Ο Γάλλος Thomas Piketty είναι ένας από τους μεγαλύτερους Οικονομολόγους της σύγχρονης εποχής. Ως Καθηγητής δίδαξε από το ΜΙΤ ως και το Ecole d’ Economie de Paris και είχε την ευκαιρία στη σταδιοδρομία του να δώσει πλούσια δείγματα της μόρφωσης και του βάθους της οικονομικής του σκέψης και ανάλυσης. Έγινε βέβαια παγκοσμίως γνωστός ως συγγραφέας του περίφημου βιβλίου ‘‘Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα’’ (παγκόσμιο best seller), στο οποίο εξηγεί ενδελεχώς μεταξύ των άλλων και τις οικουμενικές διαστάσεις του φαινομένου της οικονομικής ανισότητας.

Πριν λίγες ημέρες, στις 10-12-2018, ο διάσημος Οικονομολόγος στα πλαίσια του λαμβάνοντος χώρα πανευρωπαϊκά ευρύτερου προβληματισμού και ουσιαστικού διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης και προφανώς υπό την επιρροή των πρόσφατων «τεκτονικών» εξελίξεων, δημοσίευσε ένα πρωτότυπο ‘‘πνευματικό έργο’’, βαθέος όμως πολιτικού περιεχομένου, ‘‘Το Μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης’’, που υπογράφηκε από 120 ανθρώπους της intellegentia της Ηπείρου μας, δηλαδή Καθηγητές Νομικής, Ιστορικούς, Οικονομολόγους και Πολιτικούς απ’ όλη την Ευρώπη. Το πόνημα είναι δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα www.tdem.eu, μπορεί να το διαβάσει κάθε Ευρωπαίος, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και να ψηφίσει θετικά ή αρνητικά γι’ αυτό.

Με το Μανιφέστο αυτό ο Piketty εστιάζει στα κοινωνικά δρώμενα σε διεθνικό  επίπεδο μετά την οικονομική κρίση και αναδεικνύει την ιστορική αναγκαιότητα να αποκτήσει η Ευρώπη ένα νέο κοινωνικό, πολιτικό και περιβαλλοντικό θεμέλιο, επιχειρηματολογώντας πως στη θέση των δομικών στρεβλώσεων στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων, που συνεπιφέρουν ουσιαστική υποεπένδυση, ειδικά στην εκπαίδευση και στην έρευνα, και της έντονης κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας πρέπει να παγιωθεί ένα νέο ‘‘διευρωπαϊκό συμβιωτικό μοντέλο’’, το οποίο θα έχει ως συγκολλητική ουσία την αλληλεγγύη και θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικώς ζέοντα ζητήματα, όπως είναι το Μεταναστευτικό ή η περιβαλλοντική υποβάθμιση.

Για να έχει πιθανότητες όμως να το πετύχει αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μας καταδεικνύει ο Γάλλος ‘‘guru’’ ότι χρειάζεται η χρήση πλείστων  κεφαλαίων και δη η ριζική αναθεώρηση της φιλοσοφίας του Προϋπολογισμού της, που προορίζεται κυρίως για επενδυτικούς σκοπούς. ΟPiketty πλάθει στο Μανιφέστο του ένα καινούργιο πανευρωπαϊκό σχήμα, ένα τρόπον τινά αρχετυπικό θεσμικό όργανο που το ονομάζει ως ‘‘Κυρίαρχη Ευρωπαϊκή Συνέλευση’’ (Sovereign European Assembly) και το οποίο θα έχει ως λειτουργικό σκοπό την κατάρτιση, ψήφιση, διαχείριση και εφαρμογή του Προϋπολογισμού της ΕΕ.

Η Πρότασή του είναι να ανέλθει ποσοστιαία ο Ενωσιακός Προϋπολογισμός στο 4% του ΑΕΠ της ΕΕ και η ‘‘γενναία’’ αυτή αύξηση στο κεφαλαιακό διαθέσιμό του να χρηματοδοτηθεί από φόρους στα κέρδη των σημαντικά εύρωστων επιχειρήσεων (αυτών δηλαδή με κέρδη πάνω από 200.000 ευρώ το χρόνο), από τους κατόχους μεγάλου πλούτου, ήτοι απ’ αυτούς που διαθέτουν περιουσία άνω του 1 εκ. ευρώ και από τα πρόστιμα σε οικονομικές δραστηριότητες, στις οποίες πιστοποιείται υπέρβαση των ορίων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (ελάχιστη τιμή 30 ευρώ ανά τόνο).

