Η συμφωνία κατασκευής του αγωγού Eastmed για τη μεταφορά φυσικού αερίου (φ.α.) από τη Λεκάνη της Λεβαντίνης στην Ευρώπη, που υπογράφηκε στην Αθήνα μόλις τη δεύτερη μέρα του νέου έτους ανάμεσα στους Πρωθυπουργούς της Ελλάδας και του Ισραήλ και στον Πρόεδρο της Κύπρου, θρυλείται ήδη ως ιστορική, διότι υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος αγωγός όχι μόνο θα συμβάλλει σημαντικά στην ενεργειακή τροφοδότηση της Ευρώπης, αλλά θα αλλάξει παράλληλα τις γεωπολιτικές ισορροπίες και τους συσχετισμούς δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή.

Ευθύς εξ’ αρχής, φρονώ ότι το εγχείρημα πρέπει να εκτιμηθεί επί δύο βασικών διαστάσεων του: Καταρχάς, πρέπει να προσεγγιστεί στο ενεργειακό επίπεδο, μια που το φυσικό αέριο είναι ενεργειακός πόρος, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλεται να ψηλαφηθεί το βεληνεκές του και στο γεωπολιτικό πεδίο του Χωρόχρονου, στον οποίο θα επιχειρηθεί.

Ο Eastmed θα είναι ένας αγωγός μήκους 1.900 χλμ και προϋπολογιζόμενου κόστους 7 δισ. δολαρίων που θα μεταφέρει υποθαλασσίως (κατά τα 1.300 χλμ του), αλλά και υπεδαφικώς (κατά τα 600 χλμ. του) το φυσικό αέριο των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου αρχικά στην Κύπρο και εν συνεχεία στην Κρήτη και απ’ εκεί στην Πελοπόννησο και την Δυτική Ελλάδα. Απ’ εκεί, διασυνδεόμενος με τον αγωγό ‘‘Ποσειδών’’ (Poseidon Pipeline) που επίσης θα κατασκευαστεί, το φυσικό αέριο θα μεταφέρεται μέσω του Ιονίου Πελάγους στον σταθμό του Οτράντο της Ιταλίας, απ’ όπου θα διανέμεται πανευρωπαϊκά. Και επίσης μέσω του διασυνδετηρίου ελληνοβουλγαρικού αγωγού IGB (Interconnector Greece-Bulgaria), αέριο θα διοχετεύεται και στην Ανατολική Ευρώπη.

Το κομβικό κριτήριο της ενεργειακής αξίας αυτού του αγωγού, το οποίο θα αξιολογηθεί αναφορικά με τον δεδηλωμένο κεντρικό στόχο του να συμβάλει αποφασιστικά στην ενεργειακή τροφοδότηση, επάρκεια και ασφάλεια της Ευρώπης και ειδικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αμβλύνοντας και καθοριστικά περιορίζοντας την ενεργειακή εξάρτηση της τελευταίας από τη Ρωσία, είναι η ‘‘αριθμητική δυναμική’’ του. Ο Eastmed πρόκειται να μεταφέρει ‘‘ενεργειακή δύναμη’’ στην Ευρώπη και δη ετησίως αρχικά 8 δισ. κυβικών μέτρων (δκμ) φ.α., που μπορεί να φτάσουν μέχρι και τα 10 δκμ, βασικά από τα ισραηλινά κοιτάσματα ‘‘Tamar’’ και ‘‘Leviathan’’, που διαθέτουν διαπιστωμένα αποθέματα φυσικού αερίου 240 δκμ και 450 δκμ αντιστοίχως, αλλά και από το κυπριακό κοίτασμα ‘‘Αφροδίτη’’, αποθέματος 127 δκμ. Τα κοιτάσματα αυτά βρίσκονται σχετικά κοντά στο μεγαλύτερο κοίτασμα της Ανατ. Μεσογείου, το αιγυπτιακό ‘‘Zohr’’, που περιέχει 850 δκμ φ.α.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ότι η ΕΕ κατέχει μόνο το 0,7% των παγκοσμίων αποδεδειγμένως υπαρχόντων πηγών φ.α. (eurodatabase) και συνεπώς είναι εξαρτημένη κατά 73% από εξωτερικούς προμηθευτές. Το φυσικό αέριο αντιστοιχεί στο 24% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ (https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/pdfscache/46126.pdf), χρησιμοποιούμενο στην βιομηχανική παραγωγή, στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, στις μεταφορές και ως καύσιμο θέρμανσης.

