Χρ. Γκουγκουρέλας: Η διπλή ευκαιρία που άθελά του μας πρόσφερε ο Χρήστος Γιαννούλης
Δύο μέρες πριν (5-11-2019), η συζήτηση στην Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, που έγινε στην Βουλή, επί του νομοσχεδίου για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μπορεί να ήταν έως και «ανιαρή», αν δεν έπαιρνε τον λόγο ο Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστος Γιαννούλης, ο οποίος, ως γνωστόν, ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να τιμωρούνται από τον ποινικό νόμο αυτοί που οργανώνουν barbeque με χοιρινό και αλκοόλ απέναντι από προσφυγικές δομές. Ο Βουλευτής χαρακτήρισε την συγκεκριμένη πρωτοβουλία ως «ντροπιαστική» για το ανθρώπινο είδος και την παρουσίασε ως «σαδισμό» και «κτηνωδία» απέναντι στους πιστούς του Ισλάμ.
Καταρχάς, μάλλον δεν απαιτείται να διαθέτει κάποιος «νομική παιδεία» ή να είναι επαγγελματίας του χώρου για να διαγνώσει πόσο άστοχος και υπερβολικός υπήρξε στην τοποθέτηση του ο Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Η κατανάλωση (έστω και κατά κάποιο δόγμα «θρησκειολογικά απορριπτέου») φαγητού και ποτού είναι νόμιμα επιτρεπτή και δη χωρίς περιορισμούς, επιφυλάξεις ή τεθειμένες προϋποθέσεις είτε «μπροστά», είτε «πλησίον» σε οποιονδήποτε συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως της πολιτικής πεποίθησης που αυτός πρεσβεύει, της θρησκευτικής πίστης που ενστερνίζεται, της εθνικής, φυλετικής και σεξουαλικής του ταυτότητας ή της κοινωνικής ομάδας, στην οποία ανήκει. Συνεπώς, ο εν λόγω Βουλευτής πρακτικά όχι μόνο απέτυχε να συλλάβει νοητικώς τα «αυτονόητα», αλλά, δυστυχώς, διαμαρτυρήθηκε και από πάνω για αυτά.
Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι και αντικειμενικοί, ο Βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απολύτως «εκτός τόπου και χρόνου». Και τούτο διότι δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι μπορεί μεν η επιλογή της τοποθεσίας και η πραγματοποίηση του barbeque να είναι «αυτονοήτως» συμβατές με τη νομοθεσία μας και να μην εγείρουν, ως γεγονότα κοινωνικής σημασίας, ζητήματα… ποινικού κολασμού, αλλά σίγουρα το συμβάν αυτό καθ’ εαυτό δεν υπήρξε «συμπτωματικό». Η κρίση, συνεπώς, ότι το συμβάν οργανώθηκε για να εκφραστεί ο αρνητισμός και το πικάρισμα έως και η αποστροφή των διοργανωτών του προς όσους βρίσκονταν εντός της συγκεκριμένης «δομής» και την θρησκεία τους και, επιπλέον, για να «περάσει» το μήνυμα ότι εδώ «εφαρμόζουμε» τα δικά μας ήθη και έθιμα και είναι «ανεπιθύμητα» ήθη και έθιμα διαφορετικά από τα δικά μας, μάλλον περιλαμβάνεται στη σφαίρα του «εύκολα εννοούμενου».
Μπορεί, λοιπόν, ο «ποινικός κολασμός» που θέλει ή πρότεινε ο κ. Γιαννούλης να συνιστά είτε μια λεκτική, είτε μια «φιλοσοφική» και επιστημονική υπερβολή, αλλά ας μην λησμονείται ταυτόχρονα ότι… λίγο παραπέρα από «δημόσιες εκδηλώσεις», σαν αυτή που οργανώθηκε στα Διαβατά, «παραφυλάει» ο λεγόμενος «αντιρατσιστικός» Νόμος. Σύμφωνα με τον N. 4285/2014: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ.»
Προκύπτει, έτσι, η εκτίμηση ότι «δημόσιες εκδηλώσεις» σαν κι αυτή των Διαβατών μπορεί βέβαια να είναι απολύτως νόμιμες, αλλά δυνητικά ενδέχεται να αποτελέσουν και το «υπόστρωμα» (το λεγόμενο νομικά «πραγματικό υπόβαθρο») για έκφραση συμπεριφορών που τυχόν εντάσσονται στο εφαρμοστικό πεδίο του άνω Νόμου. Εξάλλου, η διατύπωση του Νόμου αυτού είναι φανερά «αφαιρετική» και ως εκ τούτου εγκολπώνει στην αντικειμενική του υπόσταση μια ευρεία ποικιλία συμπεριφορών, δυνητικά ποινικοποιήσιμων. Οι «γραμμές», λοιπόν, είναι «λεπτές» και γι’ αυτό η προσοχή μας, ως πολιτών (που δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια και να δρουν «ρατσιστικά»), χρειάζεται να είναι «αυτονόητα» δεδομένη.
