Tαξιδέψαμε στην «κατοικία των θεών», συνοδεύοντας τα μέλη μιας επιστημονικής αποστολής, που ελπίζουν να αποκαλύψουν τα μυστικά της κλιματικής αλλαγής, τα οποία παραμένουν φυλακισμένα σε «αρχαίους» πάγους και αλπικά εδάφη.

Είναι μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα στη θέση Γκορτσιά του Ολύμπου. Ώρα 9 π.μ. και τα μουλάρια του Θοδωρή Ντόση φορτώνονται για τη μεγάλη ανάβαση στο Οροπέδιο των Μουσών. Πρέπει να καλύψουν μια απόσταση 12 χλμ. και μια υψομετρική διαφορά 1.800 μ. μέσα από πυκνά δάση και αλπικές πλαγιές, για να καταλήξουν στα καταφύγια Χ. Κάκκαλος και Γ. Αποστολίδης. Δεν είναι, όμως, μια συνηθισμένη μέρα. Τα μουλάρια δεν κουβαλούν, όπως συνήθως, τα αναγκαία για τη λειτουργία των ορεινών καταφυγίων, αλλά επιστημονικό εξοπλισμό − γεωτρύπανο πάγου, γεννήτρια, σωληνώσεις, αισθητήρες, αεροστεγείς συλλέκτες, υπολογιστές. «Τι άλλο θα με βάλεις να κουβαλήσω;» λέει χαριτολογώντας ο Ντόσης στον παλιό του γνώριμο, Μιχάλη
Στύλλα.

Πρωτεργάτης της μεγάλης επιστημονικής αποστολής που μόλις ξεκινάει, ο Στύλλας καθοδηγεί τη φόρτωση. Ιδιαίτερα αγαπητός στους ανθρώπους του Λιτοχώρου −κι ας μην τους χαρίζεται−, είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τα δεδομένα στον Όλυμπο. Ο γεωλόγος-ερευνητής με την πλούσια δράση στον ορεινό αθλητισμό έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό ως ένας από τους εννέα ορειβάτες οι οποίοι συμμετείχαν στην πρώτη αμιγώς ελληνική αποστολή στο Έβερεστ, το 2004. Αργότερα επέλεξε να μείνει μόνιμα στο καταφύγιο Κάκκαλος, το οποίο ανέλαβε το 2003 μαζί με τον αδελφό του, Αλέξανδρο, συμβάλλοντας στην αναβίωση της παραδοσιακής αναρρίχησης, κάνοντας γνωστό το ορειβατικό σκι σε ένα διεθνές κοινό και πρωτοστατώντας στην ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού στον  Όλυμπο. Παρά τις απαιτούμενες δόσεις αδρεναλίνης που κατανάλωνε για να ζει στα 2.650 μ., παρέμενε ένας βαθιά ανήσυχος επιστήμονας. Το ενδιαφέρον του για τα μόνιμα χιόνια του Ολύμπου τον οδήγησε στη μελέτη εξέλιξης των παγετώνων από την παλαιολιθική εποχή μέχρι σήμερα, μετα-διδακτορική εργασία που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2019. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια συμμετείχε στο φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα «Vanishing Glaciers» (Παγετώνες που εξαφανίζονται) του Ομοσπονδιακού Πολυτεχνείου της Λωζάννης. Για τον σκοπό αυτόν επισκέφτηκε 15 χώρες και 35 ορεινούς όγκους, και μαζί με την ομάδα του χαρτογράφησε και κατέγραψε τη ζωή των βακτηρίων σε πάνω από 170 ποτάμια και ρέματα που τροφοδοτούνται από παγετώνες. Σήμερα επιστρέφει, ως ιθύνων νους της πρώτης μεγάλης διεπιστημονικής αποστολής που έγινε ποτέ στο μυθικό βουνό.

