Bookίτσες, συνεντεύξεις για παιδιά – Μιλάμε με τη Μεταξία Φωτίου
Γράφει η Δομνίκη Καράντζιου, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας
«Γρεβενά» γράφει η φωτεινή πινακίδα του λεωφορείου του ΚΤΕΛ και ο Ίκαρος Ποντίκαρος με τη μικρή του αδερφή, Ρίνα Ποντικαρίνα, ούτε που το πολυσκέφτονται.
Γρεβενά, Βάλια Κάλντα, Βενέτικος ποταμός, Γεφύρι του Αζίζ Αγά, κοντά στο χωριό Τρίκωμο. Η τέλεια εκδρομή για την Κυριακή.

«Πάμε, θα δούμε από κοντά τα πανύψηλα έλατα της Βάλια Κάλντα, θα περπατήσουμε στο πέτρινο γεφύρι του Αζίζ Αγά, θα κολυμπήσουμε στον Βενέτικο ποταμό» δίνει το πρόσταγμα ο Ίκαρος και η Ρίνα τον ακολουθεί. Τρυπώνουν στον χώρο των αποσκευών και κουρνιάζουν ανάμεσα σε δυο κίτρινες βαλίτσες, ίδιες με δυο μεγάλα κομμάτια γραβιέρα.
«Γουργουρίζει η κοιλιά μου, Ίκαρε» παραπονιέται η Ρίνα που λαχταρά ένα κομμάτι τυρί.
«Κάνε υπομονή, αδερφούλα, θα πάμε στα Γρεβενά κι από εκεί μαζί με τη συγγραφέα Μεταξία Φωτίου θα επισκεφτούμε το δάσος της Βάλια Κάλντα. Σου έχει κρατημένο το καλύτερο κατσικίσιο τυρί των Γρεβενών και κάτι ακόμα που θα ξετρελαθείς, το ανεβατό, την πιο νόστιμη τυροαλοιφή του κόσμου.
Μετά από δυο ώρες ταξίδι τα δύο ποντικάκια φτάνουν στον προορισμό τους, τα Γρεβενά. Τους παραλαμβάνει η Μεταξία με κάθε προσοχή, μην γίνουν αντιληπτοί από τον κόσμο και από εκεί παίρνουν τον δρόμο για τη Βάλια Κάλντα. Τα δυο αδελφάκια ποντικάκια παρατηρούν τα πάντα στη διαδρομή, τις βελανιδιές, τα σκιουράκια που πηδούν από κλαδί σε κλαδί, το δάσος των ελάτων της Βάλια Κάλντα, της ζεστής δηλαδή κοιλάδας.
Στρογγυλοκάθονται στο μάλλινο χαλάκι που έστρωσε η Μεταξία στο γρασίδι, το ψάθινο πανέρι αποκαλύπτει τις τυρολιχουδιές και τα πεινασμένα μάτια τους αστράφτουν από χαρά. Αφού καταφχαριστήθηκαν το κατσικίσιο τυρί και το υπέροχο ανεβατό, κοιτάζουν ψηλά στον ουρανό.
«Τόσο ψηλά δένδρα δεν έχω ξαναδεί, Μεταξία» λέει η Ρίνα και ο Ίκαρος συμφωνεί.
Ο ήλιος παίζει παιχνίδια με τις φυλλωσιές των δένδρων.
Κι όπως θαυμάζουν την ομορφιά του δάσους, οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή.
Τι θα ήθελες να πεις στον ήλιο την ώρα που ανατέλλει, αν μπορούσε να σε ακούσει;
Αφού πρώτα τον καλημέριζα, Ίκαρε, θα τον παρακαλούσα να στείλει τις αχτίδες του μια και μπορούν και τρυπώσουν παντού, να τρυπώσουν σε κάθε παγωμένη ψυχή και να τη ζεστάνουν
Κι όταν δύει, τι θα του έλεγες;
Θα τον καληνύχτιζα, Ρίνα, θα του έλεγα ένα ευχαριστώ για τα πολύτιμα δώρα του, το φως και τη ζεστασιά του και θα του ευχόμουν, τώρα που θα γείρει ν’ αποκοιμηθεί, να ονειρευτεί τον κόσμο που επιθυμεί. Έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό, γιατί πολλά έχουν δει τα μάτια του…. .
