Ήδη από προχθές, η επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο και μέχρι το ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου δεν έχει μόνο προσλάβει νομοτυπική μορφή αλλά αποτελεί και σημαντικό ιστορικό γεγονός. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, τα ΜΜΕ και οι σχολιαστές στάθηκαν με τις αναφορές και τις αναλύσεις τους στο παραπάνω γεγονός, αυτό καθ’ εαυτό, κανείς όμως μέχρι τούτη εδώ την ώρα δεν φαίνεται να ασχολείται με το άρθρο 4 του ψηφισθέντος Νόμου.

Όπως συνομολογήθηκε στη Συμφωνία του Ιουνίου του 2020 περί καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας, έτσι και στον ψηφισθέντα Νόμο προβλέπεται και δη στο άνω άρθρο του κατοχυρώθηκε η δυνατότητα αλιευτικών σκαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αλιεύουν στη θαλάσσια ζώνη των χωρικών μας υδάτων (ή στην αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως προτιμά και αναφέρει ο Νόμος) που εκτείνεται από τα 6 μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από τις ελληνικές ακτογραμμές. Πρακτικά, αυτό που ψηφίσθηκε είναι η δυνατότητα, και με τη ‘‘βούλα της ελληνικής έννομης τάξης’’, των Ιταλών αλιέων να αλιεύουν σε θαλάσσιο χώρο που επισήμως πλέον η Ελλάδα ασκεί απόλυτη εθνική κυριαρχία.
Προσωπικά, είχα βεβαίως ασχοληθεί με το ζήτημα και προ οτιδήποτε άλλου, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω τι ακριβώς έγραψα στο από 18-6-2020 άρθρο μου με τίτλο ‘‘5 ερωτήματα των Ερντογάν και Τσαβούσογλου μετά τη συμφωνία περί θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας – Ιταλίας’’ (https://eptanews.gr/apopsi/5-erotimata-ton-erntogan-tsavoysogloy-meta-ti-symfonia-peri-thalassion-zonon-elladas-italias-arthro-toy-chr-gkoygkoyrela/):
‘‘Ούτε, όμως, από την υπογραφή της συμφωνίας Δένδια – Di Maio και μετά, ούτε και όταν η Ελλάδα (στο μέλλον) θα επεκτείνει (αν και όταν επεκτείνει) τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., δεν θα θιγεί το δικαίωμα των Ιταλών αλιέων να αλιεύουν σε θαλάσσια ύδατα μέχρι και 6 ν.μ. από τις ελληνικές ακτές, να αλιεύουν δηλαδή σε περιοχές εντός των αποδιδόμενων από το διεθνές δίκαιο ως χωρικών υδάτων της Ελλάδας!

Στα χωρικά του ύδατα, με βάση το άρθρο 2 της Σύμβασης του Montego Bay (1982), το κάθε κράτος ασκεί εθνική κυριαρχία (sovereignty). Γιατί, όμως, η Ελλάδα εκχωρεί ‘‘δικαιώματα χρήσης’’ επί είτε υπαρκτών, είτε θεωρητικών, είτε μελλούμενων χωρικών της υδάτων στην Ιταλία, επί των οποίων ασκεί είτε πραγματικώς, είτε θεωρητικώς είτε θα ασκήσει στο μέλλον εθνική κυριαρχία; Πως ονομάζεται νομικά αυτή η ‘‘εκχώρηση’’ που συμπεριλαμβάνεται στη Συμφωνία με την Ιταλία; Είναι κάτι σαν ένα ‘‘οιονεί χρησιδάνειο’’ εθνικά κυριαρχικού χώρου προς χάριν των Ιταλών αλιέων (και αυτό μόνο και μόνο για να υπογραφεί η πρόσφατη συμφωνία με τους Ιταλούς); Προβλέπει όμως το διεθνές δίκαιο, που η Ελλάδα λέει ότι επιζητεί την αυστηρή και απαρέγκλιτη τήρησή του, τέτοια ‘‘οιονεί χρησιδάνεια εθνικά κυριαρχικού χώρου’’; Γιατί, επί το απλούστερον, η Ελλάδα, για τον θαλάσσιο χώρο από τα 6 έως τα 12 ν.μ., δεν σύναψε με τους Ιταλούς, ή δεν προσπάθησε να συνάψει, εμπορική συμφωνία εκμετάλλευσης του εθνικά κυριαρχικού της χώρου, έτσι ώστε να μην φαίνεται ότι ‘‘ανέχεται’’ ή και ‘‘εκχωρεί’’ (μελλοντικά) κυριαρχικό της χώρο σε τρίτους – ιδιώτες (Ιταλούς αλιείς); Κατά τα ως άνω, είναι, συνεπώς, συμβατό με τη διεθνή νομιμότητα να αλιεύουν και οι Τούρκοι αλιείς μέχρι και σε απόσταση 6 ν.μ. από τις γραμμές βάσης των ελληνικών ακτογραμμών;’’.

