Αν αράδιαζε κάποιος, σε μια λίστα, ονόματα χωρών, όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Κύπρος, το Ιράκ, το Κατάρ, το Κόσοβο, η Σομαλία, το Σουδάν, η Αλβανία, η Βοσνία και η Συρία και ρωτούσε τι κοινό είχαν αυτές οι χώρες μεταξύ τους (;), πόσοι, άραγε, από εμάς θα θυμόνταν ότι αυτές οι χώρες (πλην της Σομαλίας, που είχε μόνο ‘‘καλούς δεσμούς’’) ήταν κάποτε βιλαέτια της πάλαι ποτέ πανίσχυρης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Και αν αλλάξει ‘‘χρόνο’’ στο ερώτημά του, μετατοπιζόμενος στο παρόν και ρωτήσει τι κοινό έχουν αυτές οι χώρες σήμερα(;), πέραν της αναμφισβήτητης αλήθειας ότι διαβιούν στα εδάφη τους μουσουλμανικοί πληθυσμοί, πόσοι από εμάς θα είχαν υπόψη τους ότι η σύγχρονη Τουρκία:

Στο Αζερμπαϊτζάν, διαθέτει κτίρια και στρατιωτικές υποδομές στην στρατιωτική πόλη Gizil Sherg, ενώ στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Haci Zeynalabdin έχει δικό της αεροδιάδρομο.

Στην Κύπρο και στο βόρειο κατεχόμενο κομμάτι του νησιού, έχει εγκατεστημένα στρατεύματα, τα οποία αποκαλεί ‘‘Τουρκικές Ειρηνευτικές Δυνάμεις Κύπρου’’.

Στο Ιράκ έχει εγκαταστήσει αποκλειστικά δική της κεντρική στρατιωτική βάση με 2.000 άτομα προσωπικό, ενώ στο ‘‘Ιρακινό Κουρδιστάν’’ και δη στις επαρχίες Erbil και Dohuk έχει πάνω από 20(!) βάσεις πολέμου και αντικατασκοπείας.

Στο Κατάρ έχει δημιουργήσει μόνιμη αεροπορική βάση με προσωπικό 5.000 ατόμων, όσο, πάνω-κάτω, μια κωμόπολη δηλαδή.

Στο Κόσοβο διενεργεί συνεχώς κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τους Κοσοβάρους, ενώ, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η τουρκική στρατιωτική παρουσία είναι ισχυρότατη.

Στη Βοσνία έχει αναπτύξει στενές διπλωματικές σχέσεις και στρατιωτική συνεργασία. Έχει δωρίσει 10 τανκς τύπου Τ-55 και πολεμικό υλικό αξίας 2 εκατ. δολαρίων.

Στην Αλβανία, χρησιμοποιεί τον ναύσταθμο, στον Αυλώνα, με το όνομα ‘‘Πασαλιμάνι’’ (Pasha Liman) ως χώρο στάθμευσης, ‘‘καταφύγιο’’ και ‘‘ορμητήριο’’ των τουρκικών υποβρυχίων σ’ όλη την Μεσόγειο.

Στη Σομαλία και στην πρωτεύουσα Mogadishu διατηρεί τη στρατιωτική βάση ‘‘TURKSOM’’, στην οποία υπηρετούν τουλάχιστον 200 οπλίτες, ενώ η βάση αυτή λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως στρατιωτικό πανεπιστήμιο, δηλαδή ως χώρος διδαχής πολεμικής στρατηγικής αλλά και ως μονάδα εκπαίδευσης σε πολεμικές μεθόδους και στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Στο Σουδάν και στη νήσο Suakin, το λιμάνι της οποίας θεωρείται επί αιώνες ένα από τα πιο σημαντικά της Αφρικής, λειτουργεί πλήρως εξοπλισμένη στρατιωτική βάση (https://www.worldbulletin.net/africa/sudan-s-suakin-reveal-the-location-for-turkish-military-base-h207207.html ).

Στη Συρία έχει πλήρως εξοπλισμένες πολεμικές βάσεις στις πόλεις Al-Bab, Al-Rai, Akhtarin, Jarablus, Atme, Darat και Izza.

Μετά από τις άνω αναμφισβήτητες αναφορές προκύπτει όχι μόνο το σχετικό (περί των αναφορών) ερώτημα αλλά μια πληθώρα άλλων ερωτημάτων για τον Έλληνα αναγνώστη: Γιατί, λοιπόν, η Τουρκία έχει στρατιωτικές βάσεις σε άλλες δέκα χώρες του Πλανήτη ενώ η Ελλάδα όχι; Γιατί η Τουρκία πρεσβεύει το δόγμα των 2,5 πολέμων ενώ η Ελλάδα μιλά μόνο για την ειρήνη; Γιατί η Τουρκία δαπανά 22 δισ. δολάρια τον χρόνο σε εξοπλισμούς ενώ η Ελλάδα oύτε 5 δισ.; Γιατί τον Οκτώβριο του 2019 η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία ενώ η Ελλάδα δεν θέλει και ούτε καν διανοείται βέβαια να πειράξει ‘‘αλλότρια εδάφη’’; Γιατί η Τουρκία ονειρεύεται τη δημιουργία και διατήρηση του λεγόμενου παντουρανικού τόξου ενώ στην Ελλάδα για το μόνο τόξο που μιλάμε είναι εκείνο της αρχαίας θεάς Αρτέμιδος;

Γιατί η Τουρκία χτίζει τζαμιά από το Μπισκέκ του Κιργιστάν μέχρι τα Τίρανα της Αλβανίας (το μεγαλύτερο στην Ευρώπη) και από την Άκκρα της Γκάνας μέχρι το Μέριλαντ των ΗΠΑ ενώ η Ελλάδα μένει άπραγη στη λεγόμενη ‘‘πολιτιστική-θρησκευτική’’ διπλωματία; Γιατί η Τουρκία φιλοδοξεί να καταστεί πρωτοπόρος ή και ηγέτης του σουνιτικού κόσμου ενώ η Ελλάδα κοιτά μόνο το που την συμφέρει να ‘‘δορυφοροποιηθεί’’; Γιατί η Τουρκία θα έχει (με τη βοήθεια των Ρώσων) πυρηνικό εργοστάσιο στο Akkuyu και ήδη ‘‘φυλά’’ τις πυρηνικές βόμβες των Αμερικανών στο Incirlik ενώ η Ελλάδα ξεκίνησε δειλά μόλις τα τελευταία χρόνια να ψάχνεται ενεργειακά; Γιατί η Τουρκία χτίζει ουρανοξύστες 42 ορόφων στα Σκόπια (Sky City Towers I- IV), ολόκληρες οικοδομικές συνοικίες στην Πρίστινα (πρωτεύουσα του Κοσόβου) και λειτουργεί (ως operator) από το αεροδρόμιο του Κράλιεβο στη Σερβία μέχρι τον νέο οδικό άξονα Αλβανίας – Σερβίας (μέσω Κοσόβου) ενώ η Ελλάδα το μόνο που ονειρεύεται είναι δανεικά και επιδοτήσεις από τις ‘‘γνωστές πηγές’’;

Περαιτέρω, αν επικεντρωθεί κάποιος αποκλειστικά στο επίπεδο των μεταξύ μας  διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι και άλλα πολλά τα ερωτήματα: Γιατί η Τουρκία μιλά ανοιχτά για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης ενώ η Ελλάδα όχι; Γιατί η Τουρκία θεωρεί casus belli την επέκταση των χωρικών υδάτων μας από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια ενώ η Ελλάδα ‘‘σουφρώνει’’ συγκαταβατικά; Γιατί η Τουρκία έχει κάνει ‘‘σουρωτήρι’’ τον εθνικό εναέριο χώρο μας ενώ η Ελλάδα απλά ‘‘αναχαιτίζει μονίμως’’ και δεν κάνει ακριβώς το ίδιο στην άλλη πλευρά του Αιγαίου; Γιατί η Τουρκία υπέγραψε το πρόσφατο τουρκολιβυκό σύμφωνο αποπειρώμενη έτσι να αποστερήσει από συγκεκριμένα νησιά μας την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ τους ενώ η Ελλάδα παρακολουθεί διαμαρτυρόμενη;

Γιατί η Τουρκία διαλαλεί ότι στην (Δυτική) Θράκη ζει τουρκική (και όχι απλά μουσουλμανική) μειονότητα ενώ η Ελλάδα πάσχισε και ίδρωσε να απελευθερώσει 2 στρατιωτικούς της που, υποτίθεται, τόλμησαν να ‘‘πατήσουν’’ σε τουρκικό έδαφος (Ανατολική Θράκη); Γιατί η Τουρκία παρότρυνε και υποβοήθησε ‘‘μετανάστες’’ να εισβάλλουν στην Ελλάδα από τον Έβρο ενώ η Ελλάδα δεν παρακινεί κανέναν να εισέλθει στην Τουρκία; Γιατί η Τουρκία ‘‘γκριζάρει’’ αδιαλείπτως το Αιγαίο ενώ η Ελλάδα δεν αμφισβητεί εδάφη τουρκικής επικυριαρχίας; Γιατί η Τουρκία κατέθεσε χάρτες στον ΟΗΕ με συγκεκριμένες συντεταγμένες των κατά το δοκούν θαλασσίων  ζωνών της ενώ η Ελλάδα απλά επικαλείται ‘‘ρηματικώς’’ τα εκ του διεθνούς δικαίου δικά της δικαιώματα;

Η βασική εκκίνηση στις απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω κομβικά και απολύτως θεμελιώδη ερωτήματα είναι η νοηματική αποσαφήνιση της έννοιας του ‘‘Γεωπολιτικού Δυναμικού’’ και η καταγραφή και αποδοχή της διαφοράς που  αυτό παρουσιάζει, όσον αφορά τις δύο χώρες. Ως ‘‘Γεωπολιτικό Δυναμικό’’, λοιπόν, ορίζεται ‘‘η ιστορικο-κοινωνική παρουσία ενός συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο’’.

Εφαρμόζοντας τον ορισμό αυτόν στις δύο χώρες, βλέπουμε πως η Τουρκία αποτελεί σήμερα τον ‘‘ιστορικό κληρονόμο’’ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαλύθηκε πριν έναν αιώνα. Η χώρα συμμετέχει στους G 20 (τη σύμπραξη των 20 ισχυρότερων χωρών του Κόσμου), είναι η δεύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ και φιλοδοξεί να εκλαμβάνεται ως ο επί ξηράς και θάλασσας (σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του στρατηγήματος της ‘‘Γαλάζιας Πατρίδας’’) επικυρίαρχος της ευρύτερης περιοχής. Η Τουρκία εμφανίζεται σήμερα στο διεθνές προσκήνιο ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη που ‘‘μιλά απευθείας’’ και ως αυτόβουλος γεωπολιτικός παράγων με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ, όντας παράλληλα και στυλοβάτης του Ισλαμισμού, ως πολιτισμικού προτύπου. Γι’ αυτό και εκτιμάται ως χώρα που ενέχει χειμαρρώδες γεωπολιτικό δυναμικό με εγγενή προοπτική εξάπλωσης.

Το γεωπολιτικό δυναμικό, αντιστοίχως, της Ελλάδας, το περιγράφει in essence ο μέγιστος Παναγιώτης Κονδύλης στο Επίμετρο του βιβλίου του ‘‘Θεωρία Πολέμου’’ (Γεωπολιτικές και Στρατηγικές Παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, σελ. 384): ‘‘Το ελληνικό έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος, απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακµαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει µέσα του τουλάχιστον όσα τµήµατα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις παρυφές τουΈκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήµερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει µε το κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισµός της Ρωσσίας (µετά το 1919), της Μ. Ασίας (µετά το 1922), των Βαλκανίων καί της Μέσης Ανατολής (ιδίως µετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισµού από την Κωνσταντινούπολη (1955) καί την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήµερα παρευρισκόµαστε µάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισµού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για µιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών µέσα σε διάστηµα ελάχιστο από ιστορική άποψη – εβδομήντα µόλις χρόνια’’.

Η Ελλάδα, συνεπώς, είναι μεν μια χώρα με τεράστια Ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά, που όμως το γεωγραφικό αποτύπωμα της εθνικής της υπόστασης, γνώρισε, κατά τα παραπάνω, στα χρόνια σχηματισμού της κρατικής δομής της, σοβαρή συρρίκνωση. Έτσι σήμερα, η πληθυσμιακή γήρανση και η μονομερώς προσανατολισμένη, ‘‘ταλαιπωρημένη’’ οικονομία της σε συνδυασμό με τις χρόνιες παθογένειες και αγκυλώσεις του πολιτικού της συστήματος έχουν αμβλύνει τον πυρήνα ισχύος του γεωπολιτικού δυναμικού της, οδηγώντας τη χώρα σε σχεδόν καθολική εξάρτηση από την ‘‘προστατευτική ομπρέλα’’ του λεγόμενου ‘‘Δυτικού Κόσμου’’ και των διεθνών, θεσμικών μηχανισμών και μορφωμάτων του και άρα και σε εξάρτηση αφενός από τα διακυβεύματα των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών προταγμάτων του (Δυτικού Κόσμου) στη δεδομένη γεωγραφική γειτονιά μας και αφετέρου (σε εξάρτηση) από την οικονομική αρωγή του.    

Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε, σε σχέση με την Τουρκία, ποιες είναι οι επιλογές για την εθνική πορεία της Ελλάδας και δη οι πραγματικές επιλογές της, έτσι όπως αυτές αναφύονται από τον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων, την ισχύ του φορτίου του γεωπολιτικού δυναμικού και τον ευρύτερο διεθνή ρόλο και το ιστορικο-πολιτικό εκτόπισμα των δύο χωρών; Ποιες είναι οι τω όντι αληθινές επιλογές της, ‘‘απαλλαγμένες’’ από τις όποιες εθνικές ψευδαισθήσεις και τις συμπλεγματικές αυταρέσκειες αυστηρά ελληνοκεντρικών ιδεασμών;

Η πρώτη επιλογή της Ελλάδας είναι να προσπαθήσει να ανέλθει επίπεδο, δηλαδή να γίνει ή να έχει τη φιλοδοξία να γίνει περιφερειακή δύναμη. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την Τουρκία από το ίδιο επίπεδο ή σχεδόν από το ίδιο επίπεδο ισχύος. Για να γίνει αυτό, ωστόσο, θα απαιτούνταν ένα εξαιρετικό μεγαλόπνοο εθνικό σχέδιο στρατηγικής που θα ξεδίπλωνε τα συγκεκριμένα βήματα και τα στάδια κτήσης μιας όλο και αυξανόμενης γεωπολιτικής ισχύος, αλλά και ογκώδεις δαπάνες στον αμυντικό τομέα από τη μια, έτσι ώστε η χώρα να είναι στρατιωτικά υπερπλήρης και ίσως ‘‘απειλητική’’ ή έστω ‘‘εκφοβιστική’’ για  τους γύρω, όπως και πολύ δυνατή και σταθερή οικονομία από την άλλη, που να δίνει τη δυνατότητα πολύπλευρης διείσδυσης στις γειτονικές χώρες, κυρίως της Βαλκανικής και λιγότερο της Μέσης Ανατολής, με στόχο τον σοβαρό επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων και γεωοικονομικών στρατηγημάτων στις χώρες αυτές. Πάνω απ’ όλα όμως η επιλογή αυτή θα απαιτούσε τη σμίλευση και άσκηση ‘‘διαδιεθνικής διπλωματίας επιρροής και επιβολής’’ με απαιτητική διεκδικητική ατζέντα, η οποία (διπλωματία) προϋποθέτει την έγερση ενός πρωτοφανούς, για τα 200 χρόνια ιστορίας του νεοελληνικού κράτους τουλάχιστον, ‘‘εθνικού αλλά και εθνοκεντρικού αναθεωρητισμού’’.

Η δεύτερη επιλογή είναι η αποδοχή του ήδη υπάρχοντος status της χώρας, που περιγράφηκε παραπάνω και πάνω-κάτω προσδίδει, στο πλαίσιο του περιφερειακού συσχετισμού δυνάμεων και της πορείας της παγκόσμιας διακυβερνησιμότητας, το περίγραμμα των σύγχρονων εθνικών διαστάσεων. Ο ρόλος της χώρας σ’ αυτήν τη επιλεγόμενη ρότα θα ήταν η διατήρηση των κεκτημένων και η βελτίωση, μέσα από μικρούς και σταθερούς βηματισμούς, του γεωπολιτικού δυναμικού της και της σημασίας που αυτή έχει για την παγκόσμια κοινότητα και κυρίως για τις Υπερδυνάμεις του πλανήτη. Υπ’ αυτό το οργανόγραμμα, ο ρόλος της χώρας είναι όχι τόσο de natura αμυντικογενής αλλά λιγότερο ‘‘επιθετικός’’ και πάντως ‘‘συντηρητικός’’. Το δε πλαίσιο (είναι) γνωστό και δεδομένο: σύμπλευση στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, που θεωρούνται ο ‘‘ομφάλιος πολιτικός και πολιτιστικός λώρος’’ με αυτό που καλείται ‘‘Δυτικός Κόσμος’’, διακρατικές συμμαχίες στον ευρύτερο περιφερειακό ορίζοντα, ενώ ζητούμενο θα ήταν η ενδυνάμωση της φωνής της χώρας, η σταδιακή βελτίωση της θέσης της και η ενίσχυση της σημασίας, άρα και του βαθμού επηρεασμού της στις κινήσεις επί του εγγύς γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Η συγκεκριμένη στρατηγική, πάντως, δεν συνεπάγεται κάποια ‘‘μετάπλαση’’ του εθνικού οράματος ή του εθνικού ταυτοποιητικού ρόλου.

Η τρίτη επιλογή, όσο κι αν ακούγεται παράξενη ή αρχικά ακατάληπτη, είναι η ‘‘φαινομενικά ευέλικτη αμφισημία’’ με βασικό κριτήριο τον Χρόνο. H χώρα δεν θα διακηρύττει μεγαλοφώνως, ούτε θα διευκρινίζει, αν κινείται για να καταστεί περιφερειακή δύναμη ή αν προσπαθεί απλά να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα στο δεδομένο χωροχρονικό γεωπολιτικό πλαίσιο. ‘‘Κόκκινη γραμμή’’ στην πολιτική της θα συνεχίσει να είναι η διαφύλαξη της εθνικής και γεωγραφικής ακεραιότητας, η εθνική αξιοπρέπεια και η απαλοιφή του όποιου ενδοτισμού.  Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η χώρα θα επικαλείται το διεθνές δίκαιο, θα καλλιεργεί και επιρρωνύει συμμαχίες και συστρατεύσεις, θα πρωτοστατεί στον διπλωματικό ακτιβισμό αλλά θα προσδοκά το όποιο όφελος να το φέρει βασικά ο Χρόνος. Η Τουρκία με τις σοβαρές αντιθέσεις της, με τον πολιτισμικό κατακερματισμό της, τα πολλά ανοιχτά μέτωπα, τη γεωστρατηγική υπερκινητικότητα, τον μεγαλοϊδεατισμό και νέο-οθωμανικό σουρεαλισμό της, που υποσκάπτεται από την υποβόσκουσα αντιμαχία κεμαλισμού και μετριοπαθούς ισλαμισμού, μπορεί, στο βάθος του Χρόνου, να βρεθεί ενώπιον αντικειμενικών συνθηκών που θα την οδηγήσουν όχι στο να καταρρεύσει ή αποσυντεθεί αλλά ίσως, δραστικά και απότομα, να ‘‘ξεθυμάνει’’ ιστορικά και γεωπολιτικά.

Η πρώτη επιλογή θέλει πάντως πολύ χρόνο και είναι (δεδομένα) παντελώς αβέβαιο (για τους ρασιοναλιστές, ουσιαστικώς, αδύνατο) αν κάποτε θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Δια τούτο, ένας συνδυασμός, ανάλογα με τα δεδομένα της χωροχρονικής πραγματικότητας και τις ειδικότερες εξελίξεις στη συνεχώς ανανεούμενη και σχεδόν απρόβλεπτη αλληλουχία του παγκόσμιου παιγνίου, της δεύτερης και τρίτης επιλογής, ίσως να αποτελούν και τις ουσιαστικές, ρεαλιστικές ‘‘διεξόδους’’, που έχει η Ελλάδα στον γεωπολιτικό καμβά των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Εθνικό-συσπειρωτικός και κεντρικά στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι ο ‘‘μη πόλεμος’’, η κατάρτιση ολοκληρωτικού σχεδίου και η αξιοποίηση του Χρόνου. Στο στρατηγικό βάθος και στο βάθος του χώρου (το βάθος του χώρου που κατάπιε τα ελληνικά στρατεύματα το 1922) της Τουρκίας, η Ελλάδα έχει να αντιτάξει το ‘‘βάθος του χρόνου’’, το οποίο πρέπει να χειριστεί πολύ έξυπνα και πολύ διπλωματικά. Αρωγός δε στην επίτευξη του άνω κομβικού στόχου θα μπορούσε να είναι η δημιουργία της δικής μας ‘‘θαλάσσιας πατρίδας’’, με ‘‘όπλα’’ αφενός τις νέες τρομακτικές προοπτικές της μετανεωτερικότητας (4η βιομηχανική επανάσταση, κοινωνία της πληροφορίας, καινοτομία) και αφετέρου τη Ναυτιλία και τη Διασπορά. Διότι, όπως έγραψε πρόσφατα ο Καθηγητής Γιώργος Πρεβελάκης (ίδετε το άρθρο ‘‘Οι αναγκαίες ριζικές αναθεωρήσεις’’): ‘‘Χωρίς την απαραίτητη ριζοσπαστική προσπάθεια κινδυνεύουμε να βιώσουμε μια δεύτερη τουρκική εκδίκηση για το 1821. Η πρώτη έναν αιώνα μετά την επανάσταση, μας στέρησε από τη μικρασιατική ακτή. Η δεύτερη, μετά δύο αιώνες, απειλεί τον θαλασσινό μας ορίζοντα.’’

Κατερίνη, 9/6/2020

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science

 

Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο συνοδεύει ο Χάρτης της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως είχε διαμορφωθεί κατά την ακμή της (1683 μ.Χ).