Ένα πολύπλευρο ερευνητικό εγχείρημα

Η χιονότρυπα του Ολύμπου, όπως ονομάζεται το ανεξερεύνητο σπήλαιο στη θέση Ζωνάρια, είναι το αντικείμενο μελέτης του διεθνούς προγράμματος PalΑeolus, που στοχεύει στην αναπαράσταση του παλαιοκλίματος και της ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Κύριος στόχος είναι να μελετηθεί ο μόνιμος πάγος του σπηλαίου και τα ευρήματα να ανασυνθέσουν το κλίμα, ιδανικά των τελευταίων 5.000 ετών. Της ομάδας ηγείται ο σπηλαιολόγος, παλαιοκλιματολόγος και γεωμορφολόγος Aurel Persoiu της Ρουμανικής Ακαδημίας Επιστημών, με τον Μιχάλη Στύλλα και άλλους σπουδαίους ερευνητές διεθνούς εμβέλειας να διευρύνουν τους ορίζοντες του μοναδικού για τα ελληνικά δεδομένα εγχειρήματος με την καθαυτό εξερεύνηση του σπηλαίου, όπως και την έρευνα της γεωμορφολογίας και των αλπικών εδαφών τόσο του Οροπεδίου των Μουσών όσο και των μόνιμα παγωμένων εδαφών (permafrost) στα Μεγάλα Καζάνια. Η έρευνα δεν σταματά στα επιστημονικά δεδομένα που θα προκύψουν. Όπως λέει ο Στύλλας, στόχος είναι να συνδεθεί η κλιματική αλλαγή με την ιστορία και τον πολιτισμό. «Ο Όμηρος αναφέρεται στον Όλυμπο ως “ολολαμπής”. Έβλεπαν, άραγε, κατακαλόκαιρο τους παγετώνες που υπήρχαν εκείνη την περίοδο στο βουνό; Πέφτουν 15.000 κεραυνοί τη σεζόν. Μήπως έτσι κάπως τοποθετήθηκαν οι θεοί εδώ; Μοιάζει με ένα παζλ που, όταν συνδεθούν τα κομμάτια της επιστήμης, της μυθολογίας και της ιστορίας, θα ξέρουμε όχι μόνο τι έγινε στους αρχαίους εκείνους πολιτισμούς, αλλά και γιατί. Οι απαντήσεις θα ρίξουν φως και στη σημερινή εποχή», λέει.

Ένα υπαίθριο επιστημονικό εργαστήρι στα 2.650 μ.

Στους ορειβατικούς κύκλους περιγράφουν πειρακτικά τον Στύλλα ως τον άνθρωπο που κατεβαίνει από το Οροπέδιο του Ολύμπου στο Λιτόχωρο σε μιάμιση ώρα, για να πάρει από το περίπτερο έναν χυμό που επιθύμησε, και να επιστρέφει σε άλλες δύο ώρες, σπάζοντας το ρεκόρ αντοχής. Σήμερα, όμως, τον βλέπω να ανεβαίνει με βήμα αργό, συνοδεύοντας τον Ντόση. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Τα μουλάρια θα κάνουν επτά αναβάσεις μέσα στις επόμενες ημέρες προκειμένου να μεταφέρουν ενάμιση τόνο εξοπλισμού. Κάπου κάπου ψιχαλίζει, αλλά τα ψηλά μαυρόπευκα (Pinus nigra) κρατούν το νερό για τον εαυτό τους. Εξοπλισμός, ζώα και άνθρωποι μένουμε στεγνοί μέχρι την Πετρόστρουγκα στα 1.940 μ., το ενδιάμεσο καταφύγιο μέχρι το Οροπέδιο των Μουσών. Μας περιμένει ζεστό τσάι, φαγητό και λίγη τελευταία ζεστασιά πριν περάσουμε τις επόμενες νύχτες σε αντίσκηνα στους -10 βαθμούς Κελσίου.