Ο Piketty διευκρινίζει ότι η ρηξικέλευθη Πρόταση του δεν είναι ένα εύσχημο και ευφυές σχέδιο να μεταβιβαστεί πλούτος από τις εύπορες και ‘‘ενάρετες’’ χώρες της ΕΕ στις λιγότερο ανταποκρινόμενες στην ‘‘Καντιανή Ηθική’’, αλλά είναι κάτι που εκπορεύεται από τη πάγκοινη συναίσθηση ότι η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει και δη να αλλάξει αμβλύνοντας τα κοινωνικά χάσματα και τις οικονομικές ανισότητες.

Ως προς το πρώτο αυτό κολοσσιαίων διαστάσεων ζήτημα, δεν φαίνεται να υφίστανται στιβαρές αντιρρήσεις. Είναι, πράγματι, αλήθεια ότι ζούμε σε έναν Κόσμο δραματικών ανισοτήτων. Σύμφωνα με τεκμηριωμένα στοιχεία (Oxfam International 2016) το πλουσιότερο 1% του πλανήτη έχει περισσότερο πλούτο στην κατοχή του απ’ ό,τι όλος ο υπόλοιπος παγκόσμιος πληθυσμός (!), ενώ οι 62 πλουσιότεροι άνθρωποι του Κόσμου έχουν περιουσία ίση με αυτήν που ανήκει ιδιοκτησιακά στο φτωχότερο μισό του Πλανήτη (3,6 δισ. Άνθρωποι).

Ειδικά στην Ευρώπη –μιας και περί αυτής ο λόγος και το μείζον ενδιαφέρον- στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατείχε περίπου το 60% του εθνικού πλούτου των ευρωπαϊκών κρατών και ιδιαιτέρως αυτό συνέβαινε στη Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία και Ιταλία. Το εντυπωσιακό είναι ότι σ’ αυτές τις κοινωνίες το φτωχότερο 50% του πληθυσμού είχε στη διάθεση του λιγότερο από το 10% του εθνικού πλούτου και μάλιστα πολλοί κατατάσσονταν κάτω από το 5% (Το Κεφάλαιο στον 21ο πρώτο αιώνα, σελ. 184).

Η μέγγενη, λοιπόν, της ανισότητας αγκαλιάζει όλο και πιο συνθλιπτικά τις δυτικές κοινωνίες και προοιωνίζει για ένα μέλλον ‘‘ανατρεπτικό’’ και ‘‘δυσπρόβλεπτο’’. Ωστόσο, στην Ευρώπη το πρόβλημα φαίνεται να είναι ακόμα(;) πιο ‘‘διαχειρίσιμο’’ σε σχέση και σύγκριση με κράτη του Αναπτυγμένου ή ταχέως αναπτυσσόμενου Κόσμου. Σύμφωνα με την Eurostat, o Coefficient GINI Index (Δείκτης μέτρησης της ανισότητας) ήταν στην ΕΕ το 2008 (προ Κρίσης) στο 31,00 ενώ το 2017 ήταν στο 30,3 (http://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/show.do?dataset=ilc_di12). Αντιστοίχως, οι ΗΠΑ είχαν επίδοση 34,6 το 1979 και 41,5 το 2016, η Αυστραλία 34,7 το 2010 και ο Καναδάς 34,00 το 2013. Περαιτέρω, στις χώρες με το παγκόσμιο προσωνύμιο ‘‘BRICS’’, ο άνω δείκτης εμφάνιζε συγκριτικά πάλι μεγαλύτερα ποσοστά ανισότητας: Στη Βραζιλία ήταν 51,3 το 2015, στη Ρωσία 37,7 το ίδιο έτος, στην Κίνα 42,2 το 2012 ενώ στη Νότια Αφρική ‘‘χτυπούσε κόκκινο’’ με 63,00 το 2014.

