Χρ. Γκουγκουρέλας: Τα διλήμματα για τον νέο Γερμανό Καγκελάριο και ένα σημαντικό ερώτημα για την Ευρώπη
Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία είναι ήδη γνωστά και οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού είναι ήδη εν εξελίξει. Όποιο κι αν είναι, πάντως, το νέο κυβερνητικό σχήμα, δεδομένο είναι ότι αυτό θα συνιστά μια «τριπλή πολιτική συμμαχία». Το σπουδαίο γεγονός, ωστόσο, το οποίο βεβαίως είναι εξ’ υπαρχής δεδομένο, είναι ότι η Γερμανία μεταβαίνει στη «μετά Μέρκελ» εποχή, στην οποία μάλιστα όχι μόνο δεν λείπουν αλλά θα έλεγα περισσεύουν οι ιδιαιτερότητες και οι προκλήσεις.
Κατά την άποψή μου, λοιπόν, ο νέος Καγκελάριος, όποιος κι αν είναι αυτός, έχει να αντιμετωπίσει, μεταξύ των άλλων, εξαιρετικής σπουδαιότητας για το παρόν και το μέλλον της Γερμανίας, αλλά και της Ευρώπης ασφαλώς, διλήμματα σε τέσσερα καθοριστικά πεδία πολιτικής, οι απαντήσεις επί των οποίων θα συνδιαμορφώσουν τη γεωπολιτική και γεωοικονομική πραγματικότητα στη Γερμανία και στην Ευρώπη στις χαραυγές μιας καινούργιας εποχής.
Κατά πρώτον, δεδομένου ότι ταυτοτικός πυλώνας της σύγχρονης Γερμανίας είναι η Οικονομία, η πολιτική του νέου Καγκελαρίου θα επικεντρωθεί σε αυτήν. Οι προκλήσεις και οι δυνατότητες της νέας, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, κανονικότητας θα αποτελέσουν το βασικό μέλημα και της νέας γερμανικής ηγεσίας. Ακριβώς σε αυτή την επιστροφή στην κανονικότητα, και δη σε επίπεδο πανευρωπαϊκό, εμφαίνεται ήδη η διλημματική φύση των πραγμάτων.
Είναι η ώρα, επομένως, που η μεγάλη συζήτηση για το δημοσιονομικό μέλλον της Ευρώπης και την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα ανοίξει ουσιαστικά και θα παράγει κορυφαίες διαλεκτικές αντιπαραθέσεις σε όλα τα κράτη-μέλη (κ-μ) της ΕΕ. Το μέγα ερώτημα, συνεπώς, που adhoc θα τεθεί και στην εσωτερική γερμανική πολιτική σκηνή και θα απαιτήσει σαφή και ξεκάθαρη τοποθέτηση είναι αν μετά την αναστολή του άνω Συμφώνου, λόγω βεβαίως των έκτακτων οικονομικών μέτρων που λήφθηκαν από τις Κυβερνήσεις της Ένωσης προς αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, θα επιχειρηθεί η επιστροφή στο υπάρχον κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο με αυστηρή προσήλωση στους κανόνες και απαρέγκλιτη εφαρμογή τους ή θα κατευθυνθούμε προς ένα αναδιαμορφωμένο δημοσιονομικό περίγραμμα στην ΕΕ με περισσότερη ευελιξία, με τη ρητή ή έμμεση αποδοχή της λογικής της αμοιβαιοποίησης των χρεών (debtmutualization) των κ-μ και την παράλληλη επικράτηση κεϋνσιανικών ιδεών ως προς το κοινό δημοσιονομικό λειτουργικό περίγραμμα; Θα επενδύσει πολιτικά η Ευρώπη και θα «χτίσει» το μέλλον της μέσα από την προοπτική του»NextGenerationEU»; Θα αναπλάσει την πλατφόρμα των μακροοικονομικών τηςκανόνων;Ή το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο είναι απαρασάλευτο και αδιαπραγμάτευτο;
Η γερμανική εμμονή, πάντως, για σχεδόν απόλυτη δημοσιονομική ισορροπία, και συνεπαγωγικά πειθαρχία, είναι γνωστή και αποτυπωμένη μάλιστα και στο Σύνταγμα της χώρας δια του διαβόητου «Schuldenbremse» (φρένου χρέους), σύμφωνα με το οποίο το χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν πρέπει να ξεπερνά το 0,35% του ονομαστικού γερμανικού ΑΕΠ. Αν, επομένως, το FDP, ως κυβερνητικός εταίρος, αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών, όπως ζητεί, η «τήρηση των κανόνων» φαίνεται ότι θα επανέλθει ως το «ιερό δισκοπότηρο» της γερμανικής πολιτικής.
Όμως, το δίλημμα για τον νέο Καγκελάριο θα είναι μεγάλο. Όπως ήδη έχω εξηγήσει (ίδετε το άρθρο μου «Πώς η Γερμανία θα βγει πολύ ισχυρότερη από την παρούσα κρίση και τι αυτό συνεπάγεται για τη ζώνη του ευρώ»), η επάνοδος στην οικονομική ομαλότητα δεν θα είναι ομοιόμορφη για όλα τα κ-μ της ΕΕ. Έχοντας αναθερμάνει την Οικονομία της με παραπάνω από 1 τρισ. ευρώ, η Γερμανία, αποκτώντας, από τη μια, σοβαρό πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων κ-μ και επιμένοντας, από την άλλη, στην αυστηρή επάνοδο στην «πεπατημένη» ενωσιακή δημοσιονομική νόρμα, κινδυνεύει να έρθει σε βαθύ και κλονιστικό χάσμα με τη Γαλλία, την Ιταλία και τον ευρωπαϊκό Νότο.
Στο πεδίο αυτό μάλιστα, αν η επιλογή της γερμανικής καγκελαρίας είναι η εφαρμογή της πολιτικής επιθυμίας του FDP, προβλέπω μια επερχόμενη συγκλονιστική κόντρα στην Ευρώπη, τύπου μάλιστα «μανιχαϊστικού δυϊσμού». Γι’ αυτό, στο άνω άρθρο μου ήδη προ καιρού προειδοποιούσα: «Η ουσία του προβλήματος, ωστόσο, δεν είναι η ισχυρή Γερμανία ή η ακόμα ισχυρότερη Γερμανία, λόγω της ανομοιομορφίας της επιχειρούμενης ανάκαμψης σε όλη την Ευρώπη. Το θέμα για την ΕΕ είναι και θα προκύψει έντονα και διχαστικά αν αφεθεί από την θεσμική της ηγεσία να ξεδιπλωθεί, μέσα στο προπεριγραφόμενο οικονομικο-πολιτικό πεδίο, ένας αδυσώπητος οικονομικός δαρβινισμός».
Κατά δεύτερον, είναι τούτη η χρονική συγκυρία που το ζήτημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, ειδικά κατόπιν των εύλογων πιέσεων του Προέδρου Macron, θα τεθεί εμφατικά πια στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα, μια που μάλλον έχει καταστεί κοινοτοπία ότι ο ευρωπαϊκός γεωπολιτικός αυτοπροσδιορισμός προϋποθέτει μια αυτοδύναμη, ισχυρή και αμυντικά συμπράττουσα ΕΕ.
