Άρθρο της ξενοδόχου Ξυπτερά – Λάμπρου Ευαγγελίας

Δε δικαιολογείται με κανένα επιχείρημα η κακή επιλογή με την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει τις  απαιτήσεις των δανειστών μας, διπλασιάζοντας τον Φ.Π.Α. στο τουριστικό μας προϊόν, δηλαδή στη διαμονή στα ξενοδοχεία, στα επιπλωμένα διαμερίσματα και δωμάτια, προκειμένου να ξεπεραστούν τα κενά που υπάρχουν στις σχέσεις μας με τους δανειστές μας.

Όλοι αντιλαμβάνονται, εκτός αν είναι τελείως άσχετοι   τον τρόπο που λειτουργεί η τουριστική οικονομία. Ο τουριστικός κόσμος της Ελλάδος έχει ήδη υπογράψει τα συμφωνητικά για την ερχόμενη θερινή σαιζόν και ως εκ τούτου, την αύξηση του Φ.Π.Α. θα  την πληρώσουν αποκλειστικά και μόνο οι ίδιοι οι ξενοδόχοι αφού κανείς από τους διεθνείς ταξιδιωτικούς οργανισμούς δεν θα  αποδεχθεί να καταβάλει αύξηση, σε τιμές που έχουν ήδη συμφωνηθεί. Άλλωστε τώρα είναι και η εποχή των προκρατήσεων.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια μπορεί να σημειώνεται μεγάλη αύξηση στις αφίξεις επισκεπτών, αλλά η αύξηση αυτή δεν είναι αντίστοιχη με τα έσοδα, το πρόβλημα μεγεθύνεται. Επίσης καταρρέει ο πιθανός ισχυρισμός ότι υπάρχουν αξιοπρεπή περιθώρια κέρδους στις τουριστικές επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί, οι τελευταίες χωρίς καμία χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα, αναγκάζονται να πουλούν πολλές φορές σε “υποτιμητικές” τιμές, προκειμένου να εξασφαλίσουν προκαταβολές ώστε να καλύψουν μεγάλα χρηματοδοτικά κενά.

Μόνο με έκπληξη θα  μπορούσε κανείς να αναλογιστεί τον «τόκο» που στην ουσία πληρώνουν οι ξενοδόχοι, με τις προκαταβολές από τους Tour Operators, οι οποίοι με ικανοποίηση ανταποκρίνονται στα αιτήματα τέτοιου είδους. Η πιθανή αύξηση του Φ.Π.Α., ή η πρόσθεση επιπλέον φορολογικού δείκτη, στο χρονικό αυτό σημείο, εξοντώνει και οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο τις ξενοδοχειακές μας επιχειρήσεις, που θα αναγκαστούν για να ξεπεράσουν τα νέα δεδομένα, να ρίξουν στα τάρταρα τις τιμές τους την επόμενη τουριστική σαιζόν, με όσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην ποιότητα των υπηρεσιών και στην κατηγοριοποίηση του ίδιου του προϊόντος αλλά και των κατά τόπους προορισμών.

Το πρόβλημα καθίσταται αξεπέραστο για όσους ξενοδόχους έχουν υπογράψει  3ετή ή 5ετή  συμβόλαια και θα κληθούν να αποδώσουν έναν Φ.Π.Α.  που ποτέ δεν είχαν υπολογίσει, μειώνοντας στην ουσία δραστικά τα έσοδά τους.

Το αν αυτό θα έχει αντίκτυπο στην ποιότητα, ή αν θα οδηγήσει πολλά καταλύματα στο να “βγούνε στο σφυρί” πουλώντας με ακόμα χαμηλότερες τιμές, κανείς δεν το συνυπολόγισε. Το πρόβλημα είναι τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς ότι  από το σύνολο των ξενοδοχείων μας, το 85% αφορά μικρές και πολύ μικρές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που διαθέτουν μέχρι 25 δωμάτια, ενώ την ίδια στιγμή οι χιλιάδες μικρές μονάδες ενοικιαζομένων δωματίων και επιπλωμένων διαμερισμάτων αποτελούν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή που ο τουριστικός κόσμος αγωνίζεται να γίνει ανταγωνιστικός χωρίς κανένα κράτος ή τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια δίπλα τους για να τα στηρίζει, ένα θετικό μέτρο που λήφθηκε για να βελτιώσει έστω δειλά τις συνθήκες, αποσύρεται μέσα σε μια νύχτα, επειδή κάποιοι δεν έχουν ιδέα για τον τρόπο που λειτουργεί η τουριστική αγορά και για το καταλυτικό ρόλο που έχει το τουριστικό μας προϊόν. Και είναι σχεδόν σίγουρο ότι το συγκεκριμένο μέτρο, ακόμη κι αν δεν μειώσει όπως ισχυρίζεται ο ΣΕΤΕ κατά 2% το ΑΕΠ της χώρας, σίγουρα θα προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα σε έναν ευαίσθητο τομέα που τα τελευταία χρόνια κρατάει τα θεμέλια της Ελληνικής οικονομίας αποτελώντας τη μόνη αχτίδα φωτός για την ανάκαμψή της.