Επιτέλους, η αγωνία τελείωσε. Το Eurogroup, έστω και μετά τρεις μέρες από τη σύγκλησή του, αποφάσισε για την ‘‘πανευρωπαϊκή απάντηση’’ στις κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες που φέρνει και ‘‘βίαια’’ επιβάλλει η πανδημία του κορωνοϊού και στις χώρες της Ηπείρου μας. Και έληξε με τον γνωστό τρόπο, που σχεδόν πάγια χαρακτηρίζει την ΕΕ στην οργανωτική λειτουργία της, δηλαδή με διαπραγματεύσεις, θέσεις και αντιθέσεις, υποχωρήσεις και εν τέλει συμβιβασμούς, στην ουσία των οποίων όμως μένει αμιγής ο ‘‘κεντρικός πυρήνας’’ των θέσεων της ισχυρότερης δύναμης της Ένωσης, ήτοι της Γερμανίας. Η ‘‘αμοιβαιοποίηση των χρεών’’ τελικά και το ‘‘εργαλείο’’ της, το ευρωομόλογο, παρέμεινε αυτό που αρχικά ήταν, δηλαδή ‘‘ευσεβής πόθος’’ μερικών κρατών- μελών (κ-μ), που ως ιδέα παραπέμφθηκε (προς το παρόν) ‘‘στις καλένδες’’.

Η εικόνα της ‘‘πανευρωπαϊκής απάντησης’’ στην κρίση είναι πια ολοκληρωμένη και στην ουσία εδράζεται σε τριεπέπεδες πρωτοβουλίες που αθροιστικά θα αποτελέσουν τον καμβά, επί του οποίου θα αποτυπωθούν οι ενωσιακές και εθνικές, ταυτόχρονα, στοχευμένες δράσεις για τη ‘‘σωτηρία’’ και τόνωση των οικονομιών των κ-μ, αλλά και ολόκληρης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) είχε ήδη αποφασίσει την προσωρινή απενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Growth and Stability Pact), προβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια ad hoc αναστολή της εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων σε όλη την Ένωση.

Σε δεύτερο επίπεδο, η EKT αφενός αποφάσισε με δυναμισμό να ξεκινήσει τα προγράμματα LTRO (Long Term Refinancing Operation) και T-LTRO (Targeted Long Term Refinancing Operations) για να διασφαλίσει ρευστότητα για τον τραπεζικό τομέα στην Ένωση, αλλά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αφετέρου προχώρησε σε μια πρωτοφανώς ακόμη πιο επεκτατική πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing -QE).

Τα προγράμματα LTRO και Τ-LTRO μπορεί να διοχετεύσουν στον τραπεζικό μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (banking transmission mechanism) 1,5 τρισ. ευρώ μέχρι τον Ιούνιο του 2021, ενώ το QE πάνω από 1 τρισ. ευρώ στο οικονομικό σύστημα μέσω του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και δη μέχρι το τέλος του 2020. Συνεπώς, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ αποτιμώνται συνολικά στα 2,5 τρισ. ευρώ.

Σε τρίτο επίπεδο, 540 δισ. ευρώ θα διατεθούν από ευρωπαϊκούς θεσμικούς φορείς για την οικονομική στήριξη των κ-μ. Από το απόθεμά του των 410 δισ. ευρώ, ο ESM θα διαθέσει, μέσω της πιστωτικής γραμμής του, 240 δισ. ευρώ στα κ-μ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα δανείσει 200 δισ. ευρώ στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, με έμφαση στις μικρομεσαίες και, εν τέλει, η Κομισιόν θα χορηγήσει δάνεια 100 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος ‘‘SURE’’ για την επιδότηση της εργασίας.

Μια κορυφαία αγωνία, λοιπόν, έληξε (και) με την ολοκλήρωση του χθεσινού Eurogroup, αλλά μια ακόμη πιο συνταρακτική και προδήλως ‘‘ιστορικών διαστάσεων’’ ήδη ξεκίνησε. Διότι το μέγα ζητούμενο από εδώ και εμπρός θα είναι αν τελικά η παραπάνω ‘‘τρίπτυχη ενωσιακή εργαλειοθήκη’’ θα αποδειχθεί στην πράξη επαρκής και ικανή να πετύχει τον κρισιμότατο, για το ίδιο το υπαρκτικό μέλλον της ΕΕ, στόχο της. Το μέλλον, βέβαια, θα δείξει, αλλά οι αμφιβολίες μάλλον δεν πρόκειται να ‘‘ξεριζωθούν’’.