Η ετήσια κατανάλωση του φυσικού αερίου στην ΕΕ έφτασε στο αποκορύφωμα της το 2010 φτάνοντας τα 521 δκμ και το κατώγειο των 401,7 δκμ το 2014. Ωστόσο, έκτοτε αυξήθηκε πάλι η κατανάλωση φυσικού αερίου και έφτασε τα 458,5 δκμ το 2018 (https://www.statista.com/statistics/265406/natural-gas-consumption-in-the-eu-in-cubic-meters/). Έτσι, η μέση αξία εισαγωγών ενεργειακών προϊόντων από τα 17,4 δισ. ευρώ ανά μήνα το 2016 ανήλθε στα 27,6 δισ. ευρώ ανά μήνα το 2018 (Eurostat).

Αυτές τις ανάγκες της σε φ.α. η ΕΕ τις εξυπηρετεί κυρίως από τη Ρωσία. Πράγματι, τo 40,5% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ το 2018 πραγματοποιήθηκε από τη Ρωσία, ενώ το 35,1 % από τη Νορβηγία και το 11,2 % από την Αλγερία (Eurostat). Tο πρώτο εξάμηνο του 2019, το 39,4% των εισαγωγών φ.α. έγινε πάλι από τη Ρωσία, ενώ μειώθηκε το ποσοστό εισαγωγών από τη Νορβηγία σε 26,9% (Eurostat). Η Ρωσία, επίσης, είναι παράλληλα και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στην ΕΕ, καθώς το 27,3% των εισαγωγών της οποίας για το 2018 και 26,8% για το πρώτο εξάμηνο του 2019 προερχόταν από εκεί. Συνολικά, οι εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τη Ρωσία, ως ποσοστό των καθολικών ενεργειακών εισαγωγών της ΕΕ, ανέρχονται σχεδόν σταθερά στο 60%! (https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/pdfscache/46126.pdf).

To ρωσικό φ.α. μεταφέρεται στην Ευρώπη μέσω 4 δικτύων αγωγών: 1) μέσω του αγωγού Nord Stream, ο οποίος το 2013 μετέφερε 23,8 δκμ φ.α στην ευρωπαϊκή εδαφική επικράτεια, 2) μέσω του αγωγού Blue Stream, ο οποίος την άνω χρονιά μετέφερε 14,7 δκμ φ.α, 3) μέσω του αγωγού Yamal Europe, που το άνω έτος μετέφερε 37,4 δκμ φ.α. και 4) μέσω του αγωγού Urenghoy-Uzhgorod,

που το άνω έτος μετέφερε 83,9 δκμ φ.α. (A. Stratakis, T. Pelagidis, Energy Shifts in the South East Mediterranean Region).

Στην περίπτωση του Eastmed, επομένως, όσον αφορά το διαμέτρημα της ενεργειακής του δυναμικής και επιρροής, οι αριθμοί ήδη διαμορφώνουν την αληθινή εικόνα. Ο Eastmed με τη μεταφορά ετησίως 10 το πολύ δκμ φ.α. στην Ευρώπη, εκ της δομικής του φύσεως, αφενός δεν (θα) μπορεί να ‘‘ανταγωνιστεί’’ τους ρωσικούς αγωγούς που διοχετεύουν στην ΕΕ υπερπολλαπλάσιες ποσότητες φ.α., αλλά και αφετέρου καλύπτοντας (με τα 10 δκμ ετησίως) από τις ετήσιες καταναλωτικές ανάγκες της ΕΕ, ύψους 450-500 δκμ, μόνο το πάνω-κάτω 2%, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ενεργειακά-εμπορικά (‘‘commercially’’ κατά την ορολογία της Κομισιόν και των Αμερικάνων), ως ‘‘συνθήκη μεταβολής και επανακαθορισμού’’ του ενεργειακού και οικονομικού παιγνίου ούτε καν περιφερειακά (πόσο μάλλον παγκόσμια).

Ειδικά, όσον αφορά τα κράτη-μέλη (κ-μ) της ΕΕ, κατά το 2019 υφίστατο το ακόλουθο status: οι εισαγωγές πετρελαιοειδών τεσσάρων κ-μ, ήτοι της Εσθονίας, της Λιθουανίας, τη Φινλανδίας και της Σλοβακίας, και δη σε ποσοστό πάνω από 75% προέρχονταν από τη Ρωσία, ενώ επίσης πάνω από 75% των εισαγωγών φ.α. 10 κ-μ (Βουλγαρίας, Τσεχίας, Εσθονίας, Λετονίας, Ουγγαρίας, Αυστρίας, Ρουμανίας, Σλοβενίας, Σλοβακίας και Φινλανδίας) έγιναν μέσω Ρωσίας (Eurostat).

