«Αποφασίσας να μεταποιηθώ εις άνθρωπον του κόσμου, εσκέφθην ότι θα ήτο καλόν ν΄αρχίσω με την βοήθειαν του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος θα ημπορούσε να με βαπτίση εις μονταίν αφού είνε βαπτιστής.

-Και η κοσμικότης έχει μέθοδον, μου είπε κάποιος άνθρωπος του κόσμου εξ επαγγέλματος. Χρειάζεται ένα είδος διπλογραφίας, Πρέπει να κρατήσης περίπου βιβλία. Έχεις απόλυτον ανάγκην κάποιων υπολογισμών, λογαριασμών και τα ρέστα.

»Παραδείγματος χάριν, αύριον είνε του Αγίου Ιωάννου. Πρέπει να υπολογίσης εις πόσους Γιάννηδες θα κάμης επισκέψεις, πόσον θα καθίσης στον καθένα… Έπειτα θα κρατήσης λογαριασμό σε ποιους επήγες, για να ιδής ποιοί θα σου ανταποδώσουν την επίσκεψιν όταν δοθή ευκαιρία…

-Σαν πολλά είνε. Δεν μου τα γράφεις;

-Ωραίον άνθρωπο του κόσμου θα κάμης! Περιττόν να σου τα γράψω. Ο σκοπός είνε να σου κόβη λιγάκι. Λοιπόν, ανακεφαλαίωσις:

-Διπλογραφία… Υπολογισμοί, λογαριασμοί… Πόσοι Γιάννηδες είνε. Πόσο θα καθήσω στον καθένα… Πόσοι θα μου έρθουν…

-Καλά, τα ξέρεις…

 

 

Εφόρεσα την ζακέτταν μου, η οποία είνε η τελευταία λέξις του συρμού της 23 Ιουλίου 1887, πίλον ημίψηλον με πέντε ακτίνας, εφόρεσα γάντια και αφού παρατηρήθην εις τον καθρέπτην ήρχισα να λογαριάζω:

Ο Γιάννης ο Καλάς, ο Γιάννης ο αδελφός της Τιτίκας, ο κ. Ιωάννης της κ. Ευδοξίας, ο Γιαννάκης του Περικλή, ο Γιάγκος της Κατίνας, ο Γιούλης της Φιφής, ο Γιαννάκος ο Σατωβριάνδος, ο Ζαν της Κλαίρης…

Άθροισμα: Οι Γιάννηδες εβγήκαν ογδοήντα επτά. Από πέντε λεπτά της ώρας ο καθένας μας κάνουν 465 λεπτά, ήτοι ώρας επτά και ένα τέταρτον.

 

 

Ο γύρος ήρχισεν εις τας δύο το απόγευμα. Εβροντήχθην από τα Πετράλωνα εις του Τσακογιάννη, από την οδόν Κηφισσίας εις τον παλαιόν σταθμόν του σιδηροδρόμου Αττικής και από τα Αναφιώτικα μέχρι του Αγίου Λουκά των Πατησίων.
Ώρα ενάτη και είκοσι πέντε. Έφθασα εις το σπήτι μου, έχων ανάγκην συντόνου ιατρικής περιθάλψεως. Εξηπλώθην εις το κρεββάτι μου, διέταξα τον υπηρέτην μου να μη μ΄ενοχλήση και την υπηρέτριάν μου να βάλη το ξυπνητήρι διά τας οκτώ το πρωί της δωδεκάτης Ιανουαρίου.

 

 

Εν τούτοις, ενώ ο υπηρέτης μου μ΄εσκέπαζε, μου εψιθύρισε μειδιών με πικρίαν.

-Στην κυρία Ιωάννα θα πήγατε βέβαια να την χαιρετήσετε.

-Στην Ιωάννα;

Διάβολε! Είχα ξεχάσει την Ιωάννα. Την Ιωάννα που αγαπώ μέχρι τρέλλας. Διάβολε, παραιτούμαι από άνθρωπος του κόσμου. Δεν είμαι από αυτήν την πάστα. Ετελείωσε!…».

(Καιροί, 1914, Φιλέας Φογγ)

 

Και διά την αντιγραφή:

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος- Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς

 

 

 

Πηγή: protothema.gr