Τι θα απαντήσει, συνεπώς, ο νέος Γερμανός Καγκελάριος στο αίτημα δημιουργίας κοινής ευρωπαϊκής δύναμης, η οποία μάλιστα θα πρέπει να είναι έτσι δομημένη και εξοπλισμένη ώστε να είναι, δυνητικά, και επιχειρησιακά επεμβατική, άρα και πρακτική χρήσιμη; Πώς θα τοποθετηθεί στην προοπτική στερέωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία θα είναι ικανή να φέρει σε πέρας κοινά projectsκαι να παράγει «ευρωπαϊκά» (και όχι μόνο «γερμανικά») εξοπλιστικά συστήματα και πολεμικά μέσα; Θα δώσει βαρύτητα η Γερμανία στην ουσιαστική μετουσίωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA)σε αποτρεπτικό κοινό αμυντικό ευρωπαϊκό δίκτυο; Θα επιτρέψει την ουσιαστική οικονομική ισχυροποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (EDF);
Είναι ερωτήματα αυτά, που νομίζω εκ των πραγμάτων θα τεθούν στον νέο Γερμανό Καγκελάριο. Κατά την άποψη μου, ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι με βάση τη ΣΕΕ (άρ. 42§2) η κοινή αμυντική πολιτική της ΕΕ οδηγεί στην κοινή άμυνα όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση με ομοφωνία, το πιο πιεστικό δίλημμα εν προκειμένω για τη Γερμανία θα είναι αν θα συνηγορήσει στην τροποποίηση των Συνθηκών ώστε με την υιοθέτηση του κανόνα της ενισχυμένης πλειοψηφίας (qualifiedmajority) στην κοινή πολιτική άμυνας και ασφαλείας (ΚΠΑΑ) της ΕΕ να προχωρήσει πιο άμεσα και πιο ελπιδοφόρα το σενάριο της δημιουργίας του κοινού ευρωπαϊκού αμυντικού κρηπιδώματος. Ίδωμεν…
Κατά τρίτον, η στάση της Γερμανίας στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Η παρουσία των «Πρασίνων» στη συγκυβέρνηση εγγυάται ένα σοβαρό βαθμό ευαισθησίας της Γερμανίας στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αλλά δεν είναι αυτή βεβαίως ο κρισιμότερος παράγων. Η Γερμανία έχει υπογράψει τη παγκόσμια Συμφωνία του Παρισιού (Δεκέμβριος του 2015) για την κλιματική αλλαγή, δεσμεύεται όμως λειτουργώντας και εντός του πλαισίου της ΕΕ από την πολιτική στοχοθεσία της τελευταίας επί του θέματος.
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (GreenDeal) που επιβάλλει τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2030 κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα εκπομπών του 1990 και τελικά επιδιώκει την «κλιματικά ουδέτερη» Ευρώπη το 2050, το νέο πακέτο της Κομισιόν «Fitfor 55», o Κανονισμός ταξινόμησης (taxonomyregulation) της ΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο κάθε επένδυση στην ΕΕ κρίνεται και εγκρίνεται ανάλογα με το πόσο «πράσινη» είναι, ακόμα και η διαβόητη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου φέτος τον Απρίλιο, με βάση την οποία η διαγενεακή αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται στη Γερμανία με την επιδίωξη της όσο το δυνατόν πιο «πράσινης» ανάπτυξης, συνιστούν σωρευτικά ένα δεσμευτικό πλαίσιο πολιτικής για τη γερμανική Καγκελαρία.
Όμως στη Γερμανία δεν λείπουν οι αντίθετες φωνές. Κάθε άλλο μάλιστα. Η εφικτότητα και η λυσιτέλεια της «πράσινης» ανάπτυξης δεν θεωρείται από όλους δεδομένη. Λέγεται, λοιπόν, από τους διαφωνούντες ότι αν η Γερμανία στηριζόταν αποκλειστικά στην παραγωγή ηλεκτρισμού από εναλλακτικές πηγές ενέργειας και όχι από ορυκτά καύσιμα, τότε μόνο ο τομέας της χημικής βιομηχανίας θα κατανάλωνε τόση ηλεκτρική ενέργεια, όση στην παρούσα φάση παράγει όλη η χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την αυτοκίνηση. Αν όλα τα οχήματα μετατραπούν σε ηλεκτρικά, δια της άμεσης ή έμμεσης χρήσης υδρογόνου, ο τομέας της αυτοκίνησης και μόνο θα χρειαζόταν πάλι τόση ενέργεια (ή και περισσότερη), όση σήμερα παράγει όλη η Γερμανία.
Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι η εγκατάλειψη της χρήσης πετρελαιοειδών και φυσικού αερίου, ειδικά στην περίπτωση που η Γερμανία (όπως και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη) δεν αποθηκεύσει τις ποσότητες που κατ’ επιλογή δεν θα χρησιμοποιήσει, θα οδηγήσει σε αφθονία προσφοράς προϊόντων ορυκτού πλούτου σε άλλες περιοχές του Πλανήτη, γεγονός που κατά τον νόμο της Οικονομίας θα επιφέρει τη ραγδαία και χτυπητή πτώση των τιμών αυτών των προϊόντων και θα οδηγήσει άλλες χώρες της Γης να εκμεταλλευτούν τα φθηνά ορυκτά καύσιμα, επιφέροντας κατά αυτό το σκεπτικό ούτως ή άλλως την οικουμενική περιβαλλοντική επιβάρυνση που η Γερμανία αφελώς θα έχει προσπαθήσει να αποφύγει.
Στη συζήτηση της γερμανικής δημόσιας σφαίρας στο κρίσιμο θέμα της «πράσινης μετάβασης» ελέω της κλιματικής αλλαγής, ήδη από τους επικριτές των εκπεφρασθεισών προθέσεων της χώρας χρησιμοποιείται ο όρος «GuineaSchwein»(ινδικό χοιρίδιο) για την «επίσημη» προσέγγιση της Γερμανίας ως προς την «πράσινη ανάπτυξη». Με άλλα λόγια, επισημαίνεται ο κίνδυνος η Γερμανία και γενικότερα η Ευρώπη να «εργαλειοποιείται» από άλλους «εξυπνότερους» παγκόσμιους «παίκτες» ως «πειραματόζωο» καθώς με την τόσο φιλόδοξη και ταχεία μετάβασή της στη χρήση εναλλακτικών ενεργειακών πηγών υφίσταται η πιθανότητα κατάρρευσης της βιομηχανίας της αλλά και ολόκληρης της Οικονομίας της.
Οι αντιρρησίες της φανατικά «πράσινης» γερμανικής (αλλά και ευρωπαϊκής) λογικής και αντίστοιχης πολιτικολογίας υπογραμμίζουν ότι μόνο 30 χώρες στον Κόσμο από τις 200 που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, έχουν αποδεχθεί δεσμευτικά πλαφόν ως προς τις εκπομπές ρύπων διοξειδίου του άνθρακα εντός της επικράτειας τους. Ενώ, λοιπόν, προς χάριν της ολοκληρωτικής επιβολής των ΑΠΕ, η Γερμανία όχι μόνο θα περιορίσει σε πολύ χαρακτηριστικό βαθμό τη χρήση ορυκτών καυσίμων αλλά θα σταματήσει από το 2022 να παράγει και πυρηνική ενέργεια, οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία, συνεχίζοντας τα δικά τους ενεργειακά πλάνα, χρήσης ορυκτού πλούτου και σταδιακής προσαρμογής και ελεγχόμενης, συγκρατημένης μετάβασης στην «πράσινη εποχή», θα αποκτήσουν σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε μια Γερμανία που αφελώς από μόνη της θα σπεύσει να «αυτοαποδυναμωθεί».
Το δίλημμα, επομένως, για τον νέο Γερμανό Καγκελάριο, πέραν από τις πιέσεις του κόμματος των «Πρασίνων» ή, πολύ περισσότερο, από το πολιτικό «στρίμωγμα» που τα οραματικά προτάγματα της ίδιας της ΕΕ επιβάλλουν, αφορά το πώς θα εξισορροπήσει πολιτικά ανάμεσα αφενός στην τελολογία της δικής του χώρας και της ΕΕ περί «αειφόρου ανάπτυξης» και αφετέρου στις φωνές διαμαρτυρίας των μεγάλων οικονομικών lobbies της Γερμανίας και κυρίως των παραγόντων της χημικής βιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας που θα ομιλούν όλο και πιο επιτακτικά για τον κίνδυνο υποβάθμισης και υπολειτουργικότητάς τους, γεγονός που θα «απονευρώσει» το πρωταρχικό ατού της Γερμανικής Δημοκρατίας, την Οικονομία της.
Κατά τέταρτον, η διαμόρφωση της διεθνούς θέσης («Positionierung») της Γερμανίας απέναντι στους μεγάλους «δρώντες» της παγκόσμιας Κοινότητας είναι εκ της φύσεως της μια διλημματική και απαιτητική πολιτική διεργασία. Θα στραφούν οι Γερμανοί, υπό τη νέα ηγεσία τους, ξανά δυτικά και θα προσπαθήσουν μαζί με τις ΗΠΑ βεβαίως, στο πεδίο της γεωοικονομικής στρατηγικής, να επιβάλλουν μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) και να σμιλεύσουν μια νέα ισχυρή διατλαντική εμπορική συμφωνία; Ή θα επιδιώξουν, ίσως, να εκμεταλλευτούν την επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας και να σταθεροποιήσουν το πλαίσιο αμοιβαίας οικονομικής συνεργασίας με τον ασιατικό γίγαντα;
Θυμίζω ότι από το 2016 και μετά η Κίνα είναι τεκμηριωμένα ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας (δείτε τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας στον ιστότοπο https://www.destatis.de/EN/Themes/Economy/Foreign-Trade/Tables/order-rank-germany-trading-partners.pdf?__blob=publicationFile), ενώ αντιστοίχως το μερίδιο της Γερμανίας στις συνολικές ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα ξεπερνά το 50%. Έτσι, μόνο το 2019 η αξία των γερμανικών εξαγωγών προς την ασιατική υπερδύναμη υπερέβη τα 100 δισ. ευρώ! (How Germany opened the door to China — and threw away the key – POLITICO)
Από την άλλη, θα σφυρηλατήσουν οι Γερμανοί σχέσεις ουσίας, ένεκα του σπουδαίου ενεργειακού projectτου αγωγού «Nord Stream 2», με τη Ρωσία, ή στο όνομα της υπεράσπισης των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών ιδανικών θα εναντιωθούν στη φαινόμενη ως «δεσποτική» Ρωσία του Πούτιν;
Tαερωτήματα, λοιπόν, είναι πολλά στα άνω 4 καθοριστικά πεδία πολιτικής, ωστόσο το μεγαλύτερο όλων είναι αν η Γερμανία υπό τη νέα της ηγεσία μπορεί να ηγηθεί στην Ευρώπη. Προσωπικά, θα απαντούσα: «Εξαρτάται». Εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο, το σκεπτικό και τις πολιτικές επιλογές που θα ακολουθήσει ο νέος Γερμανός Καγκελάριος σε όλα τα παραπάνω.
Αν για παράδειγμα η Γερμανία στο ζήτημα της «πράσινης» ανάπτυξης πετύχει, με τη βοήθεια ίσως και της διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC),την παγκόσμια εξάπλωση των δεσμεύσεων της Συμφωνίας του Παρισιού, πολύ δε περισσότερο αν οδηγήσει την παγκόσμια Κοινότητα σε μια νέα δεσμευτική νομική νόρμα για το Κλίμα, τότε θα έχει δράσει αναμφισβήτητα ηγετικά. Αν η Γερμανία, από την άλλη, κατανοήσει ότι η ενότητα της Ευρώπης και η διακοινοτική αλληλεγγύη είναι όροι υπαρξιακής λειτουργίας της ΕΕ και πάντως πολύ σημαντικότεροι από την κουλτούρα διατήρησης χαμηλού χρέους, αν εμπεδώσει την ιδέα ότι η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να υπονομεύει την ευρωπαϊκή δημοκρατία, τότε σίγουρα θα έχει επιδείξει «πνεύμα και στόφα ηγέτη».
Κατά την άποψή μου, αυτό που πρωταρχικά θα επιδιώξει ο νέος Γερμανός Καγκελάριος θα είναι τελικά ηεξυπηρέτηση των συμφερόντων της Γερμανίας υπό τη διαφύλαξη των τριών «πολιτικών φετίχ», που είναι ταυτοτικά στοιχεία της γερμανικής πολιτικής πραγματικότητας, ήτοι της εσωτερικής και εξωτερικής σταθερότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας με χαμηλό πληθωρισμό, και της υποστήριξης της εξαγωγικής οικονομίας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, το απολύτως κρίσιμο για τη Γερμανία και όλη την Ευρώπη θέμα είναι το κατά πόσο θα γίνει κατανοητό από τη γερμανική ηγεσία ότι τα εγχώρια συμφέροντά της εξυπηρετούνται μέσα από τη διαδρομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά την οποία η Γερμανία, αν θέλει να πρωταγωνιστήσει, θα πρέπει να είναι περισσότερο συμβιβαστική και σαφώς πιο ενωτική!
Κατερίνη, 6/10/2021
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International Relations and the political science