Είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «πανάκεια» για την Ελλάδα ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω της θρασείας επιθετικότητας της τουρκικής πλευράς ζούμε τούτες τις μέρες άλλη μια κορύφωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία ‘‘αυτοματοποιημένα’’ αναδεικνύει στις σχέσεις μας αυτές με την Τουρκία ως κρίσιμο τελικό ζητούμενο την εύρεση λύσεων ή πιθανών διεξόδων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, για ακόμη μια φορά η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) υποστηρίχθηκε ως η δογματικά δέουσα ατραπός για εμάς, τόσο με την αρθρογραφία διακεκριμένων επιστημόνων, όπως είναι ο Ε. Βενιζέλος και ο Χ. Ροζάκης, όσο και με τις δημόσιες δηλώσεις πολιτικών, όπως η κ. Μπακογιάννη.
Η προσφυγή στο ΔΔΧ, λοιπόν, είναι ένα εξ’ ορισμού σύνθετο θέμα, που ωστόσο μπορεί να καταστεί κατανοητό αν εξεταστεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης λογικής δομής, στην οποία ο καθένας μας είναι εξοικειωμένος. Η προσφυγή στο ΔΔΧ είναι ένα ζήτημα, επομένως, που έχει και πρόλογο, και κυρίως θέμα, αλλά και επίλογο. Αξίζει να το δούμε, λοιπόν, εγγύτερα με μια τμηματική προσέγγιση:
Προλογικά, ας έχουμε καταρχάς υπόψη ότι το ΔΔΧ είναι το επίσημο δικαστικό όργανο του ΟΗΕ. Συγκροτείται από 15 δικαστές, οι οποίοι εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας (Security Council) και τη Γενική Συνέλευση (General Assembly) του ΟΗΕ. Όλες οι χώρες που έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ μπορούν να εισάγουν σε αυτό οποιαδήποτε υπόθεση (αρ. 35 του Καταστατικού του ΔΔΧ), αλλά εφόσον πρόκειται για υποθέσεις αντιδικίας (contentious cases) και όχι απλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου (advisory opinions), η εισαγωγή τέτοιων υποθέσεων προς κρίση απαιτεί ex necessitas την αναγνώριση της υποχρεωτικότητας της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ και από το έτερο κράτος (που οδηγείται στη Χάγη).
Η Ελλάδα είναι βεβαίως μια από τις χώρες που αναγνωρίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία του ΔΔΧ, αλλά δεν αποδέχεται ότι αυτό έχει δικαιοδοσία σε ζητήματα της εθνικής της ασφάλειας. Από το 2015 μάλιστα, με πρόσθετη δήλωσή της προς τον ΟΗΕ, εξαιρεί από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ και θέματα εθνικής της κυριαρχίας και μέτρα αμυντικού χαρακτήρα, ενώ, επιπρόσθετα, προκειμένου να αποδεχθεί εναντίον της προσφυγή στο ΔΔΧ (η Ελλάδα) έχει θέσει τις εξής προϋποθέσεις: α. Η προσφεύγουσα χώρα κατά της Ελλάδας θα πρέπει να έχει εκ των προτέρων δεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ και β. Από το χρονικό σημείο που η εναντίον της Ελλάδος προσφεύγουσα χώρα προβεί σε δήλωση αποδοχής της άνω δικαιοδοσίας μέχρι να ενεργοποιηθεί η προσφυγή θα πρέπει να έχουν παρέλθει 12 μήνες.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία ούτε καν αναγνωρίζει τη διεθνή δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Υπ’ αυτό το δεδομένο, η προσφυγή στη Χάγη καθίσταται ρεαλιστικό σενάριο μόνο σε δύο περιπτώσεις: Είτε, πρώτον, αν η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνήσουν και υπογράψουν το περίφημο μεταξύ τους συνυποσχετικό του άρθρου 40 του Καταστατικού του ΔΔΧ, με το οποίο θα αναγνωρίζουν ως υποχρεωτική στις μεταξύ τους διαφορές τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαστηρίου. Είτε, δεύτερον, αν η Ελλάδα καταθέσει μονομερώς αίτηση στο ΔΔΧ για επίλυση διαφοράς, αυτή εν συνεχεία κοινοποιηθεί στην Τουρκία, η οποία (Τουρκία) πρέπει να αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Συνεπώς, στο προκαταρκτικό επίπεδο, η προσφυγή στο ΔΔΧ εξαρτάται άμεσα και από τη συναίνεση αλλά και από τη σύμπραξη των Τούρκων, πράγμα που ούτε βέβαιο, ούτε δεδομένο, ούτε αναμενόμενο είναι.