Το δεύτερο όμως ζήτημα που ‘‘θίγει’’ ο Piketty στο Μανιφέστο του, αυτό της ριζικής μετάλλαξης του Προϋπολογισμού της ΕΕ, είναι περισσότερο και βαθύτερα αμφιλεγόμενο. Ως προς τη μια βασική συνιστώσα του, αυτή που έχει να κάνει με τον σχηματισμό της ‘‘Κυρίαρχης Ευρωπαϊκής Συνέλευσης’’, η πρότασή του μάλλον είναι προϊόν ‘‘ατόφιου ιδεαλισμού’’, καθώς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται με σαφήνεια στις Συνθήκες (Συνθήκη για της ΕΕ και Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ) και σαφώς είναι παντελώς ‘‘ξένη’’ και ‘‘αφύσικη’’ με το υπάρχον νομικό στερέωμα της ΕΕ και την πρακτική άσκηση της Πολιτικής της η ανάθεση σ’ ένα εξωθεσμικό σχηματισμό καίριων ενωσιακών δράσεων, χωρίς τουλάχιστον τροποποίηση των ιδρυτικών Συνθηκών της Ένωσης και του σχετικού δευτερογενούς κοινοτικού Δικαίου.

Εξάλλου, η κατάρτιση, ψήφιση και έγκριση του Προϋπολογισμού της ΕΕ είναι ‘‘δημοκρατικά εγγυημένη και κατασφαλισμένη’’ (ίδετε το site της Κομισιόν, eu budget, budget explained, myths and facts, Is the EU Budget  decided in a democratic way?): Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταρχάς προτείνει το σχέδιο ετήσιου ενωσιακού προϋπολογισμού, το οποίο πρέπει να εγκριθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις στο Συμβούλιο της ΕΕ και βεβαίως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που εκλέγεται άμεσα από τους λαούς μέσω των Ευρωεκλογών. Αμφότερα, και το Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο, έχουν το δικαίωμα να τροποποιήσουν το σχέδιο του Προϋπολογισμού και πάντως διαθέτουν την οριστική δυνατότητα και ευθύνη να εγκρίνουν το τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού της ΕΕ.

Η δεύτερη συνιστώσα, ωστόσο, της ‘‘Πρότασης Piketty’’, αυτή της αύξησης και του μεγέθους και του συμβολικού χαρακτήρα του Προϋπολογισμού της Ένωσης, είναι κυριολεκτικά η ‘‘πολιτικο-οικονομική ταμπακιέρα’’. Ο ενωσιακός Προϋπολογισμός, που διαχρονικά δεν επιτρέπεται να ξεπερνά το 1,20% του ΑΕΠ της ΕΕ, είναι και η διαχρονική της μειονεξία, το κατώφλι της ‘‘αναιμικής δυναμικής’’ και των ‘‘χαμηλών προσδοκιών’’ της.

Τα στοιχεία είναι, απλά, αποστομωτικά. Για το 2017 ο Προϋπολογισμός της ΕΕ ήταν μόλις 137 δισ. Ευρώ, δηλαδή στην πράξη μικρότερος (!) από τον Προϋπολογισμό μικρών (τουλάχιστον πληθυσμιακά) κρατών-μελών (κ-μ), όπως είναι η Αυστρία και το Βέλγιο και συνιστά ένα ‘‘αμελητέο’’ ποσοστό, μόλις το 2%, από το άθροισμα των Προϋπολογισμών και των 28 κ-μ της ΕΕ ( περίπου 7 τρισ. ευρώ)!

Επιπλέον, οι εθνικές κυβερνήσεις δαπανούν 50 φορές περισσότερο απ’ ό,τι η ΕΕ μέσω του Προϋπολογισμού της. Και ενώ ο Προϋπολογισμός της Ένωσης αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ της, το σύνηθες είναι ο μέσος εθνικός Προϋπολογισμός να αναλογεί στο 46% της Οικονομίας ενός κ-μ.

Το ‘‘πρόβλημα’’, λοιπόν, της ‘‘ισχνότητας’’ του ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού είναι αναντίρρητο και υπαρκτό. Και αν πολλοί, δεδομένης της εμφανούς ‘‘αριστεροσύνης’’ της οικονομικο-πολιτικής σκέψης του Piketty, σπεύσουν να πουν ή τελικώς υποστηρίξουν ότι το Μανιφέστο του είναι μια ‘‘σοσιαλιστικής έμπνευσης νότα’’ στο φιλελεύθερο οικοδόμημα της ΕΕ, μια ‘‘a gauche en Europe’’ πρωτοβουλία, ή, αντιστρόφως, άλλοι διαβλέψουν στην Πρότασή του μια διέξοδο καθοριστικότερης ρυθμιστικής παρέμβασης στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς της ΕΕ και στην καπιταλιστική του φύση, η χρεία και η ποιοτική συνεισφορά της οραματικής σύλληψής του είναι επιτακτικώς και απολύτως καθοριστική.