Το πρώτο χιόνι της χρονιάς πέφτει τη νύχτα. Όταν φτάνουμε στο Οροπέδιο, μεσημεράκι πια, έχει απομείνει μια λεπτή στρώση − η υπενθύμιση ότι ο χειμώνας πλησιάζει. Ανηφορίζουμε αργά μαζί με παρέες νεαρών. Είναι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι ανεβαίνουν πια στο βουνό! Μαζί κι εμείς και τα μουλάρια, τα καταφέρνουμε μέχρι το καταφύγιο Χρήστος Κάκκαλος. Η ερευνητική ομάδα συναντιέται σε απαρτία. Οι επιστήμονες που δουλεύουν στο πεδίο δεν θυμίζουν σε τίποτα καθηγητές σε αίθουσα διαλέξεων. Οι ερευνητές της γης πρέπει να σηκώσουν τα μανίκια. Ξεπεζεύουν τα μουλάρια, στήνουν τις σκηνές διανυκτέρευσης και θέτουν σε λειτουργία το αρχηγείο τους − μια μεγάλη σκηνή ιγκλού που αποκαλούν dome (θόλος). Εκεί μαζεύεται ο εξοπλισμός, εκεί θα γίνονται οι βραδινές συναντήσεις για την καθημερινή αποτίμηση της δουλειάς.

Την ίδια κιόλας μέρα ξεκινούν οι εργασίες. «Το σχέδιό μας είναι να τρυπήσουμε τον πάγο και να εξαγάγουμε έναν πυρήνα όσο το δυνατόν εις βάθος. Αυτό σημαίνει και όσο το δυνατόν παλαιότερο», μου εξηγεί ο επικεφαλής, Aurel Persoiu. Ακούγεται απλή διαδικασία, αλλά απαιτεί σκληρή δουλειά. Το πρώτο βήμα είναι το «αρμάτωμα» του σπηλαίου και η μεταφορά του γεωτρύπανου και της γεννήτριας στο απομακρυσμένο σημείο, η πρόσβαση στο οποίο γίνεται αποκλειστικά με τα πόδια. Η ομάδα ντύνεται με τις σπηλαιολογικές στολές και φοράει τον εξοπλισμό ασφαλείας − κράνος, μποντριέ, μηχανισμός ασφάλισης. Οι περισσότεροι φορτώνονται στην πλάτη τους σωλήνες που συνθέτουν το γεωτρύπανο. Την πιο δύσκολη εργασία αναλαμβάνουν οι τέσσερις που κουβαλούν τη γεννήτρια − ζυγίζει 60 κιλά και ο όγκος της δυσκολεύει τη μεταφορά της μέσα από τη στενή και απότομη διαδρομή. Το μονοπάτι που ξεκινάει από το καταφύγιο ονομάζεται «κοφτό» – όχι τυχαία, κόβει δρόμο, και αυτό σημαίνει ότι οι κάθετες κλίσεις απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Τα λάθη απαγορεύονται. Με ένα στραβοπάτημα, τα υλικά θα τσουλήσουν στο χάος που ανοίγεται χαμηλότερα.

Ο Γιώργος Σωτηριάδης έχει ετοιμάσει τα υλικά που απαιτούνται για το «αρμάτωμα», δηλαδή τις πλακέτες και τα βύσματα που θα τοποθετηθούν στις πλαγιές της κάθετης σπηλιάς και θα κάνουν ικανή την ασφαλή κατάβαση με σχοινιά. Έμπειρος σπηλαιολόγος, μοναδικός στο είδος του στην Ελλάδα, συνδυάζει τη γνώση κατάβασης, τις εξερευνητικές ικανότητες και την επιστημονική κατάρτιση. Τα υλικά φτάνουν στη βάση του μονοπατιού, από εδώ και πέρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Ένα ζωνάρι ανηφορίζει στην ορθοπλαγιά και καταλήγει σε έναν όρθιο διάδρομο, ένα «λούκι» όπως ονομάζεται στην ορειβατική διάλεκτο. Η γεννήτρια είναι αδύνατον να μεταφερθεί ψηλότερα, κι έτσι αποφασίζεται να παραμείνει σε χαμηλότερο υψόμετρο και να συνδεθεί με δύο διαδοχικές μπαλαντέζες. Η γεννήτρια παραμένει σιωπηλή. Το τρυπάνι νεκρό. Η ομάδα υποχωρεί.

