Deutche Welle για τη Βίκυ Λέανδρος: Η Ελληνίδα βαρόνη που κατέκτησε τη Γερμανία
Η διεθνούς φήμης τραγουδίστρια ελληνικής καταγωγής, Βίκυ Λέανδρος, σύμβολο της ελληνoγερμανικής φιλίας με το θρυλικό «Après toi», γιορτάζει σήμερα τα 70ά της γενέθλια (το άρθρο γράφτηκε χθες 23/08).
«Πιστεύω ότι πρέπει να συνδυάσεις το ταλέντο με την επιμέλεια. Ακόμη και στις μεγαλύτερές μου επιτυχίες πάντα θεωρούσα ότι έπρεπε να συνεχίσω να μαθαίνω», δήλωσε η δημοφιλής τραγουδίστρια Βίκυ Λέανδρος στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή τον εορτασμό των 70ών γενεθλίων της (στη φωτογραφία, επάνω, η διεθνούς φήμης τραγουδίστρια Βίκυ Λέανδρος επί τω έργω).
Η ελληνικής καταγωγής τραγουδίστρια δεν φοβάται να ασκήσει αυτοκριτική κοιτάζοντας πίσω στη ζωή και την καριέρα της.
Με πάνω από 55 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως, έχει καταφέρει αυτό που δεν κατάφεραν πολλοί: να αποκτήσει παγκόσμια φήμη με τη μελωδική της φωνή, δημιουργώντας μια «γέφυρα» στο παγκόσμιο κοινό με το βλέμμα στραμμένο στη Μεσόγειο.
Τα πρώτα χρόνια προς την καταξίωση
Η νεαρή τραγουδίστρια στα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα
Η Βίκυ Λέανδρος, κατά κόσμον Βασιλική Παπαθανασίου, είναι κόρη του γνωστού παραγωγού και τραγουδιστή Λέανδρου Παπαθανασίου.
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 23 Αυγούστου 1949 και μετανάστευσε στη Γερμανία με τους γονείς της το 1959. Από πολύ μικρή ηλικία έκανε μαθήματα κιθάρας, φωνητικής, μπαλέτου και χορού.
Στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών κυκλοφόρησε το πρώτο της σίνγκλ με τίτλο «Messer, Gabel, Schere, Licht» (Μαχαίρι, Πιρούνι, Ψαλίδι, Φως) καταφέρνοντας να ανέβει στο νούμερο 16 των γερμανικών τσαρτς.
Δεν άργησε να κυκλοφορήσει και επίσημα ο πρώτος της δίσκος «Songs und Folklore» ένα χρόνο αργότερα, στον οποίο τραγούδησε συνθέσεις του Μπομπ Ντίλαν και του Μάνου Χατζιδάκι.
Η διεθνής καριέρα ξεκίνησε με την πρώτη συμμετοχή της στον διαγωνισμό της Eurovision το 1967 με το «L´ amour est bleu» και λίγα χρόνια μετά κέρδισε το βραβείο του διαγωνισμού τραγουδιού για το Λουξεμβούργο με το τραγούδι «Aprés toi», μια διεθνής επιτυχία για την ίδια με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 7 εκατομμύρια δίσκους.
Στη Γερμανία η καριέρα της έκανε αλματώδη άνοδο με την κυκλοφορία του «Theo, wir fahr´n nach Lodz» (Τέο, πάμε στη Λοτζ) το 1974. Το τραγούδι έμεινε στην κορυφή των γερμανικών τσαρτς για πολλές εβδομάδες, και μέχρι σήμερα μυστήριο παραμένει ποιος είναι ο Τέο.
Μια ακόμη τεράστια επιτυχία για το γερμανόφωνο κοινό σημείωσε η κυκλοφορία του άλμπουμ της με τίτλο «Ich liebe das Leben» (Αγαπώ τη ζωή).
Ακολούθησαν δεκάδες δίσκοι στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά, ιαπωνικά, ισπανικά και ελληνικά, ενώ στο ενεργητικό της έχει αμέτρητα βραβεία και διακρίσεις.
Ο φιλανθρωπικός της χαρακτήρας
Η Βίκη Λέανδρος στην παρουσίαση του βιβλίου της για τη μαγειρική με την κόρη της Σάντρα και τον γιό της Λέανδρο
Η δημοφιλής τραγουδίστρια ανάμεσα στις καλλιτεχνικές της δραστηριότητες ανέπτυξε έντονη φιλανθρωπική δράση.
Το 2015 έλαβε το παράσημο του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τη συνεισφορά της στον αγώνα για τα νεαρά θύματα δυστυχημάτων και κατά των ναρκωτικών.
Δεν στάθηκε όμως μόνο εκεί. Το 2006, απέρριψε πρόταση του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος για να εκλεγεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Βερολίνου λόγω μιας περιοδείας, και πέντε χρόνια νωρίτερα είχε προταθεί για υπουργός Πολιτισμού του Αμβούργου.
Η τελευταία της επιτυχία όμως δεν σχετίζεται με το τραγούδι, αλλά με τη συγγραφή ενός βιβλίου μαγειρικής με τίτλο «Ein Hoch auf das Leben: Meine Küche für Familie und Freunde» (Στην υγειά της ζωής: Συνταγές για την οικογένεια και τους φίλους μου).
Εχει παντρευτεί δύο φορές. Το 1982 με τον έλληνα επιχειρηματία Ιβάν Ζησιάδη, με τον οποίο απέκτησαν έναν γιό και το 1986 με τον βαρόνο Εννο Φράιχερ φον Ρούφιν, με τον οποίο απέκτησαν δύο κόρες.
Στο απόγειο της καριέρας της, η Βίκη Λέανδρος εγκατέλειψε το τραγούδι για 9 χρόνια, ώστε να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η ίδια δεν θεωρεί όμως πως πλήρωσε ακριβά το τίμημα της επιτυχίας της.
«Αν αυτό που κάνεις είναι το πάθος σου, τότε δεν νιώθεις ότι χάνεις τίποτα», υπογραμμίζει η ίδια, για να συνεχίσει: «Πάντα υπήρχαν πισωγυρίσματα, δεν πήγαιναν όλα κατ’ ευχήν, αλλά αυτό που μετράει είναι να μην χάσω το κουράγιο μου και να δουλεύω με τον εαυτό μου».
Μένει πλέον μόνιμα σ’ ένα κτήμα στο Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν κοντά στο Αμβούργο, το οποίο ανήκει στον δεύτερο σύζυγό της – πλέον ως διαζευγμένη και περήφανη γιαγιά.
Πηγή: Deutche Welle