ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΗΝΑ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Την Κυριακή [25-2-24] ανοίγει κατά το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας το λεγόμενο «Τριώδιο» με το οποίο εισερχόμεθα στην προπαρασκευαστική περίοδο της Μ.Τεσσαρακοστής.

Η Κυριακή αυτή  ονομάζεται «Του Τελώνου και Φαρισαίου», καθόσον διαβάζεται η  Ευαγγελική παραβολή των δύο ανθρώπων που μπήκαν στον Ναό να προσευχηθούν.

Ο  Φαρισαίος στάθηκε στο μέσον του Ναού εκθειάζοντας με έπαρση τις αρετές του, ο δε Τελώνης σκυφτός και τεθλιμμένος πίσω από μία κολώνα ζητούσε με ταπείνωση συγχώρεση και το έλεος του Θεού.

Και καταλήγει η παραβολή ότι ο Θεός δικαίωσε τον αμαρτωλό Τελώνη και απέρριψε τον αλαζόνα και υποκριτή-« τηρητή» του Νόμου Φαρισαίο.

Είναι γνωστή η  απαξιωτική και επικριτική στάση του Χριστού έναντι της  των Φαρισαίων, που εκπροσωπούσαν  την καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη της εποχής.

Εναντίον τους απηύθυνε τα φοβερά «ουαί» που διαβάζουμε στα Ευαγγέλια, αποκαλώντας τους ευθέως υποκριτές, έχιδνες, μωρούς και τυφλούς, άρπαγες, συκοφάντες και τάφους κεκονιασμένους [ασβεστωμένους], που φαίνονται εξωτερικά ωραίοι, μέσα τους όμως είναι γεμάτοι οστά και ακαθαρσίες.

Απεναντίας ήταν πάντοτε συγκαταβατικός και συγχωρητικός στους ταπεινούς και μετανοημένους ασώτους, πόρνες, ληστές και εν γένει αμαρτωλούς, για τους οποίους διεκήρυττε ότι ήρθε να λυτρώσει από την αμαρτία.

«Φαρισαίοι» δεν έπαυσαν ποτέ να υπάρχουν στις διάφορες κοινωνικές τάξεις υπό διάφορές μορφές σε όλες τις εποχές. Είναι εν προκειμένω οι τυπολάτρες χριστιανοί  που δεν παραλείπουν τον εκκλησιασμό και την τήρηση των λοιπών θρησκευτικών κανόνων, αισθανόμενοι εγωκεντρική υπεροχή έναντι των ασώτων, ασεβών, πορνών, ναρκομανών και εν γένει περιθωριακών ,που βρέθηκαν στο απαξιωμένο στρατόπεδο των «αμαρτωλών» από άγνωστες αιτίες και οι οποίοι ωστόσο δεν παύουν να είναι εικόνες και παιδιά του Θεού.

Φαρισαϊσμός, απαντάται και στις καθημερινές σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, στην πολιτική, σε εκκλησιαστικές οργανώσεις, σε εκπαιδευτικούς, σε φιλανθρωπικά σωματεία,  στον  καλλιτεχνικό και αθλητικό χώρο, όπου ηγετικά στελέχη εμφανιζόμενα δημόσια ως υπέρμαχοι και τιμητές της ηθικής αποδείχθηκαν «τάφοι κεκονιασμένοι».

Οι ευαισθητοποιημένοι νέοι και οι «καθαροί τη καρδία» όταν τους αντιληφτούν αηδιάζουν, τους απεχθάνονται και στρέφουν τα νώτα τους.