να περιγράψουν τον κοινωνικό αυτόν περίγυρο μονάχα, είναι άλλο τόσο βέβαιο.

Δεν αρκεί να κάνουμε τη φιλοφρόνηση στο συγγραφέα του «Θείου Βάνια» πως ήξερε, όπως κάθε αληθινός ποιητής, ν’ ανασύρει από το πρόσκαιρο το διαρκές, το γενικό από το επί μέρους, την ποίηση από την καθημερινότητα. Πρέπει και να μην είμαστε υπερβολικά κοντόφθαλμοι, αν θέλουμε να είμαστε όσο επιβάλλεται δίκαιοι. Το έργο του Τσέχωφ δεν είναι ηθογραφία κανενός απολύτως τύπου, ούτε του στενότερου ούτε του ευρύτερου, ούτε του ελληνικού ούτε του δυτικοευρωπαϊκού. Ο κόσμος που περιγράφει είναι δεδομένος όχι γιατί τον διάλεξε με την πρόθεση να τον κρίνει, αλλά γιατί αυτό τον κόσμο ήξερε και σε κάποιον κόσμο έπρεπε να τοποθετηθεί.

Ο Τσέχωφ δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους αρκετά ανώτερο ώστε να βάζουν τους άλλους, τους «κοινούς ανθρώπους», στο σημάδι, και να σχολιάζουν τις πράξεις τους. Άλλο τόσο τού είναι ξένο το ψυχρό πάθος των πολεμιστών συγγραφέων, των πολιτικολόγων κι’ αναμορφωτών.

Τίποτα δεν είναι τόσο ξένο προς το έργο του όσο ο προγραμματισμός. Κ’ η βαθύτερή του ευγένεια, η ασύγκριτη αυτή, αξεπέραστη ευγένεια, πηγάζει από το γεγονός πως δεν μεροληπτεί, δεν επικρίνει, αλλά τουναντίο αναζητεί και βρίσκει στο καθένα από τα πρόσωπά του την ατομική του δικαίωση. Όλα είναι δικαιωμένα, και τα βαθύτερα και τα πιο επιπόλαια, κ’ οι φαινομενικοί νικητές κ’ οι φαινομενικοί ηττημένοι, κ’ οι δίκαιοι και οι άδικοι.

Το καθένα έχει το δράμα του. Την ανθρωπιά αυτού του είδους, την αστέρευτη, δεν θα μπορέσουν ποτέ να τη νιώσουν οι λεγόμενοι σήμερα «ανθρωπιστές» συγγραφείς.

Υπάρχει θλίψη στην ατμόσφαιρα του Τσέχωφ, αναμφισβήτητα, όμως η θλίψη αυτή έχει αρκετά παρεξηγηθεί. Πρώτα-πρώτα δεν είναι μια θλίψη δίχως γέλιο, ούτε το γέλιο της είναι πάντα πικρό. Είναι κάποτε παιδικό, ανυστερόβουλο –όπως είταν ο ίδιος ο ποιητής– κ’ είναι πάντοτε πολυσήμαντο, όπως όλες οι πράξεις της ζωής μας, αφού εκφράζουν τους χαρακτήρες μας κι’ αφού έχουν συνέπειες πάνω στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Έπειτα η θλίψη αυτή δεν είναι κριτική άμεση ή έμμεση, καρπός ιστορικής παρακμής μιας δεδομένης κοινωνίας.

Στη θλίψη του τσεχωφικού έργου πρέπει να ιδούμε την απέραντη συμπόνια για το γένος των ανθρώπων μα και κάτι πολύ περισσότερο και βαθύτερο: Τη θολή εκείνη και λογικά ανεξήγητη νοσταλγία που οι παλιότεροι μύθοι του είδους μας, οι αρχέγονοι μύθοι, είχαν εκφράσει με το σύμβολο του Χαμένου Παραδείσου. Στα τρίσβαθα της ψυχής μας, και μάλιστα των ψυχών που είναι οι ευγενέστερες, καραδοκεί ένας παράδοξος καϋμός για κάποια ζωή που μπορεί να ξεπερνάει σε ποιότητα τη γνωστή μας.

Η τάση αυτή της ψυχής μας, μαζί με το αίσθημα του απαράδεκτου που μας προξενεί το φαινόμενο του θανάτου, δηλαδή του τελειωτικού αφανισμού, όταν πρόκειται γι’ αγαπημένα μας πρόσωπα ή για τον ίδιο τον εαυτό μας, είναι οι δυο δυνάμεις που ύφαναν την πανάρχαιη αντίληψη περί αθανασίας και μετά θάνατον ζωής. Ο ποιητής δεν έχει να τις εξηγήσει. Δεν μπορεί, απλώς, να τις αγνοήσει. Κι’ όπως τον συγκινεί το θέαμα της αγάπης, του σπαραγμού, έτσι και νιώθει να τραγουδάει μέσα του η νοσταλγία της ανώτερης ζωής.