Από εδώ και εμπρός, λοιπόν, που τα χωρικά μας ύδατα είναι 12 ν.μ. στο Ιόνιο, το κομβικό ερώτημα επικεντρώνεται στη διεθνοπολιτική και νομική βάση του δικαιώματος των Ιταλών ψαράδων να εισέρχονται στα χωρικά μας ύδατα και μάλιστα μέχρι τα 6 ν.μ. από τις ακτές μας και να αλιεύουν ανενόχλητοι σ’ αυτά. Επί το απλούστερον, πού στηρίζεται δικαιοπολιτικά η συγκεκριμένη δυνατότητα που δια Νόμου παραχωρήσαμε στους Ιταλούς ψαράδες; Ή άλλως, η Ελλάδα είχε τέτοιο δικαίωμα και πώς χαρακτηρίζεται αυτή η κίνησή της προς τους Ιταλούς;
Το ζήτημα, σε ένα πρώτο επίπεδο, έχει να κάνει με την πλεύση ξένων πλοίων (εν προκειμένω αλιευτικών σκαφών) εντός των χωρικών υδάτων (αλλότριου) κράτους. Eίναι αυτή η πλεύση επιτρεπτή και αν ναι, πότε; Επί του ζητήματος, θα σταθώ, κατά σειρά, στο διεθνές δίκαιο, στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και στον ελληνικό νόμο.

Καταρχήν, η διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS, 1982), την οποία έχει υπογράψει και επικυρώσει η Ελλάδα, απαγορεύει την πλεύση ξένων πλοίων εντός των χωρικών υδάτων άλλου κράτους για σκοπούς αλιείας. Η συγκεκριμένη απαγόρευση αντλείται από τις διατάξεις της UNCLOS περί ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’ πλοίων από τα χωρικά ύδατα τρίτων χωρών. Σ’ αυτές ορίζεται ότι η διέλευση αυτή είναι ‘‘αβλαβής’’ εφόσον δεν διαταράσσει την ειρήνη, την τάξη ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους και, αντιστρόφως, προβλέπεται ρητώς ότι (η διέλευση) είναι διαταρακτική της ειρήνης, τάξης και ασφάλειας του κράτους αυτού, άρα δεν είναι ‘‘αβλαβής’’, όταν το εισερχόμενο στα χωρικά ύδατα (ξένου κράτους) πλοίο προβαίνει σε αλιευτικές δραστηριότητες (άρθρο 19§2 περιπτ. ι της UNCLOS).