Αν όμως, κατ’ υπόθεση εργασίας, ξεπεραστούν όλα τα παραπάνω, το ‘‘κυρίως θέμα’’ της προσφυγής στο ΔΔΧ είναι και το διαχρονικά απολύτως κρίσιμο. Για ποιο λόγο ή για ποιους λόγους, άραγε, θα επιχειρηθεί η προσφυγή στη Χάγη; Σε τούτη την περίπτωση, οι προσεγγίσεις των δύο χωρών είναι ‘‘παραδοσιακά’’ εκ διαμέτρου αντίθετες. Ενώ η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι μόνη διαφορά στις σχέσεις της με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, οι Τούρκοι, αντιθέτως, επιζητούν συνολική πολιτική διευθέτηση (package deal) σε μια ευρεία κατηγορία ‘‘διαφορών’’. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στο ΔΔΧ για την καίρια αυτή αιτία (διαφωνία στους λόγους προσφυγής) καθίσταται ab initio προβληματική και πάντως καθόλου εξασφαλισμένη. Αλλά, ας υποθέσουμε, ότι… γίνεται της Ελλάδας και η προσφυγή στο ΔΔΧ, με τη συγκατάθεση των Τούρκων, αυτοπεριορίζεται μόνο στην οριοθέτηση από το διεθνές δικαστήριο της υφαλοκρηπίδας των δύο χωρών. Τι πιθανώς θα συμβεί σε αυτό το ενδεχόμενο;
Η υφαλοκρηπίδα (continental shelf) απέκτησε νομικό περιεχόμενο το 1945 με τη συμπερίληψή της στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και εν συνεχεία αποκρυσταλλώθηκε ως έννοια στο άρθρο 1 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για την υφαλοκρηπίδα (1958) και στο άρθρο 76 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982. Η υφαλοκρηπίδα είναι ο θαλάσσιος βυθός και το θαλάσσιο υπέδαφος, που εκτείνεται σε απόσταση 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετρώνται τα χωρικά ύδατα του παράκτιου κράτους. Στην υφαλοκρηπίδα του, το παράκτιο κράτος δεν έχει πλήρη κυριαρχία, αλλά ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα ως προς την εξερεύνηση της και ως προς την εκμετάλλευση των όποιων φυσικών πόρων της. Με βάση δε το διεθνές δίκαιο αν οι υφαλοκρηπίδες γειτονικών παράκτιων κρατών αλληλεπικαλύπτονται (όπως βεβαίως κάτι τέτοιο συμβαίνει στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας), τότε η οριοθέτησή τους πραγματοποιείται είτε μέσω μεταξύ τους συμφωνίας είτε μέσω προσφυγής στο ΔΔΧ.
Το κομβικά σημαντικό που πρέπει να φέρουμε κατά νου είναι ότι στη μέτρηση και οριοθέτηση κατόπιν, με ακρίβεια, της υφαλοκρηπίδας ενός κράτους τον μέγιστο ρόλο ενέχει η έννοια των χωρικών υδάτων του κράτους αυτού. Και τούτο, πολύ απλά, γιατί η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται, όπως ειπώθηκε, πέραν των χωρικών υδάτων.
Τα δε Χωρικά ύδατα (αρ. 3 της UNCLOS) ή χωρική θάλασσα ή αιγιαλίτιδα ζώνη (territorial sea) είναι μια θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται έως και 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από τις γραμμές βάσης που βρίσκονται στην ακτογραμμή του παράκτιου κράτους και περιλαμβάνουν το υπέδαφος του βυθού, τον βυθό, τη στήλη του θαλάσσιου ύδατος, αλλά και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο.
Ως γνωστόν όμως, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αν και είναι δεδομένο ότι τα χωρικά ύδατα μπορούν να εκτείνονται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο στα 12 ν.μ. από τις γραμμές βάσης του παράκτιου κράτους (σημ. Από τα 152 παράκτια κράτη του Πλανήτη τα 148 έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ.), ελέω της διαβόητης απόφασης της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 1995, η επέκταση από την Ελλάδα των χωρικών της υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 12 είναι εκπεφρασμένο casus belli (αιτία πολέμου) για τους Τούρκους.
