Του Δημητρίου Δημηνά, Δικηγόρου

Με την  άρση των περιοριστικών, λόγω του κορωνοϊού, μέτρων πλημμύρισαν και πάλι από νέους οι καφετέριες, τα μπαρ και τα λοιπά κέντρα  διασκέδασης. Ως κοινωνικά όντα οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι, νιώθουν την ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ τους.

Όμως στις καφετέριες η επικοινωνία των νέων μεταξύ τους είναι ουσιαστικά μηδαμινή, συνισταμένη  στην ανταλλαγή ελάχιστων «σημαδιακών» λέξεων ή σε κάποια νοήματα. Τις περισσότερες ώρες μένουν βουβοί και αμίλητοι, αφοσιωμένοι στα Smartphone κινητά τους, ανταλλάσσοντας διαρκώς μηνύματα, εικόνες και like  με τους υποτιθέμενους «φίλους» τους υπό τους ήχους εκκωφαντικής μουσικής. Ανάλογη είναι και η επικοινωνία των νέων και μέσα στο σπίτι, όπου σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν ενεργοποιημένα τα κινητά τους  ακόμη και στο τραπέζι του φαγητού μήπως και χάσουν κανένα μήνυμα. Ο διάλογος και η συζήτηση των οποιωνδήποτε προβλημάτων των παιδιών με τους γονείς έχει πλέον εκλείψει.

Οι νεαροί θαμώνες των καφετεριών είναι απόφοιτοι Λυκείων και πτυχιούχοι Πανεπιστημιακών σχολών, οι οποίοι μένουν αδρανείς και αναξιοποίητοι, αδυνατούντες να βρουν δουλειά ακόμη και ως σερβιτόροι στα κέντρα που πίνουν τον καφέ τους. Καφές, πληρωμένος κι’ αυτός από το υστέρημα των γονιών ή των παππούδων. Μια γενιά χωρίς όραμα, χωρίς προοπτικές, χωρίς γέλιο και χωρίς τραγούδι. Θα ταίριαζαν εδώ οι στίχοι του Κώστα Κινδύνη στο τραγούδι του Στ. Ξαρχάκου: «Γυρνάν αμίλητα παιδιά/σε τούτον τον μπαξέ ντουνιά/σαν πικραμένα σύννεφα/σαν άστρα παγωμένα»

Αν μπορούσε κανείς να ανατάμει τα  εσώψυχα των φαινομενικά αδιάφορων για τις πολιτικές εξελίξεις, την οικονομική κατάντια της χώρας, την πτώχεια, την ανεργία και τα μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας, προφανώς θα διαπίστωνε την υποβόσκουσα μέσα τους αγανάκτηση, την συσσωρευμένη οργή και πικρία τους κατά των υπευθύνων της σημερινής αφόρητης κατάστασης που χαρακτηρίζει γενικά την οικονομική και ηθική κρίση της κοινωνίας μας.

Παρά ταύτα,  όμως, θα μπορούσε η παρούσα  κατάσταση να αποτελέσει μια αφετηρία  αναγέννησης, εφόσον οι ιθύνοντες αφήσουν ανοιχτό το δρόμο για τους νέους, τους αμίλητους και σιωπηλούς, που ζουν παραμερισμένοι ανάμεσά μας. Είναι καιρός  να αναζητήσουμε την σωτηρία της πατρίδας μας μέσα στους δεκάδες αφανείς αρίστους νέους, ώστε να τους δώσουμε  ελπίδα για το αύριο και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και την πίστη τους σε αξίες.