Θα έγραφες για τον λύκο ένα ποίημα;
Θα έγραφα, Ίκαρε, ναι, ένα ποίημα και συγκεκριμένα
για τον κυρ-λύκο τον Λευτέρη
που στ’ αθλήματα είναι άσσος
και πρωταθλητής του δάσους
που τη λευτεριά αγαπάει
και λουράκι ΔΕ φοράει
που είναι στρατηγός σπουδαίος
αεικίνητος και ωραίος
στοργικός με τα παιδιά του
τρυφερός με την κυρά του
που είναι δίκαιος σοφός
στην αγέλη αγαπητός
Ποιο ζωάκι του δάσους θα ήθελες να σε ξυπνήσει, αν έκανες κατασκήνωση κάτω από ένα πανύψηλο έλατο της Βάλια Κάλντα;
Μα φυσικά, Ρίνα μου, ένα χαριτωμένο καφέ αρκουδάκι που έχει χαθεί στο δάσος. Φαντάζομαι να βγήκε από το αρκουδόσπιτο όσο η μαμά του η αρκούδα κοιμόταν. Σίγουρα θα με ξυπνήσει το κλάμα του. Θα κάθεται στα πίσω πόδια και με τα μπροστινά του θα σκουπίζει τα μάτια του που θα τρέχουν δάκρυα. Θα το πάρω στην αγκαλιά μου και το σφίξω όπως σφίγγαμε εμείς όταν είμαστε παιδιά, εκείνα τα λούτρινα αρκουδάκια, που ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι. Θα του σκούπιζα τα μάτια, θα το τάιζα, θα το πότιζα και αφού το αποκοίμιζα, θα το άφηνα προσεκτικά στην κουφάλα του πεύκου να το βρει η μαμά του.
Έχεις συναντήσει την κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος της Βάλια Κάλντα;
Φυσικά, Ίκαε και την έχω συναντήσει. Μόνο που αυτή η κοκκινοσκουφίτσα, δεν φορούσε κόκκινο σκουφάκι, παρά ένα ψάθινο καπέλο και αντί για καλάθι είχε στην πλάτη της ένα σακίδιο βουνού. Την πέτυχα να πλατσουρίζει ξυπόλητη στο Αρκουδόρεμα της Βάλια Κάλντα και να ψαρεύει παρέα με το λύκο πέστροφες στα παγωμένα νερά του ποταμού. Να ξεδιψάει πίνοντας νερό κρύσταλλο από την πηγή. Να μαζεύει αγριοφράουλες και να τις γεύεται, να στολίζει τα μαλλιά της με τα άγρια κρινάκια, τα σπάνια κρινάκια της Βάλια Κάλντα. Να αποκοιμιέται κάτω από τον παχύ ίσκιο της Μαύρης Πεύκης, να τρέχει να βρει καταφύγιο μετά το ξέσπασμα της αναπάντεχης μπόρας.
Πώς δεν την είδα!
Την είδα χαρούμενη, ξέγνοιαστη, να τραγουδάει, να σφυρίζει και να χοροπηδάει σαν αγριοκάτσικο της Πίνδου.