Υπ’ αυτό το πνεύμα και η 49/116 Απόφαση του ΟΗΕ (UN Resolution for unauthorized fishing in zones of national jurisdiction) σχετικά με τη μη εξουσιοδοτημένη αλιεία αλλότριων σκαφών σε ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας, καλεί τα κράτη – μέλη (κ-μ) του Οργανισμού να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, έτσι ώστε κανένα πλοίο που δεν φέρει τη σημαία του παράκτιου κράτους να μην αλιεύει σε θαλάσσιες περιοχές εθνικής δικαιοδοσίας (όπου ασκείται εθνική κυριαρχία) του παράκτιου κράτους, παρά μόνο αν αποκτήσει την εγκριτική άδεια του παράκτιου κράτους.
Περαιτέρω, ο Κανονισμός 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ο γνωστός και ως ‘‘Common Fisheries Policy Regulation’’), στο άρθρο 5§2, εξουσιοδοτεί τα κ-μ, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, να λάβουν μέτρα ώστε να περιορίζουν την αλιεία στα αλιευτικά σκάφη (άλλων κ-μ) τα οποία αλιεύουν κατά παράδοση στα ύδατα που τα παράκτια κ-μ ασκούν κυριαρχία ή έχουν υπό τη δικαιοδοσία τους. Βέβαια, ο Κανονισμός ορίζει εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον τιθέμενο κανόνα και παραπέμπει στο Παράρτημα Ι, όπου αναφέρονται συγκεκριμένες θαλάσσιες ζώνες εθνικής κυριαρχίας ορισμένων κ-μ, στις οποίες παρά ταύτα, λόγω σχέσεων καλής γειτονίας ή άλλων πολιτικο-οικονομικών ή γεωγραφικών δεδομένων, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση, η αλιεία από σκάφη ‘‘αλλότριων’’ κ-μ.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, σε τούτη τη σημαντική εξαίρεση είναι ότι ‘‘αποφυγή’’ του άνω κανόνα για τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας και της Ιταλίας δεν προβλέπεται, ούτε (προς το παρόν) στοιχειοθετείται. Γι’ αυτό άλλωστε, στο πλαίσιο της μεταξύ μας συμφωνίας με την Ιταλία, υπογράψαμε Κοινή Γνωστοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) με την οποία αμφότεροι (Έλληνες και Ιταλοί) ζητούμε τη μελλοντική τροποποίηση του άνω Κανονισμού περί κοινής αλιευτικής πολιτικής, δηλαδή στην ουσία την ένταξη των χωρικών μας υδάτων (από τα 6 έως τα 12 ν.μ.) στο Ιόνιο στην εξαίρεση του άνω Κανονισμού.

Εν τέλει, και ο δικός μας, ο εγχώριος Αλιευτικός Κώδικας (ΝΔ 420/1970), νομοθέτημα που έχει μείνει ανέγγιχτο για μισό αιώνα(!), ορίζει στο άρθρο 32 ότι στην αιγιαλίτιδα ζώνη (δηλ. στα χωρικά ύδατα) του Ελληνικού Κράτους απαγορεύεται η αλιεία με πλοία ανήκοντα, τόσο από πλευράς εθνικότητας, όσο και πλοιοκτησίας, κατά πλειοψηφία σε υπηκόους τρίτων χωρών. Επιτρέπεται ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, ύστερα από άδεια που χορηγείται από τον Υπουργό Γεωργίας, η αλιεία από ‘‘αλλότρια’’ (πλην των ελληνικών) πλοία, εφόσον είναι δυνατή η αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη των ως άνω χώρων με πλοία ελληνικής σημαίας και πλοιοκτησίας, κατ’ εφαρμογή σχετικής διακρατικής συμφωνίας. Εν προκειμένω, ο Αλιευτικός Κώδικας θέτει τον όρο της αμοιβαιότητας. Επιτρέπει, τουτέστιν, την αλιεία στα χωρικά μας ύδατα από σκάφη τρίτου κράτους αν και εφόσον και τα δικά μας πλοία, κατόπιν διακρατικής συμφωνίας, επιτρέπεται να αλιεύουν στα χωρικά ύδατα του τρίτου κράτους.