Καταρχάς, πολλοί έγκριτοι Οικονομολόγοι φαίνεται να συμφωνούν στον ισχυρισμό ότι ακόμα και μια έκτακτη, παντελώς γενναιόδωρη (ύψους 2,5 τρισ. ευρώ) και σίγουρα ‘‘αντισυμβατική’’ νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο καταστροφικό οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Τα άνω μέτρα της ΕΚΤ (T-LTRO, QE) προσφέρουν μεν ρευστότητα σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες και επιπεδώνουν τη δομή των επιτοκίων, αλλά δεν μπορούν να απορροφήσουν το shock στον τομέα της προσφοράς (αγαθών και υπηρεσιών), ούτε να μεταδώσουν εισόδημα σε ανέργους και νοικοκυριά. Kαι, επιπλέον, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά προβλήματα της αμέσως μετά την πανδημία κρίσιμης οικονομικής φάσης. Διότι πολύ απλά, αυτά τα αντιμετωπίζει η δημοσιονομική πολιτική (ίδετε Ceps, Europe’s debate on fiscal policy, too much yet too little, https://www.ceps.eu/ceps-publications/europes-debate-on-fiscal-policy/).

 

 

Σ’ αυτό το πεδίο (της δημοσιονομικής στήριξης) κλήθηκαν να παρέμβουν οι ενωσιακοί θεσμικοί φορείς. Όμως, κατά πρώτον, ο ESM με το οπλοστάσιό του των 410 δισ. ευρώ, θεωρούνταν ήδη πολύ ‘‘ισχνός’’ για το μέγεθος τούτης της κρίσης. Αν δε συγκρίνει κάποιος το διαθέσιμο (σε δάνεια) απ’ αυτόν ποσό των 240 δισ. ευρώ με τις αντίστοιχες παρεμβάσεις σε επίπεδο κ-μ μελών, δεν μπορεί παρά να προβληματιστεί. Η Γερμανία θα διαθέσει κονδύλια ύψους 750 δισ. ευρώ για την οικονομία της, 450 δισ. ευρώ η Γαλλία για τη δική της, 400 δισ. ευρώ αντιστοίχως η Ιταλία, ενώ και η Ισπανία θα δαπανήσει για τους ίδιους λόγους 200 δισ. ευρώ. Το ερώτημα, συνεπώς, αν είναι αρκετή η βοήθεια του ESM, θα αιωρείται συνεχώς στην ενωσιακή αύρα για όλο το διάστημα της ‘‘επαναφοράς στην οικονομική κανονικότητα’’.

Κατά έτερο λόγο, τα 100 δισ. ευρώ του προγράμματος ‘‘SURE’’ της Κομισιόν για την καταπολέμηση της γιγαντιαίας ανεργίας που θα ‘‘φέρει’’ η πανδημία, ίσως αποδειχθούν ‘‘λίγα’’. Σύμφωνα με την Συνομοσπονδία των Ευρωπαϊκών Εμπορικών Ενώσεων (European Trade Unions Confederation), μόνο μέχρι το τέλος Μαρτίου ‘‘χάθηκαν’’ 1 εκατ. θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, ενώ παγκοσμίως η κρίση μπορεί να οδηγήσει 36 εκατ. εργαζομένους στην ανεργία.

Ενώ από την άλλη, τα 200 δισ. ευρώ σε δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) θα είναι βέβαια μια ‘‘ανάσα’’, αλλά ίσως δεν προεξοφλούν την ‘‘επιβίωση’’ ολόκληρου του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού κόσμου. Οι ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν το 99% των οικονομικών δραστηριοτήτων στην ευρωζώνη (https://ec.europa.eu/growth/smes_el), απασχολούν τα 2/3 του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού και ‘‘παράγουν’’ το 56% του ενωσιακού ΑΕΠ (https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Statistics_on_small_and_medium-sized_enterprises).

Από όλα τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κάποιος το ‘‘γιατί’’ ξεκίνησε ένας νέος και ιδιαίτερα αγχωτικός ‘‘γύρος αγωνίας’’ για το μέλλον των κ-μ, αλλά και του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η συζήτηση για το ευρωομόλογο ‘‘καταπνίχθηκε’’ από το group του Βορρά, πριν καν ξεδιπλωθεί, τα κ-μ θα δράσουν με τις δικές τους πρωτοβουλίες αναλαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση την ευθύνη για τα χρέη που θα ‘‘προκαλέσουν’’, ενώ ο διακυβερνητισμός (intergovernmentalism) στο ενωσιακό πεδίο δημιούργησε εν τέλει μια τριπυλωνική πλατφόρμα ‘‘κοινοτικής αλληλεγγύης’’, που ο χρόνος θα δείξει αν θα μετουσιωθεί στην ποθούμενη ‘‘σανίδα σωτηρίας’’ για άπαντες.