Από την απογοήτευση στην ευφορία και αντίστροφα

Το βράδυ, στο «αρχηγείο» αναλύονται τα πλάνα εναλλακτικής δράσης στο πεδίο. Μαζί με τον Σωτηριάδη, άλλοι δύο σπηλαιολόγοι, ο ερευνητής Γεωμορφολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν Χρήστος Πέννος και ο Δρ. Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Σταύρος Ζαχαριάδης έχουν το ενδιαφέρον τους στραμμένο στη γεωμορφολογία. Μαζί τους βρίσκεται και η Νορβηγίδα καθηγήτρια γεωμορφολογίας Rannveig Ovrerik Skonglund, επίσης από το Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, με ιδιαίτερη γνώση στις γεωμορφολογικές δομές που αφήνουν οι παγετώνες. «Το σπήλαιο είναι δυναμικό, αλλάζει. Ο πάγος, από όταν ήρθαμε πρώτη φορά το 2013, έχει μειωθεί σημαντικά – δείγμα της κλιματικής αλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς το μόνιμο χιόνι λιώνει από έξω προς τα μέσα, δημιουργούνται κενά μεταξύ του πάγου και των τοιχωμάτων, το οποίο θα μας επιτρέψει να κατέβουμε ακόμα πιο χαμηλά», εξηγεί ο Πέννος. Δική τους δουλειά είναι να τοποθετήσουν αισθητήρες που αποθηκεύουν δεδομένα για τη θερμοκρασία και την υγρασία σε βάθος χρόνου, αλλά και μια κάμερα,που θα καταγράφει τις αλλαγές στη μορφολογία του πάγου.

Τις επόμενες δύο ημέρες, τα τεχνικά θέματα επιλύονται. Η ομάδα είναι σκυμμένη στην είσοδο της σπηλιάς. Οι Persoiu, Στύλλας και Ζαχαριάδης βρίσκονται στη βάση του πάγου. Η γεννήτρια παίρνει μπρος και το γεωτρύπανο «ζωντανεύει». Είναι μια μεγάλη στιγμή. Τα πρώτα «καρότα» πάγου είναι στη διάθεση της ομάδας. Το αρχικά δείγματα μαλακού χιονιού δεν ικανοποιούν, στα τέσσερα μέτρα βάθος όμως εντοπίζεται σε έναν πυρήνα δείγματος η ένωση του χιονιού με τον πάγο. Μέσα από τη διαφάνειά του είναι ορατά σκούρα εγκλείσματα –πιθανόν οργανικές ύλες ή άλλα παρόμοια υλικά–, ένα πολύτιμο ερευνητικό υλικό. Τα μηνύματα είναι ελπιδοφόρα.

Σε λίγο το γεωτρύπανο θα σιγήσει και πάλι, λόγω τεχνικού προβλήματος. Την ίδια στιγμή, ο Σωτηριάδης, που συνεχίζει την εξερεύνηση του σπηλαίου, επιστρέφει με κομμένα φτερά. «Τα ασβεστολιθικά πετρώματα του Ολύμπου, σε συνδυασμό με την απουσία επιφανειακής απορροής του νερού, που δείχνει ότι υπάρχει υπόγεια κατείσδυση, μας βεβαιώνουν ότι υπάρχουν βαθιά σπήλαια. Ελπίζαμε ότι θα βρίσκαμε μια από αυτές τις εισόδους, όμως δεν καταφέραμε να κατέβουμε χαμηλότερα», μου λέει αργότερα. Η χαρτογράφηση καταγράφει 32 μ. βάθος, εκ των οποίων τα 26 μ. καλυμμένα με πάγο.

Από το πεδίο στο εργαστήριο

Ο πάγος μεταφέρεται προσωρινά στο ψυγείο του καταφυγίου. Στη συνέχεια θα κοπεί κάθε 10 εκ. και θα τοποθετηθεί σε αποστειρωμένα δοχεία, για να μεταφερθεί σε εργαστήρια της Ελλάδας και του εξωτερικού. «Ο στόχος μας στον Όλυμπο είναι διπλός», επισημαίνει ο Persoiu. «Θέλουμε να αναλύσουμε το νερό από τον πάγο, το οποίο θα μας δώσει στοιχεία για την κλιματική αλλαγή. Παράλληλα, αναζητούμε πληροφορίες για τη μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα, καθώς ντόπιοι ορειβάτες αναφέρουν ότι στα τέλη του χειμώνα το βουνό καλύπτεται από ένα κόκκινο στρώμα. Μέσα από την ταυτοποίηση και τη χρονολόγηση θα ελέγξουμε αν υπήρξαν αλλαγές στη συχνότητα ή στην ένταση των νότιων ανέμων που φέρνουν τη σκόνη από την έρημο».

