Εθνική Εορτή της Πορτογαλίας, με αφορμή τον θάνατο του ποιητή Λουίς ντε Καμόενς
Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης.
Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης. Με το επικό του ποίημα «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που ολοκλήρωσε το 1572, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Πορτογάλων.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς (Luís Vaz de Camões) γεννήθηκε το 1524 ή 1525 στην Λισαβώνα ή στην Κοίμπρα και ήταν γιος ενός ξεπεσμένου αριστοκράτη, του Σιμάο Βαζ ντε Καμόενς. Απέκτησε ευρεία μόρφωση, σπουδάζοντας αρχικά σε μοναστήρια με Ιησουίτες μοναχούς και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο της Κοίμπρα, από το οποίο δεν φαίνεται να έλαβε πτυχίο. Γνώριζε πολύ καλά και από το πρωτότυπο τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.
Ως χαρακτήρας ήταν ευθύς, οξύθυμος, ενθουσιώδης και εχθρός της αδικίας, την οποία καυτηρίαζε. Οι ιδιότητές του αυτές του στοίχισαν πολλές περιπέτειες, καταδιώξεις και δυστυχίες. Υπηρετώντας τον βασιλιά Ζοάο Γ’ (Ιωάννη Γ’) φαίνεται ότι μπλέχτηκε σε ερωτικές περιπέτειες με την κυρία επί των τιμών Αικατερίνη και την αδελφή του βασιλιά Μαρία, με αποτέλεσμα να βρεθεί να πολεμά του μουσουλμάνους στη Θέουτα του σημερινού Μαρόκου. Το 1549 σε μία μάχη έχασε το δεξί του μάτι.
Χάρις στις ισχυρές του διασυνδέσεις στο παλάτι, επανήλθε στην πατρίδα και άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1551 φυλακίστηκε επί οκτάμηνο, επειδή τραυμάτισε έναν ευγενή σε μονομαχία εν μέση οδώ. Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή σε ταραχές κατά του βασιλιά. Κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του, ο Ιωάννης του έδωσε χάρη, με την προϋπόθεση να υπηρετήσει το στέμμα για τρία χρόνια στο εξωτερικό.
Τον ίδιο χρόνο αναχώρησε για την Γκόα της Ινδίας, που ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Κατά την εκεί παραμονή του συμμετείχε σε διάφορες μάχες με τον στρατό του βασιλιά, ενώ φυλακίστηκε για λίγο λόγω χρεών. Μετά το τέλος της αναγκαστικής του υπηρεσίας τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στο Μακάο, αποικία των Πορτογάλων στη νότια Κίνα. Ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή των πολύτιμων αντικειμένων των νεκρών στρατιωτών, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος για ατασθαλίες, μάλλον από διαβολή. Επιστρέφοντας στην Γκόα για να υπερασπίσει τον εαυτό έπεσε σε τρικυμία στον ποταμό Μεκόνγκ της Καμπότζης. Μόλις που κατόρθωσε να σώσει τα χειρόγραφα των «Λουσιάδων», αλλά έχασε την Κινέζα ερωμένη του, η οποία πνίγηκε.
Τελικά, αθωώθηκε και στη συνέχεια περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη. Εκεί γνωρίστηκε με τον ιστορικό Ντιόγο ντε Κόουτο, ο οποίος τον βοήθησε να επιστρέψει στην πατρίδα. Μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, το 1570, του παρασχέθηκε μία μικρή χορηγία για τις υπηρεσίες του από τον βασιλιά Σεμπαστιάο (Σεβαστιανό).
Το 1572 εξέδωσε το μνημειώδες ποίημά του «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που είναι το αφετηριακό έργο της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10 άσματα (cantos), με συνολικά 1.102 οκτάστιχες ομοιοκαταληκτικές στροφές. Θέμα του, ένα ιστορικό γεγονός: το ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, στα τέλη του 15ου αιώνα.
Η πλοκή του ποιήματος κινείται τόσο σε ιστορικό, όσο και μυθολογικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των θεών του Ολύμπου, που συσκέπτονται για να καθορίσουν την τύχη της αποστολής. Η Αφροδίτη είναι θερμή συμπαραστάτιδα των Πορτογάλων, ενώ ο Βάκχος είναι εναντίον τους. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με διάφορα επεισόδια (έρωτες, μάχες, θύελλες, τρικυμίες), που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι «Λουσιάδες» είναι το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Καμόενς εν ζωή και το αφιέρωσε στον ευεργέτη του, βασιλιά Σεβαστιανό, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο το 1578.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς πέθανε στις 10 Ιουνίου 1580 στη Λισαβώνα, εξαιτίας της κλονισμένης του υγείας από τις κακουχίες. Μετά τον θάνατό του είδαν το φως της δημοσιότητας τρία θεατρικά έργα του – «Anfitrioes» («Αμφιτρύονες»), «Filodemo» («Φιλόδημος»), «El Rei Seleuco» («Ο βασιλιάς Σέλευκος») – και σκόρπια ποιήματα του, που συγκεντρώθηκαν σ’ ένα τόμο υπό τον τίτλο «Rimas» («Ρίμες»).
Η στιχουργική του συγκρίνεται με αυτή του Ομήρου, του Βιργιλίου, του Σέξπιρ και του Δάντη. Στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως οι Τορκουάτο Τάσο, Λόπε ντε Βέγκα, Μίλτον, Γκέτε, Μπάιρον και Χέρμαν Μέλβιλ.
Στα ελληνικά, το επικό ποίημα του Καμόενς μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1902 από τη Σοφία Γιώτη, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειας «Ήλιος» (τ. 10, σελ.163). Σήμερα γνωρίζουμε μόνο τη μετάφραση του α’ άσματος από τον Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστο Χρηστοβασίλη (1861-1937). Δημοσιεύτηκε το 1905 στο περιοδικό τέχνης «Πινακοθήκη».
Πηγή:sansimera.gr