Αλήθεια ποιο είναι το πιο άτακτο γράμμα και ποιο το πιο φρόνιμο;
Και ποιο γράμμα δεν είναι άτακτο, Ρίνα;
Δεν είναι άτακτο το Ζ ζ που τρυπώνει στο ζαχαροπλαστείο με το νου του πάντα στη ζημιά; Που βουτάει στη ζύμη και κολυμπάει στη σαντιγί;
Δεν είναι άτακτο το Σ σ που σουλατσάρει στο λαχανόκηπο παρέα με τον σκύλο του τον Σωτήρη και πατάει τα σπαράγγια και το σέλινο, ενώ ξεριζώνει τα σκόρδα και τα πατάει;
Μα τη ζωηράδα του Κ κ κανένα γράμμα δεν τη φτάνει, αφού τρύπωσε το πονηρό στο σπίτι του καλικάντζαρου και τα έκανε όλα άνω κάτω. Αλάτισε το κέικ σιρόπιασε τους κεφτέδες, έχυσε το κρασί και σαν να μην έφταναν οι ζημιές μέσα στο σπίτι, βγήκε και έξω στην αυλή. Άνοιξε το κοτέτσι και το σκασαν οι κότες τα κλωσσόπουλα και ο κόκορας. Κι έτσι ο άταχτος καλικάντζαρος πήρε ένα καλό μάθημα απ’ το πιο άταχτο Κκ.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου γράμμα;
Το αγαπημένο μου γράμμα, Ίκαρε, είναι το Ρρ γιατί είναι χορευταράδικο και το πιο κεφάτο απ’ όλα. Δε χάνει πάρτι. Αγαπάει όλα τα είδη του χορού. Ξέρει να χορεύει ρούμπα, σάλσα, τανγκό, ροκ εν ρολ, μέχρι και βαλσάκι ρομαντικό. Ταυτόχρονα όμως αγαπάει και τη μουσική όπως τη ραπ, τη ροκ και τη ρέγγε. Μεγαλύτερη όμως αδυναμία έχει στα ρεμπέτικα.
Όταν περπατάς πάνω σε ένα πέτρινο γεφύρι, νιώθεις πως μπορεί να συναντήσεις τη μαμά από τα εφτά κατσικάκια ή τα τρία μικρά γουρουνάκια;
Ρίνα μου, νιώθω ότι θα συναντήσω τρία γουρουνάκια που είναι όμως αγριογουρουνάκια.
Μέρες τώρα τα παμπόνηρα σχεδίαζαν να το σκάσουν από το σπίτι τους. Ανυπομονούσαν να βγουν έξω στον κόσμο. Τόσα και τόσα άκουγαν για τις ομορφιές του!
Η μαμά τους τα συμβούλευε:
-Μη βιάζεστε, είστε μικρά ακόμα!
Εκείνα όμως πού ν’ ακούσουν!
Έτσι ένα βράδυ αφού περίμεναν ν’ αποκοιμηθεί η μαμά τους, το σκασαν απ’ το σπίτι και νάτα τώρα το ‘να πίσω από το άλλο, σε ανήφορο μεγάλο.
Στην αρχή ήταν ενθουσιασμένα καθώς ένας νέος κόσμος ανοίγονταν προστά τους προς εξερεύνηση! Μα δεν πέρασε πολλή ώρα και μωρούλια όπως ήταν, κουράστηκαν.
Τι πείραζε να ξεκουραστούν λιγάκι;
Ούτε που κατάλαβαν πότε τα πήρε ο ύπνος!
Και τι δεν ονειρεύτηκαν! Ρίζες και μανιτάρια και βολβούς λαχταριστούς!
Τα ξύπνησαν τα δυνατά μπαμ και μπουμ των κυνηγών.
Είχε χαράξει η μέρα και εκείνα τώρα τρομαγμένα τράβηξαν προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο μεγάλο ποτάμι, τον Βενέτικο.
Εκεί τα συνάντησα, πάνω στο επιβλητικό πέτρινο γεφύρι του Αζίζ –Αγά.
Έδειχναν σαστισμένα, μα γρήγορα συνήλθαν καθώς είδαν από μακριά τη μαμά τους που τα έψαχνε η κακομοίρα κι έτσι σύντομα θα βρίσκονταν στην αγκαλιά της.
Πόσο μεταξένια θέλεις να κάνεις τη ζωή των μικρών μαθητών σου στο σχολείο;
Με νοιάζει να περνάνε τα παιδιά καλά μαζί μου, Ίκαρε, όπως και εγώ θέλω να περνάω καλά μαζί τους.