Όλα ξεκινούν από τον προσδιορισμό της ηλικίας του πάγου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται οργανική ύλη που έχει παγιδευτεί μέσα του, όπως κομμάτια ξύλου, φύλλα ή περιττώματα νυχτερίδας, τα οποία αναλύονται με τη μέθοδο του άνθρακα 14. Στη συνέχεια αναλύεται το νερό –από τον πάγο– με ισότοπα οξυγόνου και υδρογόνου, με τα οποία εξάγονται συμπεράσματα για το πώς αλλάζει η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε βάθος χρόνου. Συνδυάζοντας τα ισότοπα οξυγόνου και υδρογόνου, εξάγεται επίσης μια δεύτερη παράμετρος, που ονομάζεται περίσσεια δευτερίου –ένα από τα ισότοπα υδρογόνου–, η οποία υποδεικνύει την πηγή της υγρασίας. Έτσι, εάν υπάρχουν χαμηλές τιμές, είναι ένδειξη υγρασίας που προέρχεται από ψυχρή και υγρή περιοχή, που σε αυτό το μέρος του κόσμου είναι ο Βόρειος Ατλαντικός. Εάν οι τιμές είναι υψηλότερες, η πηγή του νερού τροφοδοτείται από βροχοπτώσεις θερμές και εξαιρετικά εξατμιζόμενες, που παραπέμπουν στο Αιγαίο πέλαγος. Με λίγα λόγια, προσδιορίζεται αν οι άνεμοι που επέδρασαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο κλίμα είναι δυτικοί ή νότιοι. Αντίστοιχη έρευνα με ισότοπα στρoντίου γίνονται για την προέλευση της σκόνης της Σαχάρας.

Παράλληλα με την έρευνα του Persoiu, ο καθηγητής Ορυκτολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θανάσης Γκοντελίτσας, ερευνά τα στερεά συστατικά που εντοπίζει. «Ο πάγος είναι ένα αρχείο πληροφοριών που δεν βρίσκεις σε άλλα υλικά της γης. Στο επίκεντρο της δικής μου εργασίας βρίσκονται αυτά τα υλικά: ποια είναι, πόσων ετών και από πού προέρχονται». Η διαδικασία που ακολουθείται έχει ως εξής: το υγρό που προκύπτει από το λιώσιμο του πάγου φιλτράρεται –όπως ο καφές– και στη συνέχεια συλλέγονται τα στερεά αιωρούμενα σωματίδια. Ανάλογα με το μέγεθός τους, από χιλιοστά μέχρι νανόμετρα, εξετάζονται με οπτικά και ηλεκτρονικά μικροσκόπια προκειμένου να ταυτοποιηθούν. «Όσο πιο μικρό είναι το μέγεθός τους, τόσο πιο δύσκολο είναι να τα εντοπίσεις, αλλά τόσο πιο ενδιαφέρον γίνεται επιστημονικά. Τα μικροσκοπικά σωματίδια μεταφέρονται συνήθως με τον αέρα από απομακρυσμένα μέρη και δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σε συνδυασμό με τη χημική τους σύσταση. Εάν, για παράδειγμα, κάποιο από αυτά έχει πυρίτιο, αλουμίνιο, μαγνήσιο, μπορεί να είναι ηφαιστειακό γυαλί. Κάποιο σωματίδιο που μπορεί να ταξίδεψε πριν από 3.600 χρόνια, από την έκρηξη της Σαντορίνης, και φυλακίστηκε εδώ», αναφέρει.