Κατά συνέπεια, με βάση τα άνω δεδομένα, αν το ΔΔΧ επιλαμβανόταν επί υποθέσεως οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, θα εκκινούσε τους υπολογισμούς του για το μέγεθος της υφαλοκρηπίδας με υπολογιστικό εφαλτήριο τον κανόνα ‘‘των χωρικών υδάτων των 6 ν.μ.’’. Αυτό δε το υπολογιστικό μέτρο που θα χρησιμοποιήσει το ΔΔΧ δεν είναι απλά μείζονος σπουδαιότητας, αλλά ίσως το πιο ‘‘καυτό’’ ζήτημα σ’ όλη την Μεσόγειο.
Κι αυτό διότι υπό το καθεστώς των χωρικών υδάτων στα 6 ν.μ., η Ελλάδα έχει στην κυριαρχία της το 43,5% του Αιγαίου, η Τουρκία το 7,5%, ενώ το υπόλοιπο 49,2 % (δηλ. περίπου το 50%, το μισό Αιγαίο) είναι διεθνή ύδατα. Αντιθέτως, στο θεωρητικό ενδεχόμενο που για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, το ΔΔΧ χρησιμοποιούσε ως υπολογιστική βάση τον κανόνα ‘‘των χωρικών υδάτων των 12 ν.μ.’’, τότε το 71,5% (!!!) του Αιγαίου θα θεωρούνταν ελληνική θάλασσα, μόνο το 8,7 % τουρκική, ενώ ως διεθνή ύδατα θα αναγνωρίζονταν (όχι το μισό Αιγαίο, αλλά) μόνο το 19,8 % του Αιγαίου!
Επομένως, με απολύτως κρίσιμο δεδομένο ότι η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων, αν το ΔΔΧ κληθεί να ‘‘ρυθμίσει’’ τα της ελληνικής και τουρκικής υφαλοκρηπίδας χρησιμοποιώντας τον κανόνα ‘‘των χωρικών υδάτων των 6 ν.μ.’’, θα έχει την διακριτική ευχέρεια να διαμοιράσει την υφαλοκρηπίδα Ελλάδας-Τουρκίας σε έναν υποθαλάσσιο καμβά που εκτασιακά αντιστοιχεί στο μισό Αιγαίο (στο περίπου 50% του και όχι στο περίπου 20% του). Γι’ αυτό και οι Τούρκοι εδώ και 25 χρόνια, από το 1995 και μετά, δεν το κουνούν ρούπι από το…. casus belli!
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, αν ως προς, αυτή τη φορά, το ουσιαστικό δίκαιο που θα εφαρμόσει το ΔΔΧ θα επιλέξει την Αρχή της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης (τεχνική η οποία είναι πιο συχνά εμφανιζόμενη στη νομολογία του και υποστηρίζει ένθερμα η Ελλάδα), ή, αντιθέτως, την Αρχή της ευθυδικίας (τεχνική που θέλει αναγκαστικά να επιβάλλει η Τουρκία), αφού εκ των πραγμάτων το διεθνές δικαστήριο θα έχει εκτεταμένη διακριτική ευχέρεια στην ελληνοτουρκική διαφορά και ευρύ περιθώριο ευελιξίας, το αναμενόμενο θα είναι ότι θα λειτουργήσει ‘‘μεσοβέζικα’’. Για κάτι τέτοιο, εξάλλου, συνηγορεί εμφατικά η πολύχρονη νομολογία του ΔΔΧ.
Το διεθνές δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο του ΟΗΕ που προωθεί τις συμβιβαστικές πολιτικές λύσεις, δεν ‘‘αποφασίζει’’ ως αμιγώς δικαστικό σώμα, αλλά λειτουργεί πολλές φορές ως forum πολιτικών διευθετήσεων ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη, προσφέροντας στις υποθέσεις τους ‘‘διεξόδους’’, που εν μέρει ικανοποιούν και την πλευρά του ηττημένου. Έτσι μπορεί παγκοσμίως να διακηρύττει ότι δικαιοδοτεί ‘‘ex aequo et bono’’ (κατά το ορθόν και ίσον), αλλά αυτή η ‘‘ορθότητα’’ και ‘‘ισότητα’’ στις αποφάσεις του δεν έχει μόνο δικανικό χαρακτήρα, αλλά και πολιτικές αποχρώσεις. Με δεδομένο, επομένως, ότι το ΔΔΧ συνηθίζει να ‘‘στρογγυλοποιεί’’ τις κρίσεις του, τυχόν προσφυγή σ’ αυτό, αν και τίποτε δεν προεξοφλείται, μάλλον δεν πρόκειται να επιφέρει για την Ελλάδα ‘‘απόλυτο αποτέλεσμα’’.
Εν τέλει, το θέμα ‘‘προσφυγή στη Χάγη’’ έχει και επίλογο. Αυτός έχει να κάνει με το εξής ερώτημα: Αν η Ελλάδα καταφέρει τη συναίνεση της Τουρκίας και υλοποιηθεί τελικώς η προσφυγή στο ΔΔΧ, και αν αυτό εκδώσει μια απόφαση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που ικανοποιεί είτε πλήρως είτε σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα, τότε αυτή η (υπερ μας) απόφαση πως μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη, δηλαδή πως μπορεί να ‘‘εκτελεστεί(;), όπως λέμε οι νομικοί.
Με βάση το άρθρο 59 του Καταστατικού του ΔΔΧ οι αποφάσεις του είναι υποχρεωτικές για τα διάδικα μέρη και μόνο για την εκδικασθείσα υπόθεση. Το ζήτημα όμως που προκύπτει είναι τι γίνεται όταν ένα διάδικο στη Χάγη μέρος (εν προκειμένω η Τουρκία) αρνείται να συμμορφωθεί με το διατακτικό της απόφασης του ΔΔΧ.
Σε τούτη την περίπτωση το άρθρο 94§2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προβλέπει ότι ο έτερος διάδικος (δηλ. εδώ η Ελλάδα) δύναται να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο μπορεί, εάν νομίζει τούτο αναγκαίο, να προβεί σε συστάσεις στο μη συμμορφούμενο με την απόφαση του ΔΔΧ κράτος ή να αποφασίσει επί των ληπτέων μέτρων προς εκτέλεση της αποφάσεως. Η εφαρμογή της απόφασης, συνεπώς, (ακόμα κι αν είναι καθολικά υπέρ της Ελλάδος κι ειδικά μάλιστα τότε) είναι ένας ακόμη γρίφος, μια που η Τουρκία πρακτικά δεν μπορεί να πιεστεί να εφαρμόσει κάτι το οποίο δεν θα τη ‘‘συμφέρει’’. Πληροφοριακά, ποτέ (μα ποτέ) μέχρι σήμερα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν ‘‘έλαβε μέτρα’’ κατά κράτους που ‘‘αγνόησε’’ απόφαση του ΔΔΧ…
Μετά και τον… επίλογο, λοιπόν, ίσως διαφάνηκε απ’ όλα τα παραπάνω το συμπέρασμα ότι μάλλον η ‘‘Χάγη’’ δεν είναι δα και η δική μας… ‘‘Ιθάκη’’ στα ελληνοτουρκικά. Αντιθέτως, πιο μεγάλη σημασία για τη δική μας χώρα έχει να σμιλεύσει η Ελλάδα το ορθό αφήγημα στις ελληνοτουρκικές διαφορές, τις οποίες πρέπει να εντάξει σε ένα εθνικό πλαίσιο πολιτικής ‘‘απαλλαγμένο από τις ευκολίες και τις γοητείες του εθνικολαϊκισμού’’, όπως έγραψε και ο Ε. Βενιζέλος στο κυριακάτικο άρθρο του. Μακάρι βέβαια να ήταν τόσο εύκολο να μας λύσει η ‘‘Χάγη’’ το ‘‘πρόβλημα’’ στα ελληνοτουρκικά, αλλά, να ξέρετε, ούτε ως ‘‘λύση’’ ούτε, έστω, ως ‘‘ultimum refugium’’ των ελληνικών στρατηγημάτων διαθέτει τόση ‘‘γοητεία’’, όσο φαίνεται κάποιοι πολιτικοί ή δημοσιολόγοι να της αποδίδουν.
Κατερίνη, 14/12/2019
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science