Επίσης, προσπαθώ όσο είναι εφικτό να χωράνε στο μάθημά μου, η ζωγραφική, η ποίηση, το θεατρικό παιχνίδι, το τραγούδι και γενικά η γνώση μέσα από τα μονοπάτια της τέχνης.
Μου αρέσει να γίνομαι συνομήλική τους, να ονειροπολώ και να μαθαίνω μαζί τους. Απολαμβάνω να μπαίνω στον κόσμο της φαντασίας τους και το καλύτερό μου είναι να με ρωτάνε «μα είναι αλήθεια κυρία;» και το ρωτάνε για τα πιο απίθανα πράγματα.
Τελικά σαν την ομορφιά της παιδικής ψυχής δεν έχει. Κι όταν καταφέρνουμε να τρυπώνουμε στον κόσμο της, νιώθουμε πολύ τυχεροί γιατί γινόμαστε και πάλι παιδιά.
Αν μπορούσες να πετάξεις μ’ ένα σύννεφο, πού θα ήθελες να σε ταξιδέψει;
Αν ταξίδευα πάνω σε ένα σύννεφο, Ρίνα, δε θα με ένοιαζε τόσο ο προορισμός, όσο το ταξίδι. Θα του ζητούσα να με ταξιδέψει πάνω από πόλεις και χωριά, από δάση και ρεματιές. Θα το παρακαλούσα να σταθεί για λίγο πάνω από λιβάδια σπαρμένα με κατακόκκινες παπαρούνες και σ’ άλλα με κάτασπρες μαργαρίτες. Πάνω από χιονισμένες βουνοκορφές αλλά και πάνω από θάλασσες, πότε γαλήνιες και πότε αφρισμένες. Τέλος θα του ζητούσα να κάνει μία στάση πάνω από την αυλή του σχολείου μου, όταν έχουμε διάλειμμα και θα χάζευα από πάνω τα παιδιά.
Η Μεταξία γυρίζει το βλέμμα της στα δύο ποντικάκια και τα βλέπει που κοιμούνται αγκαλιά. Να είναι όνειρο ή πραγματικότητα; Αναρωτιέται. Είναι η ζωή απρόβλεπτη, καταλήγει. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έκανα πικ νικ με δυο ποντικάκια στη Βάλια Κάλντα Γρεβενών, με τον ήλιο να ρίχνει τις σκιές των φυλλωμάτων, τον αέρα να θροΐζει και με τους ήρωες των παραμυθιών μου να στριφογυρνούν ανάμεσά μας. Απομένει να τα ξεναγήσει στο γεφύρι Αζίζ Αγά και να πλατσουρίσουν στις όχθες του ποταμού Βενέτικού. Είναι τελικά η ζωή ένα παραμύθι!
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μεταξία Φωτίου κατάγεται από την Κατερίνη αλλά ζει στα Γρεβενά όπου και εργάζεται ως δασκάλα Δημοτικού Σχολείου. Αγαπάει την παιδική λογοτεχνία και έχει βραβευτεί τρεις φορές από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και άλλες τόσες από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Επίσης είναι μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και συμμετείχε με κείμενα και σκίτσα σε συλλογικές εκδόσεις της, Γιορτή κάθε μέρα, μια παγκόσμια ημέρα και συντροφιά με ένα βιβλίο από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική.
Έχει συμμετάσχει με κείμενα και ποιήματα σε συλλογικές εκδόσεις, ενώ ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και αρκετά έχουν μελοποιηθεί. Αγαπάει το διάβασμα και την ζωγραφική.
Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής. Έχει εικονογραφήσει την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπιο.
Έργα της για παιδιά:
Το Αλφαβητάρι που γελά, εκδόσεις The book project, Τα δίψηφα και οι φίλοι, εκδόσεις The book project
Ηλιοτρόπιο, ποιητική συλλογή για τους μήνες και τις εποχές, εκδόσεις Ανάτυπο
Κολοκύθια τούμπανα, παραμύθι, εκδόσεις Συμμετρία
(Δελτίο τύπου)