Του Γ. Τεκίδη

Η ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας από την αριστερά τον Γενάρη του 2015 υπήρξε κατά γενική ομολογία φίλων, πραγματικών αλλά και άσπονδων – των τελευταίων σε στιγμές ειλικρίνειας – εγχείρημα ιστορικών διαστάσεων για τα μεταπολεμικά πολιτικά δεδομένα του τόπου μας. Η οικονομική χρεοκοπία, η κοινωνική απόγνωση, ο διεθνής διασυρμός είχαν καταστήσει τη χώρα παρία και γελωτοποιό ταυτόχρονα της Ευρώπης.

Και όλα αυτά ως αποτέλεσμα των εγκληματικών και ανερμάτιστων πολιτικών της γαλαζοπράσινης δεξιάς, της δεξιάς του εκτός τόπου και χρόνου Σημίτη, στη συνέχεια της δεξιάς του κουρασμένου πρωθυπουργού Καραμανλή, για να κλείσουν την ολέθρια παρένθεση αφανισμού του τόπου ο ακροδεξιός με το πολιτικό και ψυχικό ανάστημα νάνου Σαμαράς με συνεργάτη τον κυριολεκτικά ανεκδιήγητο και αμετροεπή Βενιζέλο. Ήταν δε ο τελευταίος εκείνο τον καιρό, σύμφωνα με έγκυρη δημοσιογραφική διαρροή, που συμβούλευε τον Τσίπρα σε κατ’ ιδίαν συνάντηση τους, τι θέλει και ανακατεύεται τώρα κινδυνεύοντας να πέσει στο λάκκο με τα σκατά. Ένας τεράστιος, λοιπόν, λάκκος σκατά η χώρα κατά τον πολυπράγμονα Βενιζέλο εκείνη την εποχή και για να μην τον αδικήσουμε, πράγματι έλεγε την αλήθεια.

Τα άλυτα των άλυτων, αυτά που δεν σώζονται κλήθηκαν Σύριζα και Τσίπρας να σώσουν πριν πέντε χρόνια. Τα κατάφεραν; Βάζοντας στην άκρη τον κομματικό πατριωτισμό, αποτιμώντας με το χέρι στην καρδιά τα πεπραγμένα και χωρίς να μαλώσουμε με την αλήθεια, μπορούμε να πούμε ότι δεν  κατάφεραν όλα όσα υποσχέθηκαν, όμως με αυτά που έγιναν πράξη και δεν είναι λίγα, η χώρα βγήκε τελικά από τα απελπιστικά της αδιέξοδα.

Τα μνημόνια αποτελούν παρελθόν, η οικονομία ξαναβρίσκει τους αναπτυξιακούς της ρυθμούς, το κύρος και η αξιοπρέπεια της χώρας διεθνώς αποκαταστάθηκε, ο ρόλος της στα Βαλκάνια τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα ήταν πρωταγωνιστικός, το κοινωνικό κράτος ξαναστήθηκε στα πόδια του και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες βρήκαν ελπίδα και αποκούμπι στις κυβερνητικές πολιτικές του Σύριζα. Γίνανε στα χρόνια αυτά λάθη, υπήρξαν αστοχίες και παραλείψεις, όπως και υπερεκτιμήσεις των δυνατοτήτων μας; Και βέβαια έγιναν. Αλάθητος και σωστός πέρα για πέρα και συνεπής στην ακινησία του, είναι μόνο ο πεθαμένος και ο καθηλωμένος σε μια καρέκλα για λόγους υπεράνω της θέλησης του. Αυτά ήδη έπρεπε να αποτιμηθούν με ψυχραιμία και νηφαλιότητα στον προσυνεδριακό διάλογο που άρχισε.

