Ο ανακαλυφθείς τα τελευταία χρόνια ενεργειακός πλούτος της Ανατολικής Μεσογείου έχει ήδη διαμορφώσει μια ιδιάζουσα δυναμική στις διεθνείς σχέσεις των κρατών της Λεκάνης της Λεβαντίνης (Levantine Basin) και αποτελεί την αιτία για τη χάραξη από τα κράτη αυτά τολμηρών στρατηγικών και τακτικών ελιγμών στην όλη περιοχή. Πιο πολύ απ’ όλους όμως η Τουρκία, θεωρώντας εαυτόν ως υπερέχουσα περιφερειακή δύναμη, αναπτύσσει ένα πλάνο διπλωματικής και στρατιωτικής κινητικότητας, που επιφέρει όξυνση της έντασης σε τούτη τη ‘‘γεωγραφική γειτονιά’’ του Πλανήτη.

Ειδικά το τελευταίο της εγχείρημα να στείλει και να ‘‘σταθμεύσει’’ (από τις 4/5/2019!) το γεωτρητικό της σκάφος ‘‘Fatih’’ (‘‘Πορθητής’’) εντός της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και δη μόλις λίγα μίλια δυτικά της Κύπρου, προκειμένου αυτό να πραγματοποιήσει ερευνητική γεώτρηση για υδρογονάνθρακες, προκαλεί σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η Τουρκία εναρμονίζεται με και σέβεται τη διεθνή νομιμότητα και μέχρι πού θα αποτολμήσει να δυναμιτίσει τo ‘‘γεω-οικονομικό bradefer’’ που ήδη εκτυλίσσεται στην Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτό όμως που εγείρει ακόμη περισσότερο προβληματισμό είναι αφενός το ερώτημα κατά πόσο με βάση το Διεθνές Δίκαιο η τουρκική διείσδυση στην Κυπριακή ΑΟΖ μπορεί να ειδωθεί και καταφαθεί ως ‘‘εχθρική πράξη’’ ή ακόμη και ‘‘κατοχή’’ και αφετέρου ποια θα πρέπει να είναι η αντίδραση της Κύπρου και της Διεθνούς Κοινότητας σε συσχετισμό με την απάντηση που δίδεται στο άνω ερώτημα.

Καταρχάς, η ΑΟΖ είναι η θαλάσσια ζώνη, που περιλαμβάνει τον βυθό και το υπέδαφος του (υφαλοκρηπίδα) καθώς και την υπερκείμενη θαλάσσια στήλη και εκτείνεται σε απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτογραμμές του παράκτιου κράτους. Αποτελεί ‘‘εννοιολογικό γέννημα’’ της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay, 1982) και αποκτά νομική και πραγματική υπόσταση με τη διακήρυξή της από το ενδιαφερόμενο κράτος.  Σύμφωνα δε με την άνω Διεθνή Σύμβαση του OHE για το Δίκαιο της Θάλασσας (αρ. 56, UNCLOS) το παράκτιο κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα (sovereign rights) επί της ΑΟΖ του, ήτοι μπορεί να εκμεταλλεύεται κατ’ αποκλειστικότητα τους πόρους του βυθού και του υπεδάφους, τα αλιεύματα της θαλάσσιας στήλης, τις πηγές ενέργειας που βρίσκονται στην επιφάνεια της θάλασσας (κύματα και αέρας), όπως επίσης έχει και τα δικαιώματα της προστασίας του περιβάλλοντος της περιοχής.

Δεδομένου δε ότι στην Ανατολική Μεσόγειο οι ‘‘θεωρητικές’’ ΑΟΖ των παράκτιων κρατών επικαλύπτονται (δεν υπάρχουν δηλ. ‘‘καθαρά’’ 200 διαθέσιμα ν.μ. για κάθε παράκτιο κράτος), η Κύπρος, ενεργώντας έξυπνα και θαρραλέα, έχει ήδη με σχετικές διακρατικές συμφωνίες οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007) και το Ισραήλ (2010) και έχει έτσι δημιουργήσει μια de jus gentium (σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο) πλατφόρμα κυριαρχικών δικαιωμάτων της στις οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές της.