Προσέξετε πως όλα τα πρόσωπα του Τσέχωφ, εννοώ τα ευγενέστερα, είναι οραματιστές. Τοποθετούν, λογικά, το ιδανικό τους μέσα στα όρια του πραγματικού. […] Όμως πρέπει να έχει κανείς πολύ στομωμένες τις αισθήσεις του για να μην καταλάβει πως τα οράματα αυτά είναι συγκινημένα, συγκινητικά και γεμάτα απηχήσεις γιατί εκφράζουν έμμεσα, υπέρλογα, τον πόθο για το υπέρλογο. Τη νοσταλγία για κάτι που ξεπερνάει όχι μόνο τη μπόρεση του ανθρώπου αλλά και τις δυνατότητες της ζωής.

Αυτή μου φαίνεται η βαθύτερη νότα στον Τσέχωφ κ’ η υψηλότερή του σύλληψη. Ότι κατάλαβε το ουσιαστικά τραγικό νόημα της ζωής μας. Την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στο περιπόθητο και το εφικτό, στ’ όνειρο όχι του άλφα ή του βήτα ανθρώπου αλλά του ανθρώπου, και τη δουλεία του είδους του. Το θλιβερό βάρος του κορμιού με τις φυσιολογικές λειτουργίες του που λες και σαρκάζουν, προσβάλλουν, την αξιοπρέπεια της ψυχής μας. Οι ήρωες του Τσέχωφ βουλιάζουν στο βάλτο της καθημερινότητος γιατί βουλιάζουμε στο βάλτο της ζωής.

Υπάρχει στη συνείδησή μας μια λανθάνουσα, αόριστη, συναρπαστική ώρες-ώρες αίσθηση πως μπορούμε να χτυπήσουμε τις φτερούγες μας, και μόλις δοκιμάσουμε το κορμί μας βλέπουμε πως δεν έχουμε φτερά. Είναι επαρχιώτες οι ήρωες του Τσέχωφ, όμως και σε πρωτεύουσες αν ζούσαν την ίδια εντύπωση της ανημπόριας θα έτρεφαν.

Αποτυχημένοι, ηττημένοι. Πόσο κούφος ωστόσο κι’ αδειανός εσωτερικά πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του επιτυχημένο! Η πραγματοποίηση δεν φτάνει ποτέ το όνειρο, μια τρομαχτική απώλεια ποιότητος σημειώνεται στο δρόμο. Γιατί αυτή η αντίφαση; Γιατί αυτή η δουλεία; Η ύπαρξή μας, το μόνο βέβαιο που μας προσφέρει, είναι ερωτηματικά.

 

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.1.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

 

Σ’ άλλους συγγραφείς, σ’ όλους σχεδόν, ο έρωτας έχει κάτι το αύταρκες. Είναι επιδίωξη ενός ανθρώπου να ενωθεί μ’ έναν άλλον άνθρωπο. Στον Τσέχωφ όχι. Τέντωμα της ψυχής που θέλει να σπάσει τα δεσμά της, να συνεπάρει έξω από το γνώριμο και το νοητό, αυτό είναι ο έρωτας για το συγγραφέα του «Θείου Βάνια».

Ξεπερνάει τον φαινομενικά συγκεκριμένο σκοπό του. Και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, μένει ανεπίτευκτος, όχι για να συμβεί έτσι το δράμα, αλλά γιατί το δράμα υπάρχει, δεν γίνεται. Το δραματικό έργο δεν είναι συνδυασμός έντεχνος περιστάσεων που φέρνουν σ’ αντίθεση μερικούς ανθρώπους. Είναι ερμηνεία καταστάσεων που υπάρχουν, εξελίσσονται, συνεχίζονται, και που υποδηλώνουν κάτι που τις ξεπερνάει κατά πολύ…

Δεν θέλω να πω ότι τα παραπάνω είταν συνειδητές επιδιώξεις του Τσέχωφ. Υποθέτω, ελπίζω, πως είταν ασύνειδες. Ο αληθινός ποιητής έχει πάντοτε μια θεία αφέλεια: Ψελλίζει μηχανικά το σκοπό από ένα τραγούδι που μπορεί κι’ ο ίδιος να νομίζει πως το έχει συνθέσει, μα που όλα δείχνουν πως το φέρνει μαζί του από μια πατρίδα μακρυνή κι’ άγνωστη.

*Κείμενο του Άγγελου Τερζάκη που έφερε τον τίτλο «Το μήνυμα του Τσέχωφ» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 21 Ιανουαρίου 1953.
Ο ρώσος συγγραφέας Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ απεβίωσε στις 15 Ιουλίου 1904 στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ, σε ηλικία 44 μόλις ετών.

Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που ξοδεύουν τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας.

Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται τα εξής: «Ο γλάρος», «Ο θείος Βάνιας», «Οι τρεις αδελφές», «Ο βυσσινόκηπος», «Η στέπα».

 

Πηγή:in.gr