Τον περσινό Ιούλιο ο Σύριζα-προοδευτική συμμαχία έδωσε μια άνιση εκλογική μάχη απέναντι σε ένα λυσσαλέα ορκισμένο εχθρό, που μεταχειρίστηκε κάθε μέσο θεμιτό και ιδιαίτερα αθέμιτο, επιχειρώντας να βιάσει την πραγματικότητα, να λεηλατήσει την κοινή λογική και κρίση των συμπολιτών μας και να βαφτίσει στην κυριολεξία τη νύχτα, μέρα. Η ήττα, που δεν ήταν αυτή τελικά που ονειρεύτηκε το επίσημο και ανεπίσημο παρακράτος του λευκού κολάρου, έφερε το αναμενόμενο μούδιασμα, την απογοήτευση και τελικά την εσωστρέφεια στον κόσμο της αριστεράς. Οι απαντήσεις για τα πως και τα γιατί της ήττας παραπέμπονται στο επερχόμενο συνέδριο. Αυτό όμως αργεί και η μέχρι στιγμής απροθυμία αποτίμησης μιας σειράς αιτιών για το εκλογικό αποτέλεσμα, συνδυασμένης και με την πρόθεση μιας ειλικρινούς και γενναίας αυτοκριτικής από τους πρωτοκλασάτους του κόμματος, δεν βοηθά στην αλλαγή κλίματος και ψυχολογικής ανάτασης του κόσμου της αριστεράς και ιδιαίτερα των οργανώσεων της. Ο σκεπτικισμός, οι αμφιβολίες, η πολιτική στάση και συμπεριφορά αυτών που έπρεπε να μπούνε μπροστά και να αναλάβουν ευθύνες, να θέσουν σε κίνηση και δράση τις οργανώσεις του κόμματος βάσει ενός πολιτικού σχεδίου έστω και πρόσκαιρου μέχρι το συνέδριο, γεννούν αισθήματα παραίτησης και μιας γενικευμένης ιδιόμορφης καθηλωτικής πολιτικής μελαγχολίας.

Κι όλα αυτά όταν απέναντι έχουμε μια πραγματικά επικίνδυνη, ρεβανσιστική και αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση, αποτελούμενη στο μεγαλύτερο μέρος της από τα μεγαλύτερα ακροδεξιά πολιτικά λέσια που ανέδειξε η μεταπολίτευση. Μια κυβέρνηση που η κανονικότητα, την οποία εξάγγειλε προεκλογικά για την χώρα, μεταφράζεται καθημερινά σε ένα οδοστρωτήρα κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής του κόσμου του μόχθου και της εργασίας. Μια κυβέρνηση που η σοβαρότητα της σε ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξαντλείται σε πάσης φύσεως καραγκιοζιλίκια, που γίνανε κιόλας διεθνή ανέκδοτα. Και αυτοί είναι αυτό που είναι και η καθημερινή της αθλιότητα πλέον δεν προκαλεί καμία έκπληξη στην πλειοψηφία του δημοκρατικού κόσμου.
Η αριστερά τι κάνει, πως αντιδρά, πως οργανώνει τον αντιπολιτευτικό της αγώνα, πως θα πείσει τον κόσμο, την νεολαία, που στο μεγαλύτερο μέρος της στις τελευταίες εκλογές την εμπιστεύτηκε, ότι υπάρχει διέξοδος, υπάρχει ελπίδα και εναλλακτικό υλοποιήσιμο πολιτικό πρόγραμμα; Πως θα πειστεί η νέα γενιά, η αυριανή Ελλάδα, για συμμετοχή και αγώνα, αν δεν υπάρξει όραμα συνδεδεμένο με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που θα στοχεύει σε ένα μέλλον αντάξιο των προσδοκιών της;

Πάντως σίγουρα δεν θα πειστεί με την μέχρι τώρα μακαριότητα και τον μέχρι παρεξηγήσεως εφησυχασμό των καθοδηγητικών κομματικών οργάνων, τα οποία όπως φαίνεται μπορεί και να ενστερνίζονται την άποψη ότι η μεγάλη υπόθεση ανασυγκρότησης της αριστεράς αφορά μόνο τον Α. Τσίπρα από τον οποίο να περιμένουμε να περπατήσει όπως ο Ιησούς ακόμη και στη θάλασσα.