Τα ευρήματα στον πάγο θα επιβεβαιωθούν από μια παράλληλη μελέτη των Στύλλα και Γκοντελίτσα σε δείγματα που συνέλεξαν από αλπικά εδάφη του Οροπεδίου των Μουσών και πετρώματα του Ολύμπου στα οποία αναζητούνται ζιρκόνιο, σκάνδιο, θόριο, χρώμιο και νικέλιο. «Ο εντοπισμός των στοιχείων αυτών θα μας υποδείξει την καταγωγή των γεωλογικών υλικών και θα δημιουργήσει συνδέσεις με γεωμορφολογικές και κλιματικές αλλαγές μέσα στον χρόνο. Είναι υλικά που προέρχονται από παλιότερες ανθρωπογενείς διαδικασίες, όπως για παράδειγμα τα εργαστήρια χαλκού της Πιερίας; Ή μπορεί ακόμα και να επιβεβαιώσουν μυθολογικές εικασίες, όπως η πτώση αστεροειδών ή μετεωριτών στην περιοχή;» αναρωτιέται ο Γκοντελίτσας.

Η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη δημιουργίας ενός ερευνητικού κέντρου

Τα πρώτα αποτελέσματα της πολυσύνθετης επιστημονικής έρευνας αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον, αρχής γενομένης από το τέλος του χρόνου. Το πιο σημαντικό ερώτημα που θα ήθελε να απαντήσει η πολλά υποσχόμενη εξερεύνηση είναι κατά πόσον η κλιματική αλλαγή είναι φυσικό ή ανθρωπογενές φαινόμενο. Καθώς τα σχετικά δημοσιευμένα αποτελέσματα στην Ελλάδα είναι ελάχιστα και περιορίζονται στην Πελοπόννησο και σε ορισμένες ορεινές βόρειες περιοχές, η μελέτη του Ολύμπου αναμένεται να ανοίξει νέα παράθυρα στη γνώση. «Σε ρωτάνε, τι θα γίνει στο μέλλον; Το έχουμε πειράξει το κλίμα; Μέσα σου λες, σίγουρα», αναφέρει ο Στύλλας. «Έχουμε βάλει μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα. Όμως, επειδή η φύση έχει την τάση να έρχεται σε ισορροπία, δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύ το έχουμε πειράξει. Όταν όμως καταγράψεις τον φυσικό ρυθμό, τότε καταλαβαίνεις τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Μπορεί, για παράδειγμα, να πεις ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχουν ξηροί χειμώνες, έχουμε ιστορικά τεκμήρια πως όταν έφυγε ο Άγιος Διονύσιος από τη Μονή, το 1540 μ.Χ., είχε ξεραθεί ο Ενιπέας. Δηλαδή, υπήρχαν ακραία φαινόμενα και πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτή τη στιγμή έχουμε μπροστά μας μια βεντάλια με σενάρια που έχουν σημαντικές αποκλίσεις. Στόχος είναι να καταγράψουμε τον φυσικό ρυθμό σε τοπικό επίπεδο και να κάνουμε συνδέσεις με τους πολιτισμούς της εποχής», τονίζει.

Η έρευνα δεν τελειώνει εδώ. Ο Στύλλας μού μιλάει για την απουσία ενός κέντρου έρευνας του ορεινού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, με την εξαίρεση κάποιου σημαντικού έργου που γίνεται στο Μέτσοβο, αλλά και για τις εμπειρίες που είχε από τα τέσσερα χρόνια επιστημονικών αποστολών στα καταφύγια της Νέας Ζηλανδίας, της Γροιλανδίας και του Εκουαδόρ, που λειτουργούσαν ως επιστημονικοί σταθμοί. «Η περιοχή του Ολύμπου υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι παλαιολιθικοί και νεολιθικοί πολιτισμοί δεν γνώριζαν τι θα πει σύνορα. Σήμερα, στην κοινή ιστορία μας με τους λαούς της Βαλκανικής και της Τουρκίας προστίθενται και τα κοινά περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα. Στο πλαίσιο αυτό, επόμενος στόχος μου είναι να ιδρυθεί ένα Κέντρο Μελετών του Αλπικού Περιβάλλοντος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με έμφαση στις φυσικές καταστροφές και στην ορεινή τουριστική ανάπτυξη», εξηγεί.