Φρονώ όμως ότι ο ‘‘έντιμος συμβιβασμός’’ που επετεύχθη στο Eurogroup, o οποίος περιφρόνησε την ιδέα του ευρωομολόγου, δεν αποκρύπτει, αλλά, ίσα – ίσα, φανερώνει απτά, για μια ακόμη φορά, και δη σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, τη γενετική δομική ατέλεια της ΟΝΕ. Μιας ΟΝΕ που συνεχίζει (και μετά τα πρόσφατα γεγονότα) να είναι ένας ‘‘όρος’’ μάλλον ανακριβής και μη περιγραφικός της πραγματικότητας.

Στην ΟΝΕ, έχουμε αναθέσει τη νομισματική πολιτική εξ’ ολοκλήρου και αποκλειστικά βεβαίως στην ΕΚΤ, άρα στην Ένωση, αλλά η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθείται να ασκείται από τα κ-μ. Έτσι, οι ισχυρές χώρες χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα (ευρώ) που είναι παγκοσμίου βεληνεκούς για τις ελεύθερες συναλλαγές, για το εμπόριο και τις εξαγωγές, αλλά όταν ανατρέπονται, με τη δημιουργία χρεών, οι εθνικές δημοσιονομικές ισορροπίες, που είναι βεβαίως μέλημα και καθήκον κάθε κράτους – μέλους, ‘‘δεν συζητείται’’ καν από τους ισχυρούς της Ένωσης το διαμοίρασμα της ευθύνης στη πληρωμή των χρεών, αυτό που καλείται ‘‘αμοιβαιοποίηση χρέους’’. Οι ισχυρές χώρες δεν είναι διατεθειμένες, ενόψει όποιας κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής, κοινωνικο-πολιτικής), να εγγυώνται, πέραν από τα δικά τους, και για τα χρέη των πιο αδυνάμων.

Στην Ευρώπη, λοιπόν, η συνεργασία φαντάζει βολική στα εύκολα και ειδικά όταν δεν κοστίζει. Μια τέτοια Ευρώπη όμως, με προφανή ‘‘a la carte’’ λειτουργία και ‘‘ελλειμματικό’’ οραματισμό, για πόσο μπορεί να ‘‘συμβαδίζει’’ ακόμα; Η παρούσα κρίση ενείχε στα ‘‘σπάργανά’’ της και όντως πρόσφερε την ευκαιρία στην ΕΕ να επανακαλύψει τον ίδιο της τον εαυτό, να επαναοριοθετήσει στόχους, να αναπροσανατολίσει την ρότα τoυ ενοποιητικού εγχειρήματος.

Αξιοποιεί την ευκαιρία αυτήν η ΕΕ; Ή τα ακόμη δυσκολότερα είναι μπροστά; Άδηλο το μέλλον, ίσως άδηλη ακόμα και η απάντηση. Πάντως, ειδικά αν ήμουν ο Emmanuel Macron (διότι οι λοιπές χώρες εισακούονται ίσως κάτι τι λιγότερο από τη Γαλλία, το έτερον ήμισυ του γαλλο-γερμανικού άξονα, επί του οποίου δομήθηκε και λειτουργεί η ίδια η ενωσιακή νόρμα), δεν θα έχανα την ευκαιρία να θυμίζω στη Γερμανία τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, μετά την οποία ‘‘γεννήθηκε’’ η ΕΟΚ στη Ρώμη το 1957.

Να θυμίζω τη Συμφωνία με βάση την οποία οι ΗΠΑ και άλλα 19 κράτη διέγραψαν το 46% του προπολεμικού και το 52% του μεταπολεμικού χρέους της Γερμανίας, μετέτρεψαν το υπόλοιπο σε μακροπρόθεσμα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο και 5ετή περίοδο χάριτος και, μάλιστα, όρισαν ότι η οφειλέτρια χώρα θα πληρώνει εφόσον έχει εμπορικό πλεόνασμα. Η διαβόητη ‘‘ευρωπαϊκή αλληλεγγύη’’ δεν είναι ρηματικό δόγμα ή απλό πολιτικό ιδεολόγημα αλλά είναι πάνω απ’ όλα ‘‘πράξεις’’ και δη ‘‘πράξεις’’ διεθνικού διαμετρήματος και ιστορικού χαρακτήρα. Μακάρι, λοιπόν, να αποδειχθεί ιστορικά (στο βραχύ και μεσοπρόθεσμο μέλλον) τέτοια ‘‘πράξη’’ το συμπεφωνημένο στο Εurogroup και (βασικά από τη Γερμανία ‘‘σμιλευθέν’’) ‘‘συνολικό πακέτο της πανευρωπαϊκής διάσωσης’’. Ίδωμεν…

Κατερίνη, 10/4/2020

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

Relations and the political science