Διότι το μέγα ζητούμενο τούτα τα χρόνια στην Ευρώπη δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η πολιτικοποίηση της Πρότασης του Piketty ή απλώς ο προσδιορισμός της ‘‘ιδεολογικής της μήτρας’’, αλλά η διεύρυνση, σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και κρίσιμη εποχή για την Ήπειρο μας (την ΕΕ αλλά και τα κ-μ της) της συζήτησης των ανοιχτών ερωτημάτων για τη δομική ιδιοσυστασία και τον μελλοντικό οικονομικό και κοινωνικό προσανατολισμό της.

Δεν χρειαζόμαστε απλά ‘‘περισσότερη Ευρώπη’’, αλλά μια ΕΕ πιο συνεκτική, πιο αποτελεσματική και, προπαντός, πιο δημοκρατική. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που ο Manfred Weber, πρώην επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (στο οποίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο συμμετέχει από την Ελλάδα και η ΝΔ) και νυν υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Κομισιόν, σε συνέντευξή του στο ‘‘capital.gr’’ επεσήμανε: «οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στις Βρυξέλλες, αισθάνονται ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς αυτούς. Είναι κάτι που ακούω παντού στην Ευρώπη.»

To βαθύτερο νόημα, συνεπώς, του Μανιφέστου του Piketty είναι η διευρωπαϊκή διάχυση του «μηνύματος» ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφορά μόνο τις οποιεσδήποτε ελίτ. Διότι έτσι η ευρωπαϊκή ιδέα και θα φθίνει και θα απονομιμοποιείται στις κοινωνίες συνεχώς. Και τούτο θα συμβαίνει ειδικά στον καιρό της Παγκοσμιοποίησης που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται ότι… μένουν πίσω. Στις χώρες της Δ. Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι γονείς φοβούνται ότι τα παιδιά τους δεν θα έχουν το ίδιο βιοτικό επίπεδο με αυτό που είχαν αυτοί. Είναι, λοιπόν, ώρα να αποφασίσουμε όχι για το αν λέμε ‘‘ναι’’ στην Ευρώπη, αλλά για το τι είδους Ευρώπη πραγματικά επιθυμούμε.

Η Ευρώπη για να επιβιώσει είναι επείγουσα ανάγκη να προστατεύσει την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα και το πλέγμα των αξιών της σε έναν ‘‘παγκοσμιοποιημένο’’, διασυνδεδεμένο (interconnected), κόσμο. Αλλά και να διασφαλίσει την οικονομική της συνοχή μέσω της σύγκλισης και της προστασίας των ανθρώπων από την φτώχεια και την αδικία. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα οφείλει να συσχετίσει τη δράση και την οργάνωσή του με όσα λαμβάνουν χώρα στις κοινωνίες, να ανταποκριθεί και απαντήσει πειστικά στις κοινωνικές εξελίξεις και στα ρεύματα.

Για να μη φθάσουμε να παραδεχθούμε αυτό που ο Ivan Krastev έγραψε στο βιβλίο του ‘‘Μετά την Ευρώπη’’ (ίδετε την ομιλία της Κατερίνας Σχινά στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, «Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία σε αμφισβήτηση») ότι δηλαδή ‘‘το τρένο της διάλυσης έχει ήδη ξεκινήσει από τον σταθμό των Βρυξελλών’’.

Αντιθέτως, το πολιτικό μέλημα και συνάμα πρόταγμα των ευρωπαίων ηγετών θα πρέπει να είναι αυτό που καταδείχθηκε και στο Ευρωσυνέδριο του ιδρύματος Friedrich Naumann (https://www.freiheit.org/europa-braucht-eine-ueberzeugende-vision), δηλαδή η εμπέδωση περισσότερης ελευθερίας, ισότητας και ειρήνης στην Ευρώπη μέσω της επίδειξης μεγαλύτερου (πολιτικού) θάρρους (Freiheit und Frieden brauchenMut) και η καταπολέμηση των αποσχιστικών τάσεων και της ‘‘πληγής’’ του Λαϊκισμού (ίδετε τη δήλωση της Sabine Leutheusser-Schnarrenberger στο άνω Συνέδριο: ‘‘The greatest threat to the EU is if we are unable to defend our values of the open society against populists within our Union.’’).

Κατερίνη, 19/12/2018

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International Relations

and the political science