Ο Eastmed, ορθολογικά, δεν μπορεί να ‘‘σπάσει’’ αυτούς τους αριθμούς ή, αν επιδράσει μειωτικά εις βάρος τους, δεν είναι ο παράγων που θα ‘‘απολυτοποιήσει’’ τα πράγματα, θα απαλείψει εξαρτήσεις ή θα εξασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης. Δεν (θα) είναι, όπως λέγεται στην ορολογία των Αγορών, ‘‘game changer’’.

Ούτως ή άλλως, όμως, στο ενεργειακό επίπεδο, τo πραγματικό ερώτημα δεν είναι η ενεργειακή χρεία του αγωγού αυτού, η οικονομική βιωσιμότητα, η εμπορικότητα ή εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του στην αύξηση της προσφοράς (supply) φ.α. στην Ευρώπη, αλλά το ίδιο το μέλλον του φ.α., ως ενεργειακού πόρου.

Καταρχάς, στην παρούσα φάση, τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων στην Ευρώπη κατέχουν τα πετρελαιοειδή, των οποίων το μερίδιο είναι τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό του φυσικού αερίου και δέκα φορές ανώτερο απ’ αυτό των στερεών καυσίμων (Eurostat).

Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι ελέω των πιεστικών συνθηκών της κλιματικής αλλαγής η ΕΕ ήδη έχει στρατηγικά αναπροσαρμόσει τις πολιτικές και τους μελλοντικούς της στόχους στο θέμα της Ενέργειας. Το ‘‘κλιματικό και ενεργειακό πλαίσιο 2030’’ (2030 climate and energy framework https://ec.europa.eu/clima/policies/strategies/2030_en), o ‘‘Οδικός Χάρτης Ενέργειας για το 2050’’ (Eu Commission, Energy Roadmap 2050 https://ec.europa.eu/energy/sites/ener/files/documents/2012_energy_roadmap_2050_en_0.pdf), που θέτει τον πανευρωπαϊκό στόχο για επίτευξη του 55% της συνολικά παραγόμενης ενέργειας στην ΕΕ από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ, https://www.ies.be/files/documents/Newsletters/121003%20Tom%20Howes.pdf σελ. 11), αλλά και το εμβληματικό τρίτο νομοθετικό πακέτο για την ενέργεια (https://ec.europa.eu/energy/en/topics/markets-and-consumers/market-legislation/third-energy-package), αμβλύνουν ήδη το ρόλο του φ.α. στα ενεργειακά της ΕΕ και θα τον περιορίσουν ex necessitas ακόμη περισσότερο στον μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Κατόπιν των ανωτέρω, αναφύεται ως βάσιμη, συνεπώς, η εκτίμηση ότι η υπογραφή της Συμφωνίας της 2ας Ιανουαρίου 2020 δεν είναι ενεργειακά, σύμφωνα με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, τα μέχρι τώρα ευρήματα και τις οικονομικές παραδοχές, η ‘‘λυδία λίθος’’ ούτε για τους υπογράψαντες συμβαλλομένους, ούτε για την Ευρώπη. Ειδικά, όσον αφορά τη δική μας χώρα, δεν πρέπει να οδηγήσει σε υπεραπλουστεύσεις στο εθνικό μας αφήγημα και σε παραπλανητικές ψευδαισθήσεις ισχύος, που υποτίθεται ότι συνεπάγονται μεταβολή στον πολιτικό και οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων της περιοχής.
Ωστόσο, όταν η άνω Συμφωνία αξιολογείται στο γεωπολιτικό επίπεδο, συνιστά κάτι αξιακά, πολλαπλάσια (‘‘γεωμετρικά’’ θα έλεγα) υπέρτερο από την όποια ‘‘ενεργειακή’’ της απήχηση. Είναι μια Συμφωνία με τόσο υψηλό γεωπολιτικό συμβολισμό που πρακτικά μετουσιώνεται σε ‘‘γεωπολιτικό αναδευτήρα’’ της Ανατ. Μεσογείου. Η συγκεκριμένη Συμφωνία, εντασσόμενη στο ευρύτερο αναλυτικό περίγραμμα των γεωστρατηγικών πρωτοβουλιών των ΗΠΑ για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ και την απεξάρτηση της από το ρωσικό φ.α., αποτελεί παραδειγματική εκφορά του κεντρικού δόγματος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σχετικά με τη ‘‘διαφοροποίηση’’ (diversification) των ενεργειακών πηγών της ΕΕ (ίδετε https://www.congress.gov/bill/116th-congress/senate-bill/1102/text