Περπατώντας μαζί με την επιστημονική ομάδα στις ψηλές πλαγιές του Ολύμπου αυτές τις φθινοπωρινές ημέρες, γυρνώ κάποιες στιγμές και βλέπω όλη την Ελλάδα με ένα βλέμμα. Σε ένα φωτογραφικό κάδρο χωρούν οι ψηλές κορυφές, η εύφορη πεδιάδα και το Αιγαίο. «Ο Όλυμπος είναι η κεραία στο τοπίο που περιγράφεις», μου λέει ο Στύλλας. «Δέχεται αφρικανική σκόνη, λαμβάνει αέρια ρύπανσης από τα Βαλκάνια, επηρεάζεται από όξινη βροχή, αποτελεί δείκτη της επάρκειας των νερών και ταυτόχρονα έχει ιστορικό και μυθολογικό βάρος. Πιστεύω πως δεν θέλουμε πιο πολλούς τουρίστες, θέλουμε πιο πολλούς επιστήμονες», καταλήγει.

Επίμετρο

Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα εργάζεται πυρετωδώς προς την κατεύθυνση της τεκμηρίωσης της αλλαγής της γεωλογικής περιόδου από την Όλοκαινο στην Ανθρωπόκαινο. Πως έχουμε, δηλαδή, μπει στην εποχή που η ανθρώπινη όχληση υπερτερεί των άλλων γεωλογικών δυνάμεων. Κατά τη σύντομη παραμονή μας στον Όλυμπο παρατηρήσαμε πως ο αριθμός των κινητών που φορτίζουν στο παράθυρο του καταφυγίου πριν επιδοθούν στην επόμενη σέλφι/check in είναι, ίσως, περισσότερα από τα μπατόν και τα κράνη που είναι κρεμασμένα στην είσοδο του Κάκκαλου και αποσκοπούν στην εξερεύνηση. Περί τα 200 άτομα μετρήσαμε να ανεβαίνουν στο Οροπέδιο των Μουσών από την Γκορτσιά το απόγευμα της κατάβασής μας. Ο απολογισμός του Σαββατοκύριακου ήταν ένας νεκρός και ένας τραυματίας. Εάν κάποιοι ερμηνεύουν την Ανθρωπόκαινο περίοδο ως την εποχή της θριαμβικής επικράτησης του ανθρώπινου είδους, το αντίθετο μάλλον φαίνεται πιο ακριβές: χωρίς επιστημονική μελέτη, σχεδιασμό και κατάλληλες βιώσιμες υποδομές, οι άνθρωποι θα κάνουν το βουνό –και τον πλανήτη– ανυπόφορο.

Σταύρος Ζαχαριάδης, ΔΡ. αρχαιολογίας, ΑΠΘ

Η ιστορία διδάσκει ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να φέρει έναν νέο Μεσαίωνα
«Ο 7ος και ο 8ος αιώνας είναι ο Μεσαίωνας της ανατολικής βυζαντινής αυτοκρατορίας και η σύγχρονη έρευνα υποστηρίζει πως αυτό σχετίζεται με μια έντονη και πολύ γρήγορη αλλαγή του κλίματος. Σε μια εποχή που η ζωή των ανθρώπων ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αγροτική παραγωγή και κατ’ επέκταση με τη φύση, οι καινούργιες συνθήκες προκάλεσαν ακραία φτώχεια και ασθένειες που ξεκλήρισαν σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Η κοινωνία μεταβάλλεται ραγδαία και κανείς δεν μένει αλώβητος. Η ανώτερη οικονομική τάξη καταρρέει και ένα ντόμινο εξελίξεων διαμορφώνει μια καινούργια πραγματικότητα. Άραγε, πόσο κοντά είμαστε σήμερα σε έναν καινούργιο Μεσαίωνα, με την κλιματική κρίση και μια νέα πανδημία να σαρώνουν τον πλανήτη; Η ιστορία φαίνεται πως επαναλαμβάνεται. Άραγε έχουμε διδαχτεί αρκετά από αυτήν;»

