Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

Η γλώσσα μας είναι τόσο πλούσια και μοναδική, που μερικές λέξεις και εκφράσεις, παρ’ ότι τις χρησιμοποιούμε, ούτε εμείς οι ίδιοι μπορούμε να εξηγήσουμε τι σημαίνουν. Και είναι και αδύνατο να μεταφραστούν σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Μερικά παραδείγματα:

 

Φιλότιμο

Βράσε ρύζι

Κάνει την πάπια

Είναι γάτα

Χτύπα ξύλο

Σιγά τα αυγά

Σιγά τον πολυέλαιο

Να μένει το βύσσινο

Την κάτσαμε τη βάρκα

Κολοκύθια με τη ρίγανη

Κάτσε στ’ αυγά σου

Είναι σαλταρισμένος

Μασάει η κατσίκα ταραμά;

Πάρε το αυγό και κούρεψτο

Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω

Να σου φύγει το καφάσι

Τα φόρτωσε στον κόκορα

Κρέμεται απ’ το βρακί της (!)

Έκλασε η νύφη – σχόλασε ο γάμος

Χαιρέτα μας τον πλάτανο

Την έκανε λαχείο

Το μυαλό σου και μια λίρα

Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες

 

 

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά

Τρεις κι ο κούκος

Τον έφαγε λάχανο

Την πάτησε την πεπονόφλουδα

Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Πάρε τον έναν χτύπα τον άλλον

Το μακρύ του και το κοντό του

Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι

Οι πολλές μαμές βγάζουν το παιδί στραβό

Έκανε μια τρύπα στο νερό

Κάτι τρέχει στα γύφτικα

Έβρεξε καρεκλοπόδαρα

Κάνει τον ψόφιο κοριό

Η τρέλα δεν πάει στα βουνά

Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι

 

 

Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα

Ούτε γάτα ούτε ζημιά

Τι είναι ο κάβουρας και τι είναι το ζουμί του

Γουρούνι στο σακί

Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι

Να μου τρυπήσεις τη μύτη

Καλόμαθε η γριά στα σύκα, θέλει να φάει και τα συκόφυλλα

Πάει ξυπόλυτος στ’ αγκάθια

Όποιος έχει το μαχαίρι τρώει και το καρπούζι

Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα

Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο

Κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι

Καβάλησε το καλάμι

Του ήλθε λουκούμι

Δεν χαρίζει κάστανα

Όχι Γιάννης, Γιαννάκης

Άρες μάρες κουκουνάρες

 

 

Άλλα τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας

Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει

Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα

Αυτά είναι πράσινα άλογα

Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε

Του έψησε το ψάρι στα χείλη

Θα του αλλάξω τα φώτα

Τα βρήκε μπαστούνια

Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς

Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Σιγά τα λάχανα

Τη δάγκωσε τη λαμαρίνα

Να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάννα

Ο παππάς ευλογάει πρώτα τα γένια του

Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος

Τον έπιασαν στα πράσα

Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό