Του Γ.Τεκίδη
Σίγουρα δεν ήταν αυτό που περίμενε να ακούσει ο κόσμος από την τελευταία «πολιτική» αναμέτρηση στη βουλή, Τσίπρα και Μητσοτάκη με αφορμή την κατάθεση μομφής από πλευράς ΝΔ σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού υγείας Π. Πολάκη. Και δεν ήταν γιατί ο πρόεδρος της ΝΔ, κατώτερος των περιστάσεων κατά γενική ομολογία ακόμη και σοβαρών παραγόντων της συντηρητικής παράταξης, επέλεξε τον συνήθη και λίαν γνώριμο σ’ αυτόν δρόμο των προκλήσεων, των ύβρεων και των προσωπικών χαρακτηρισμών που δεν τιμούν ούτε τον ίδιο, ούτε πολύ περισσότερο την παράταξη που ίδρυσε ο Κωνστ. Καραμανλής.
Αν και στην εναρκτήρια ομιλία του ο Α. Τσίπρας προσπάθησε να θέσει το πλαίσιο μιας σοβαρής πολιτικής αντιπαράθεσης με επιχειρήματα, προτάσεις, κριτική στον αντίπαλο, ακόμη και την πιο σκληρή, πάντα όμως σε ένα κλίμα πολιτισμού, ανοχής, σοβαρότητας ανάλογης της σημασίας του χώρου μέσα στον οποίο διεξάγεται η συζήτηση, δηλαδή της βουλής, η πρόθεση του δυστυχώς δεν βρήκε την αντίπαλη ανταπόκριση.
Ο κυνισμός, το θράσος, ο αμοραλισμός, η απαξιωτική και προσβλητική για τους αντιπάλους συμπεριφορά, ήταν και είναι διαχρονικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την στάση και συμπεριφορά της οικογένειας Μητσοτάκη. Έτσι δεν θα αποτελούσε και η προχθεσινή ημέρα εξαίρεση για τον Κυρ. Μητσοτάκη. Η απάντηση στην πρωτολογία του πρωθυπουργού, ήταν η αγοραία συνθηματολογία, τα πρωτοσέλιδα fake news των εφημερίδων του συγκροτήματος Μαρινάκη, οι εξυπνακισμοί του στιλ «να τος, να τος ο Τσίπρας ο σκαφάτος», οι θεατρινίστικες στάσεις, χειρονομίες και προπάντων οι ανοίκειοι χαρακτηρισμοί και η φρασεολογία που παρέπεμπε σε συζητήσεις μαφιόζικης παρέας. Η απάντηση του πρωθυπουργού σε αυτό το κρεσέντο ύβρεων και προσβολών δεν θα έπρεπε να είναι ανάλογης ποιοτικά εκείνης του Μητσοτάκη, όσο και δίκιο να είχε, όσο βάναυσα και αν προκλήθηκε, όσο και αν οι ανθρώπινες αντοχές και ανοχές έχουν και κάποιο όριο.
Η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια, η ανάκαμψη της οικονομίας είναι γεγονός παραδεκτό πλέον και από τον ξένο παράγοντα, οι προϋποθέσεις για μια νέα αφετηρία αναπτυξιακή σε όλους τους τομείς υπαρκτές. Το πολιτικό σχέδιο για το αύριο του τόπου είναι αυτό που περιμένει ο κόσμος να ακούσει από τα πολιτικά κόμματα. Και αντί γι’ αυτό η ΝΔ και ο Μητσοτάκης επιμένουν στον γλοιώδη κατήφορο της πολιτικής σοβαροφάνειας, στην πολιτική της γελοίας ατάκας, του αναλώσιμου συνθήματος, στην κατασυκοφάντηση των αντιπάλων, στη δολοφονία χαρακτήρων, αρκεί να επιτευχθεί ο μέγας και αδιαπραγμάτευτος στόχος. Αυτός της πάση θυσία κατάληψης της εξουσίας.
Συνειδητή είναι πλέον η επιλογή της ΝΔ να μην συζητά, ούτε να αντιπαρατίθεται προγραμματικά στον Σύριζα, αλλά να καταφεύγει στη συκοφάντηση, την διαστρέβλωση της πραγματικότητας και να κρατά επίμονα κρυφό το πραγματικό της πρόγραμμα. Διότι κακώς εγκαλείται η ΝΔ για προγραμματική ένδυα και απουσία πολιτικού σχεδιασμού, αφού τα διαθέτει και τα δύο. Μόνο που πρόγραμμα του είναι ο πιο σκληρός νεοφιλελευθερισμός, προσαρμοσμένος φυσικά στα σημερινά δεδομένα. Σθεναρά υπερασπίζεται την διάλυση των εργασιακών σχέσεων, απορρίπτοντας την επιστροφή στη κανονικότητα που δρομολογεί η σημερινή κυβέρνηση. Υπόσχεται την παράδοση του δημόσιου τομέα στα ιδιωτικά συμφέροντα και τα γνωστά τρωκτικά των κρατικών ταμείων. Υπεραμύνεται της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος, προς όφελος των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.
Σε αντίθεση με την σημερινή κυβέρνηση που απαλλαγμένη από την στενή μνημονιακή επιτήρηση από πέρυσι τον Αύγουστο, δίνει απτά δείγματα φιλολαϊκής πολιτικής. Μια κυβέρνηση που μάχεται καθημερινά υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των πολλών, που οικοδομεί και πάλι το εξουθενωμένο από τις πολιτικές λιτότητας κοινωνικό κράτος, που στέκεται αλληλέγγυα έμπρακτα στα χειμαζόμενα από την κρίση τα τελευταία χρόνια λαϊκά στρώματα, που υπόσχεται βάσιμα πλέον ότι οι οιωνοί για την χώρα μας και για τον κόσμο της εργασίας και του μόχθου είναι ελπιδοφόροι.
Τη γνωστή του φράση ο Κωνστ. Μητσοτάκης «δεν μπορεί το παιδί» για τον Γιώργο Παπανδρέου, όταν εκείνος ανέλαβε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ , θα μπορούσε να την απευθύνει σήμερα αν ζούσε και για τον γιο του Κυριάκο, βλέποντας τα πεπραγμένα του από την ημέρα ανάδειξης του στην ηγεσία της Ν.Δ. μέχρι σήμερα.