Χρήστος Πέννος, ερευνητής Γεωμορφολογίας, Πανεπιστήμιο Μπέργκεν

Ο κίνδυνος της λειψυδρίας είναι πλέον ορατός
«Στη χώρα μας οι μοναδικοί παγετώνες που υπάρχουν εντοπίζονται σε μικρού μεγέθους σπήλαια. Σας διαβεβαιώνω ότι είναι τρομακτικό για εμάς τους σπηλαιολόγους να βλέπουμε την ταχύτητα με την οποία λιώνουν οι πάγοι, γιατί μας κάνει να φανταζόμαστε τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν για πολλούς οργανισμούς. Η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός. Δυστυχώς, όμως, είναι και μόδα. Ακόμα και οι εταιρείες τη χρησιμοποιούν για διαφημιστικούς σκοπούς, εμποδίζοντας τον κόσμο να αντιληφθεί τι σημαίνει πρακτικά για τη ζωή του. Κανείς δεν συζητάει για την επίδραση που θα έχει στο νούμερο ένα κοινό αγαθό: το νερό. Το 50-60% αυτού που πίνουμε στην Ελλάδα προέρχεται από καρστικά συστήματα, δηλαδή από σπήλαια. Ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος και ακόμα μεγαλύτερος στα συστήματα της Μεσογείου που θα επηρεαστούν. Ξεκάθαρα θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα στη χώρα μας».

Anne Viry Babel, σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ

Τις εξελίξεις της επιστημονικής έρευνας καταγράφει η Γαλλίδα σκηνοθέτις στο ντοκιμαντέρ Τα μυστικά του Ολύμπου (Τhe secrets of mount Olympus). «Άρχισα να κινηματογραφώ και να εξερευνώ τον Όλυμπο το 2013 και από τότε έχω ανέβει στο βουνό αμέτρητες φορές. Μαζί ερευνώ και τους μύθους που τον περιστοιχίζουν. Στόχος του νέου μου ντοκιμαντέρ, σε συνεργασία με το ΑRTE, είναι να συνδέσω στοιχεία της αρχαίας μυθολογίας με στοιχεία παρατήρησης και επιστημονικά δεδομένα. Όπως, για παράδειγμα, η έντονη δραστηριότητα των κεραυνών, οι αρχαίοι άνεμοι και πώς αντιστοιχούν σε θεούς και τέρατα, η αστροφωτογραφία και ο μύθος της γέννησης του γαλαξία, η μυστικιστική και φυσική ομορφιά του βουνού που προσφέρει μια μοναδικότητα, αλλά και στοιχεία έμπνευσης, όπως ο θρόνος του Δία».

Αurel Persoiu, επικεφαλής ερευνητικού προγράμματος palαeolus

Τι είναι το PalΑeolus
«Στόχος του ερευνητικού προγράμματος είναι να ανακατασκευάσει το κλίμα των τελευταίων 5.000 ετών στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η έρευνα γίνεται μέσα από γεωτρήσεις σε σπήλαια, σπηλαιοαποθέσεις –σταλακτίτες και σταλαγμίτες– και λιμνοθάλασσες στη Ρουμανία, στη Σλοβενία, στην Κροατία και στην Ελλάδα. Στις λιμνοθάλασσες αναζητούμε την άμμο που έχουν φέρει οι άνεμοι κατά τη διάρκεια σφοδρών καταιγίδων από τη θάλασσα προς την ακτή και στα σπήλαια αναλύεται το νερό από πάγους σε σπηλιές. Στην Ελλάδα η έρευνα επικεντρώνεται σε σπήλαια στο Φαλακρό, στα Λευκά Όρη, στον Όλυμπο, στο δέλτα του Πηνειού και του Νέστου, καθώς και στη λίμνη Κορρισίων στην Κέρκυρα. Ανακατασκευάζοντας το κλίμα τοπικά, θα βρούμε μοτίβα που θα μας οδηγήσουν σε ένα περιφερειακό μοντέλο που θα δώσει στοιχεία για την ατμοσφαιρική κυκλοφορία και θα ελέγξει κατά πόσο τα παλαιο-δεδομένα μιμούνται τα σημερινά».

Πηγή: kathimerini.gr (Νατάσσα Μπλάτσιου)