Τα δεδομένα, λοιπόν, της διεθνούς, ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας ‘‘ομιλούν’’ από μόνα τους. Το ερώτημα όμως, που ετέθη παραπάνω, σε πρώτο επίπεδο, παραμένει, ίσως ακόμα πιο ‘‘καυτό’’ και αγωνιώδες: Ύστερα απ’ όλα τα παραπάνω, πού βασίζεται διεθνοπολιτικά και νομικά αυτό που προβλέφθηκε στο άρθρο 4 του εν λόγω νόμου;
Υπάρχει, πάντως, μια ‘‘ατραπός’’ διεξόδου: Η Σύμβαση της Γενεύης (1958) για την αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) και τη συνορεύουσα ζώνη (Geneva Convention on the Territorial Sea and the Contiguous Zone) επιβεβαίωσε ότι το δικαίωμα των παράκτιων κρατών να ασκούν απόλυτη κυριαρχία (absolute sovereignty) στα χωρικά τους ύδατα περιλαμβάνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν το δικό τους νομοθετικό πλαίσιο για τον υποθαλάσσιο έμψυχο πλούτο (living resources) που βρίσκεται στα χωρικά τους ύδατα και να εκδίδουν διοικητικούς κανονισμούς που ρυθμίζουν τις εντός αυτών των υδάτων αλιευτικές δραστηριότητες.

Το ‘‘ακανθώδες’’ σημείο, ωστόσο, επί αυτής της ‘‘ατραπού’’ είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει υπογράψει και συνεπώς ούτε ποτέ έχει επικυρώσει τη συγκεκριμένη διεθνή Σύμβαση της Γενεύης του 1958 (ίδετε https://treaties.un.org/Pages/ViewDetails.aspx?src=IND&mtdsg_no=XXI-1&chapter=21&clang=_en). Ωστόσο, με δεδομένο ότι κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε διάταξης νόμου, η άνω Σύμβαση της Γενεύης του 1958, στο πλαίσιο αποδοχής από την εγχώρια έννομη τάξη του διεθνούς εθιμικού δικαίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται νομικά και νοηματικά στο πλαίσιο του άρθρου 28 του Συντάγματος και κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί να υποστηριχθεί ότι δύναται να ‘‘στηρίξει’’ την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Βουλής.

Με απλούστερα λόγια, επειδή στα χωρικά του ύδατα το παράκτιο κράτος ασκεί εθνική κυριαρχία και επειδή στο εννοιολογικό περιεχόμενο, στο νομικό φορτίο και στην πολιτική ουσία της εθνικής κυριαρχίας συμπεριλαμβάνεται, αυτονοήτως και διαχρονικώς, και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εθνικά κυρίαρχου κράτους, η δια νομοθετικής πράξης παραχώρηση της δυνατότητας (ή ‘‘ανοχή’’) σε πλοία τρίτων χωρών να αλιεύουν σε τέτοια θαλάσσια ζώνη (εθνικής κυριαρχίας), μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υλική εκδήλωση αυτού του δικαιώματος μιας συγκεκριμένης συντεταγμένης πολιτείας, ως αυτεξουσιαζόμενου υποκειμένου της διεθνούς κοινότητας, να αυτοδιατίθεται, άρα και να αυτοπεριορίζεται.