Είναι όμως ο πλους (η εισβολή) και παραμονή του ‘‘Fatih’’ στην Κυπριακή ΑΟΖ ‘‘εχθρική κατοχή’’; Η απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα πρέπει να αναζητηθεί στην πρώτη κωδικοποίηση των κανόνων διεθνούς δικαίου που αφορούν την εχθρική κατοχή (belligerent occupation), όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από τις Συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907 (Hague Regulations 1899, 1907). Περαιτέρω, η  τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης του 1949, που  προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον τερματισμό της στρατιωτικής κατοχής περιοχών της Ευρώπης και της Άπω Ανατολής, αποτελεί, σωρευτικά με τις τεθείσες στο άρθρο 75 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι του 1977 θεμελιώδεις εγγυήσεις, ένα διεθνές συμπληρωματικό στις άνω Συμβάσεις (αρ. 154 της 4ης Σύμβασης της Γενεύης) νομικό εργαλείο για την ερμηνεία της έννοιας της ‘‘εχθρικής κατοχής’’.

Στο άρθρο 42, λοιπόν, της Σύμβασης της Χάγης του 1907 (HR IV, Art. 42 Common Article 2 GC) ορίζεται ότι μια περιοχή θεωρείται κατεχόμενη όταν στην πραγματικότητα τίθεται υπό την εξουσία και επιβολή ενός εχθρικού στρατού. Η δε ‘‘κατοχή’’ εκτείνεται μόνο στην περιοχή που τέτοια εξουσία έχει εγκαθιδρυθεί και μπορεί να ενασκηθεί από το αντίπαλο κράτος.

Συνεπώς, για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της έννοιας της ‘‘κατοχής’’ απαιτείται επιθετικό επιχειρησιακό εγχείρημα εχθρικού στρατού εναντίον τρίτου κράτους, αλλά και εγκαθίδρυση και ενάσκηση κυριαρχικής εξουσίας, έχουσας τη δύναμη πραγματικής επιβολής, από τον εχθρικό στρατό και τις Aρχές του επιτιθέμενου κράτους στο έδαφος της επικράτειας του τρίτου κράτους.

Μάλιστα στη θρυλική ‘‘δίκη της Νυρεμβέργης’’ (δίκη για τα εγκλήματα Πολέμου που διέπραξαν οι Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο αποφάνθηκε (1948) ότι η κυριαρχική εξουσία που ασκούν στο πλαίσιο της ‘‘εχθρικής κατοχής’’ οι δυνάμεις κατοχής, αφενός δεν πρέπει να βασίζεται σε νόμιμο δικαίωμα ή στο εθιμικό δίκαιο και αφετέρου ότι είναι δυνατόν να έχει έστω έναν επισφαλή ή προσωρινό χαρακτήρα, αρκεί όμως να συνεπάγεται ‘‘πραγματικό έλεγχο’’ της τρίτης Χώρας.

Από την άλλη, ούτε οι Συμβάσεις της Χάγης (1899, 1907), ούτε η τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης (1949), ορίζουν την έννοια της ‘‘εχθρικής εισβολής’’ (invasion). Ωστόσο, σύμφωνα με το διεθνές εθιμικό δίκαιο, γίνεται δεκτό ότι η επικράτεια μιας τρίτης Χώρας δέχεται απλά ‘‘εισβολή’’ από εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά δεν ‘‘κατέχεται’’ (be occupied) απ’ αυτές, όταν οι τελευταίες διαπερνούν το ξένο έδαφος ή μάχονται σ’ αυτό, αλλά δεν εγκαθιστούν κυριαρχική εξουσία του επιτιθέμενου κράτους στην εισβαλλόμενη επικράτεια.

Εφαρμόζοντας όλα τα παραπάνω στην περίπτωση της πλεύσης και πολυήμερης παραμονής του τουρκικού γεωτρητικού σκάφους στην Κυπριακή ΑΟΖ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι μπορεί μεν το ‘‘Fatih’’ να εισέπλευσε σε θάλασσα που ενασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, παραβιάζοντας κατάφωρα τις εγκαθιδρυμένες νόρμες της διεθνούς νομιμότητας, αλλά από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου του Πολέμου (International War Law), η παραπάνω τουρκική πρωτοβουλία δεν συνταυτίζεται με ‘‘εχθρική κατοχή’’, αλλά ούτε και με ‘‘εχθρική εισβολή’’, καθώς στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ανάμιξη του τουρκικού στρατού. Τέτοια εχθρική κατοχή, παρεμπιπτόντως, που θα διδάσκεται στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου ως κλασσικό ιστορικό παράδειγμα ‘‘κατοχής’’, είναι η τουρκική εισβολή το 2016 και η έκτοτε παγίωση τουρκικής εξουσίας στη Βόρεια Συρία.