US Congress, S 1102, A Bill to promote security and energy partnerships in the Eastern Mediterranean: 13) The proposed Eastern Mediterranean pipeline, if commercially viable, would provide for energy diversification in accordance with the European Union’s third energy package of reforms.).

Η υλοποίηση της Συμφωνίας για τον Eastmed δείχνει ξεκάθαρα πια ότι η λεγόμενη ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης έχει αποκτήσει διαντλαντικό ενδιαφέρον και επιτάσσει τη σταθερά στοχευμένη προσήλωση των ΗΠΑ. Τούτο το γεγονός όμως ad hoc συνεπάγεται τον σχηματισμό γύρω από τον ιστό των ενεργειακών συμφερόντων διαφορετικών διαδιεθνικών και υπερεθνικών (οικονομικο-πολιτικών) ‘‘στρατοπέδων’’ με αντιθετικά μεν αλλά πάντως αλληλοεπιδρώντα βουλητικά και στρατηγικά προτάγματα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο Eastmed παύει ολότελα πια να αποτελεί έστω πολύπλευρο, απλά όμως, ‘‘ενεργειακό εγχείρημα’’ (project) και μετατρέπεται πλέον σε ‘‘γεωπολιτικό υλικό-εφόδιο’’ αντιπαράθεσης ενός συνασπισμού δυνάμεων (στον οποίο συμμετέχει ουσιωδώς και η Ελλάδα βέβαια), με πυρήνα τις ΗΠΑ, απέναντι στη Ρωσία και άλλους γεωπολιτικούς ‘‘παίκτες’’ της περιοχής, που στοχεύουν μέσω κυρίως των σχεδιαζόμενων αγωγών Nord Stream 2 και Turkish Stream να αυξήσουν και, ει δυνατόν, να ‘‘κλειδώσουν’’ την ενεργειακή και πολιτική επιρροή τους στην Ευρώπη (Σημ. Γι’ αυτό και ψηφίστηκε πρόσφατα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ νόμος που επιβάλλει κυρώσεις για την κατασκευή και λειτουργία των δύο παραπάνω αγωγών, ίδετε US Congress, S. 1441, Protecting Europe’s Energy Security Act of 2019, https://www.govtrack.us/congress/bills/116/s1441/text).

Ειδικότερα για την Ελλάδα, η Συμφωνία για τον Eastmed καταδηλοί στο γεωπολιτικό πεδίο όχι απλά τη βούληση της αλλά και την ικανότητά της για ευρύτερες συνεργασίες και δη για συνεργασίες που και το διεθνές αποτύπωμα της χώρας χαράσσουν, αλλά και επεκτείνουν τη δυναμική του εθνικού μας εκτοπίσματος, μεταβάλλοντας τη χώρα από ‘‘θεατή’’ ή έστω αδρανή ή απισχνασμένο ‘‘παίκτη’’ σε ενεργό πρωταγωνιστή, που συμμετέχει καθοριστικά στα γεωπολιτικά δρώμενα με πρόθεση να συνδιαμορφώνει, υπό ένα στιβαρό πλαίσιο συμμαχιών και συνεργειών, καταστάσεις και εξελίξεις στη ‘‘σκακιέρα’’ του γεωγραφικού μας περιβάλλοντος. Παράλληλα, η Συμφωνία αυτή συνιστώντας ηχηρή απάντηση της χώρας μας στις πρόσφατες κινήσεις του τουρκικού γεωστρατηγικού αναθεωρητισμού και αυθαίρετου πολυδιαστασιακού ακτιβισμού, εκπέμπει πανταχόθι μηνύματα αλλά και προοιωνίζει όμως ευρύτερες, ίσως πιο έντονες και διαδραστικές πολυεπίπεδες εξελίξεις. Το 2020 ξεκίνησε με εξαιρετικό ενδιαφέρον, κι αυτό, πιστέψτε με, είναι μάλλον μόνο η… αρχή.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science.