Άλλωστε, κατά την UNCLOS, στην περίπτωση πάντως που καταφάσκεται το δικαίωμα ‘‘αβλαβούς διέλευσης’’ πλοίων τρίτων χωρών από τα χωρικά ύδατα του παράκτιου κράτους, το τελευταίο διατηρεί το δικαίωμα να υιοθετεί νόμους και κανονισμούς για τη διατήρηση του ζώντος θαλάσσιου πλούτου των χωρικών υδάτων και για τις αλιευτικές δράσεις.
Εν τέλει, ωστόσο, η συζήτηση καταλήγει στη νομικο-πολιτική ‘‘μήτρα’’ της ελληνικής πραγματικότητας και της ελληνικής διεθνούς θέσης, δηλαδή στο ίδιο το Σύνταγμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με το αρ. 28§3 του Συντάγματος: ‘‘H Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας.’’
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, συνεπώς, εξίσου σημαντικό με το πρώτο και ξεκάθαρα κορυφαίο, το ζήτημα που προκύπτει αφορά το θεμελιώδες ερώτημα κατά πόσο η παραχώρηση (του δικαιώματος) ή η ανοχή από το ελληνικό κράτος της αλιείας από τους ευρωπαίους αλιείς (μεταξύ μας, πρακτικά από τους Ιταλούς αλιείς) εντός των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο (στη ζώνη από τα 6 έως τα 12 ν.μ.) συνιστά περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας; Αν η απάντηση σε τούτο το αρχικό, βασικότατο ερώτημα είναι θετική, τότε ποιο είναι το ‘‘σπουδαίο εθνικό συμφέρον’’ που υπαγόρευσε αυτόν τον (φερόμενο) περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας; Και, περαιτέρω, έγινε αυτός ο (φερόμενος) περιορισμός της εθνικής μας κυριαρχίας με βάση την αρχή της ισότητας και υπό τον όρο της αμοιβαιότητας;
Αυτό το πλαίσιο ερωτημάτων είναι εξαιρετικά σοβαρό, εθνικά μείζον, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει, και ίσως συνιστά ‘‘ανοιχτή πρόκληση’’ ειδικά για τους Συνταγματολόγους μας. Προς το παρόν, ωστόσο, κανείς στην Ελλάδα δεν ομιλεί, αντιθέτως η κοινωνία δεν προβληματίστηκε και επικράτησε ‘‘καθολική βουβαμάρα’’ παντού. Να είναι, άραγε, το ‘‘εξαιρετικά ευαίσθητον’’ του όλου ζητήματος; Να ισχύει ο καταρχάς λογικοφανής ισχυρισμός ότι η Ελλάδα σεβάστηκε στη συμφωνία του Ιουνίου του 2020 με τους Ιταλούς, προβαίνοντας σε διεθνή συμβιβασμό, μια de facto κατάσταση που είχε παγιωθεί (από τους Ιταλούς ψαράδες) στο διάβα του χρόνου; Συνεπώς, μήπως ‘‘αναγκάστηκε’’ εκ της άνω Συμφωνίας η Βουλή να ενεργήσει, όπως ενήργησε; Ή είναι τέτοια η συγκυρία που προέχουν η εφαρμογή ενός ευρύτερου εθνικού περιφερειακού σχεδιασμού και η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ‘‘γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων’’;

Η απάντηση στα παραπάνω δεν είναι προφανής διότι τα (τελευταία) ερωτήματα ίσως και να αφορούν υποκειμενικές τοποθετήσεις και ερμηνείες. Αν, πάντως, στο τέλος κάποιος θα ήθελε να αφήσει τον ευρύτερο προβληματισμό και να ‘‘σταθεί’’ στις ‘‘βεβαιότητες’’ του ζητήματος, δύο γεγονότα θαρρώ ότι θα έβρισκε ως τέτοιες (δηλ. ‘‘βεβαιότητες’’). Πρώτον, το ότι για τους Ιταλούς ψαράδες το ‘‘δώρο’’ της Ελλάδας είναι σπουδαίο και φυσικά καλοδεχούμενο και δεύτερον ότι όλοι εμείς, που συγκροτούμε το ‘‘σώμα’’ του ελληνικού λαού, δια του Κοινοβουλίου μας που κατά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής εκπροσώπησης μας εκφράζει, φωνάξαμε δυνατά προς την αντίπερα πλευρά της Αδριατικής: ‘‘Pescatori d’ Italia vi amiamo’’ *.
Κατερίνη, 22/1/2021.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.

* Ψαράδες της Ιταλίας, σας αγαπάμε.