Του Γ. Τεκίδη
«Η μικρά Ελλάς διαχρονικά είχε την χρεία ισχυρού προστάτη ίνα υπερασπίσει τα δίκαια του, την ιδίαν του ύπαρξη, από τους εχθρούς που την περιβάλλουν και την επιβουλεύονται».
Η φράση είναι από ομιλία στην επαρχία σημαίνοντος στελέχους της μετεμφυλιακής ΕΡΕ. Μία φράση που υπήρξε μέχρι και σήμερα αξίωμα, δόγμα και δείχνει απλά και ξεκάθαρα πως αντιλαμβάνεται η εγχώρια δεξιά, μαζί και το ακραίο εθνικιστικό της τμήμα το μέγα θέμα της εξωτερικής μας πολιτικής, τις συμμαχίες και τις προτεραιότητες. Στόχοι και επιδιώξεις μεσοπρόθεσμες ή και μακροπρόθεσμες, σχεδιασμός για την χάραξη μιας πολυδιάστατης, ενεργητικής πολιτικής για την γειτονιά μας, αλλά και ευρύτερα στον υπόλοιπο κόσμο, είναι λέξεις και έννοιες άγνωστες για την δεξιά και κατατάσσονται δευτερεύουσες ως προς την αξία τους.
Αντίθετα προτεραιότητα αδιαπραγμάτευτη και αξία απρόσβλητη για αυτήν υπήρξε η ανεύρεση του ισχυρού, του προστάτη, αυτού που πάνω του στηρίζουμε όπως έλεγε και ο πολιτευτής της την «Ιδίαν μας ύπαρξη». Για να το πούμε πιο απλά και λαϊκά, η γνωστή φράση των παιδικών χρόνων, όταν πάνω στο παιχνίδι κάποιος μας παρενοχλούσε ή μας φόβιζε και αναζητούσαμε την υποστήριξη ενός μεγαλύτερου από εμάς και πιο δυνατού «θείο, θείο αυτός μας πειράζει» έγινε για την δεξιά από συστάσεως του Ελληνικού κράτους, νόμος, και ανάγκη ασυζήτητη. Έτσι πορευτήκαμε δεκαετίες, έτσι έμειναν φράσεις χαρακτηριστικές στην νεώτερη πολιτική μας ιστορία, από το «Στρατηγέ ιδού ο στρατός σας» του απευθυνόμενου στον Αμερικανό στρατηγό Βαν Φλιτ, Π. Κανελλόπουλου, μέχρι το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνστ. Καραμανλή.
Ποτέ δεν απασχόλησε και σε καμία περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη δεξιά, η ενεργοποίηση του διπλωματικού μας σώματος και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός με συγκεκριμένους στόχους, για την εξασφάλιση συμμαχιών και πέραν των γνωστών, την έγκαιρη και πειστική ενημέρωση για τα προβλήματα με τους γείτονες μας. Ποτέ δεν προβλέψαμε, σπάνια και σε καιρούς σχετικής ηρεμίας στη γειτονιά μας δεν πήραμε τις ανάλογες πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση τουλάχιστον της κατανόησης συμμάχων και μη, για προβλήματα που δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν.
Κανόνας και συνταγή δοκιμασμένη στο χρόνο για όλα αυτά ήταν και είναι «αφήστε τα, μη τα ακουμπάτε ή και το πάμε και θα δούμε». Σήμερα εισπράττουμε τα επίχειρα αυτής της πολύχρονης και αλόγιστης τακτικής, της ανυπαρξίας διπλωματικών πρωτοβουλιών στον καιρό τους, της ένταξης του αναντικατάστατου έργου του υπουργείου εξωτερικών στην καθημερινή ρουτίνα ενός οποιουδήποτε υπουργείου.
Εκείνο που απασχολούσε την δεξιά πάντα σε αυτόν τον τομέα και ειδικά τους υπηρετούντες στο συγκεκριμένο υπουργείο ήταν, αν είναι δικοί τους και πρόθυμοι να πειθαρχήσουν στα κελεύσματα της. Αξίες, εργασία, πρωτοβουλίες που αποδεδειγμένα υπηρετούν και προάγουν τα εθνικά συμφέροντα πηγαίνουν στα αζήτητα. Αντίθετα οι ημέτεροι απολαμβάνουν την ησυχία τους, τις καλύτερες θέσεις και τον αδιάλειπτο ύπνο τους.
Υπήρξαν περίοδοι αναλαμπών έναντι αυτής της παραλυτικής και αντιπατριωτικής στην ουσία συμπεριφοράς και στάσης στα εθνικά μας ζητήματα. Το «η Ελλάδα στους Έλληνες» του Α. Παπανδρέου, η αμφισβήτηση των όσων μέχρι τότε ίσχυαν στις σχέσεις μας με τους συμμάχους, η για πρώτη φορά στη πράξη ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα, τόσο στα Βαλκάνια, όπου πρωταγωνίστησε με την αναγνώριση και του διεθνούς παράγοντα, όσο και ευρύτερα με τις μεσογειακές χώρες, είναι δείκτες προς σύγκριση.
Σύγκριση που αποβαίνει από μόνη της σε βάρος της πάγιας αυτοκαταστροφικής τακτικής της δεξιάς. Της δεξιάς και ιδιαίτερα της ακροδεξιάς της ενδεδυμένης με τον… υπερπατριωτικό μανδύα και την…ανεπιτήδευτη λατρεία για την πατρίδα. Της δεξιάς που σήμερα κυριαρχείται από την ακροδεξιά την συνδεδεμένη κατά τα άλλα με κάθε προδοσία που στοίχισε στην χώρα ανεπούλωτες πληγές.