Πέραν όμως από τις παραπάνω επισημάνσεις, εκτιμώ ότι το μείζον στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι ο Χρήστος Γιαννούλης, έστω μέσα απ’ όλη αυτήν την αναταραχή που προξένησαν οι δηλώσεις του, μας πρόσφερε, μάλλον ακούσια, μια αληθινή «ευκαιρία» να συνειδητοποιήσουμε και να αναλογιστούμε βασικά δύο πράγματα:
Πρώτον, καθώς το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό Ζήτημα γνωρίζει μια αναζωπύρωση που φέρνει, συνεπαγωγικά, μια νέα φάση κοινωνικής έντασης, η «άσκηση εξισορρόπησης» που καλείται, και ίσως σύντομα κληθεί ακόμη πιο επιτακτικά, να φέρει σε πέρας το υγιές και ώριμο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, θα είναι πραγματικά απαιτητική και επίπονη. Η κοινωνία μας, δυστυχώς, όπως δείχνει η ιστορική διαδρομή της, έχει «παράδοση» στις διχαστικές πολώσεις και τούτο μας προδιαθέτει στην εκτίμηση ότι το «κεντρικό-πυλωνικό κοινωνικό φάσμα», που αποτελείται από τους φιλελεύθερους, δημοκρατικούς πολίτες αυτής της χώρας, οι οποίοι και αγαπούν την πατρίδα τους, αλλά και εμφορούνται ταυτόχρονα από ανθρωπιά και αλληλεγγύη, θα δεχθεί «πιέσεις συρρίκνωσης» τόσο από τα δεξιά του, από ακραίες δυνάμεις που «τρέφουν» είτε τη μισαλλοδοξία είτε την εθνοκαπηλεία, όσο και από τα αριστερά του, από πολιτικά ιδεολήπτες, που υιοθετούν ανερμάτιστες έως και «ασυνάρτητες» προσεγγίσεις.
Δεύτερον, η εύρεση και επιλογή κριτηρίων συμπεριφοράς απέναντι στο τεράστιο αυτό ζήτημα από σύμπασα την ελληνική κοινωνία είναι πια επιτακτική ανάγκη. Το ότι «εδώ εφαρμόζουμε τους δικούς μας κανόνες», σε μια ώριμη κοινωνία, είναι «αυτονόητη» νόρμα. Και δια τούτο δεν χρειάζεται συγκεκριμένα η ελληνική κοινωνία να είναι «καταρχήν φοβική» απέναντι στον οποιονδήποτε. Αντιθέτως, αυτό που ab initio απαιτείται είναι (η ελληνική κοινωνία), πέρα από την ολοένα αυξανόμενη ετοιμότητα και εγρήγορσή της, να θέσει στον εαυτό της το μέγα ερώτημα περί αποσαφήνισης του χρονικού σημείου και των ορίων έκφρασης και δράσης της.
Θαρρώ, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα, καταρχάς, από τη μια η Κοινωνία πρέπει να δείχνει την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη και τον εκ του βαθέος Ιστορικού Χρόνου ερχόμενο «Πολιτισμό» της και, από την άλλη, η Πολιτεία να διαλαλεί πανταχόθι, αλλά και στην πράξη να εφαρμόζει, στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου και των θεσμικών του εγγυήσεων, ό,τι προβλέπει η εγχώρια και διεθνής νομοθεσία είτε για τους πρόσφυγες, είτε για τους μετανάστες. Η δε όποια «δράση και έκφραση» της κοινωνίας, αναγκαίο, θεμιτό ως και «εποικοδομητικό» είναι να εκδηλώνεται «αν» και «όταν» οι «ερχόμενοι» στα μέρη μας με υλικές πράξεις ή ρητορικά διαβήματα αποπειρώνται ή αποπειραθούν να «αμφισβητήσουν» τις αξίες και πίστεις μας, τα δομικά θεμέλια του πολιτικού και κοινωνικού μας στερεώματος, το ιστορικό και πολιτιστικό μας DNA.
Χρήστο Γιαννούλη, σε ευχαριστούμε για την «διπλή ευκαιρία» προβληματισμού που μας προσέφερες. Τον έχουμε, άλλωστε, και σε τούτο το μείζον εθνικό, και όχι μόνο, ζήτημα, αλλά και σε πλείστα άλλα, τόσο πολύ ανάγκη!
Κατερίνη, 7/11/2019
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