Ζήτημα όμως θα προκύψει αν όντως το τουρκικό πλοίο προβεί σε αυθαίρετη μεν πλην όμως υποστατή ‘‘πράξη κυριαρχικής εξουσίας’’ εντός της Κυπριακής ΑΟΖ, αν δηλαδή όντως επιχειρήσει γεώτρηση. Σε αυτό το ενδεχόμενο μπορεί βέβαια να συνεχίζει να είναι ‘‘ελλείπουσα’’ η απαραίτητη για τη νομική τεκμηρίωση και κατάφαση της ‘‘εχθρικής κατοχής ή εισβολής’’ παρουσία και δράση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά καθώς η γεώτρηση θα συνιστά φανερή και μη στηριζόμενη στο διεθνές δίκαιο οικειοποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, θα εκλαμβάνεται ως μια οιονεί ή άλλως ad hoc ξενική κατοχή σημείου της Κυπριακής ΑΟΖ από αλλότρια Δύναμη.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η κατάφαση, σε περίπτωση διενέργειας τελικά της γεώτρησης από το ‘‘Fatih’’, ad hoc ξενικής κατοχής στην Κυπριακή ΑΟΖ, δεν είναι άμοιρη συνεπειών. Αντιθέτως, μπορεί να ενεργοποιήσει δικαιώματα που με βάση τις άνω διεθνείς Συμβάσεις απολαύει το δεχόμενο την ‘‘επίθεση’’ κράτος. Καταρχάς, η αντίσταση, ακόμα δηλαδή και η ένοπλη απάντηση, στην ‘‘κατοχή’’ (resistance to occupation) είναι αμυντική ενέργεια που κατοχυρώνεται υπέρ του δεχόμενου την ‘‘επίθεση’’ κράτους στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι της Σύμβασης της Γενεύης (GP I, Arts. 43 & 44). Και κατά δεύτερο λόγο, δεδομένου ότι η χρήση του γεωτρύπανου δημιουργεί ένα μόνιμο φρέαρ στον βυθό, βάθους ακόμα και πολλών χιλιομέτρων, που είναι πιθανόν να καταστρέψει σε περίπτωση αντενδεδειγμένων χειρισμών, το ίδιο το ενεργειακό κοίτασμα, η Κύπρος θα μπορεί να εγείρει (σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο) κατά της Τουρκίας αξιώσεις υπέρογκων αποζημιώσεων  (HR IV, Art. 53 HR IV, Arts. 46 & 56 HCCP, Art. 5 GC IV, Arts. 56 & 57 GP I, Art. 14, GC IV, Art. 53).

Οι μέρες, λοιπόν, που διάγουμε είναι απολύτως κρίσιμες και οι εξελίξεις αναμένονται με ιδιαίτερη αγωνία. Η Τουρκία, ξεδιπλώνοντας μια σειρά προκλητικών ενεργημάτων στην ευρύτερη ‘‘γεωπολιτική σκακιέρα’’ της Ανατ. Μεσογείου, ένας ‘‘κρίκος’’ της οποίας είναι και το τρέχον συμβάν της εισβολής του ‘‘Fatih’’ στην ΑΟΖ της Κύπρου, μοιάζει να προσπαθεί να ανιχνεύσει, στα πλαίσια μιας ιδιότυπης εφαρμογής της ‘‘game theory’’, τις προθέσεις και την ετοιμότητα της ελληνοκυπριακής πλευράς, κυρίως όμως την αποφασιστικότητα και το μέχρι που είναι διατεθειμένη να φτάσει η στην παρούσα συγκυρία στηρίζουσα την Κύπρο ‘‘Συμμαχία Δυνάμεων του Δυτικού Κόσμου’’.

Είναι, ωστόσο, μάλλον ορατό ότι η ‘‘στρατικοποίηση’’, με τη δημιουργία αλληλουχίας ‘‘επεισοδίων’’, από την πλευρά της Τουρκίας του στρατηγικού, πολιτικού και ενεργειακού παιγνίου στην Ανατ. Μεσόγειο στόχο έχει τη γενικότερη αποσταθεροποίηση της περιοχής, που πιθανόν να επιφέρει αποπροσανατολισμό ή χρονική αναστολή στο ενεργειακό εγχείρημα της Κύπρου. Παρά ταύτα, η προσεκτική και σεβόμενη τη διεθνή νομιμότητα Κύπρος κάθε άλλο παρά ‘‘Φιλανδοποίηση’’ της Εξωτερικής της Πολιτικής πρέπει να σκέφτεται. Γιατί έπονται πολλά και πολύ ενδιαφέροντα ακόμα….

ΥΓ: Με τον όρο ‘‘Φιλανδοποίηση’’ (Filandization) περιγράφεται η πολιτική μιας χώρας που αποφεύγει ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να ‘‘ενοχλήσουν’’ τον πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο γείτονα της.

 

Κατερίνη, 15-5-2019

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International Relations and the political science