Γ. Τεκίδης: Πρόδρομος του φασισμού ο νεοφιλελευθερισμός
Του Γ. Τεκίδη
Ημέρα αντιφασιστικής νίκης η 9η Μαΐου που θα γιορτάσουμε αύριο. Είναι η μέρα του σωτήριου έτους 1945, όταν η φασιστική κτηνωδία, αφού βύθισε στο αίμα, την καταστροφή και τον ανείπωτο πόνο τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών, κατέθετε τα όπλα. Ήταν τότε που το απάνθρωπο κτήνος στους τελευταίους του σπασμούς βρυχήθηκε «θα γυρίσουμε και η γη θα τρέμει». Ήταν τότε όπως και κάθε χρόνο που η απάντηση όλης της οικουμένης από άκρο σε άκρο υπήρξε και είναι ομόθυμη: ποτέ πια φασισμός, όχι στη λήθη, επαγρύπνηση και αγώνας για να μην βρικολακιάσει και πάλι η κόλαση.
Κάποιοι δυστυχώς σήμερα, που δεν είναι και λίγοι, θέλουν να ξεχάσουν, κάποιοι βάλθηκαν να αναθεωρήσουν την ίδια την ιστορία και την συντριπτική πραγματικότητα των ανείπωτων εγκλημάτων των ναζί, των συνυφασμένων με την ιδεολογική τους βαρβαρότητα. Είναι και αυτοί που εκ πεποιθήσεως όντας ιδεολογικοί απόγονοι του ναζισμού ξεδιάντροπα πλέον και χωρίς προσχήματα προπαγανδίζουν τον φασισμό και την έλευσή του, ως σωτηρία για την κοινωνία. Μάλιστα οι τελευταίοι δημόσια με στεντόρεια τη φωνή και απίστευτη υποκρισία αποκηρύσσουν τον φασισμό, τον ρατσισμό και όλα τα φασιστικά παρεπόμενα τα οποία δεν… τους αφορούν, βαφτίζοντας τις ακραίες και δυσώδεις απόψεις τους ως ατομικό τους δικαίωμα που εγγυάται η δημοκρατία. Την δημοκρατία που έχουν αναγορεύσει ως τον κύριο και καθοριστικό τους αντίπαλο. Το κοινοβούλιο και τη δημοκρατία που θέλανε να ευτελίσουν και διακωμωδήσουν τα χρυσαυγίτικα μιάσματα με τη σβάστικα στο μπράτσο, πρόσφατα και στην πατρίδα μας.
Στη λήθη και τον εφησυχασμό πατά σήμερα η επανεμφάνιση του ναζιστικού κτήνους. Στις ισοπεδωτικές κοινωνικά θέσεις της ακραίας δεξιάς της μεταμφιεσμένης σε νεοφιλελευθερισμό, στις σχολές όπως αυτής του Σικάγου, που δεν αναγνωρίζει ανθρώπους και ανάγκες, παρά μόνο νούμερα και οικονομικά μεγέθη που πρέπει να θριαμβεύουν απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, η αξία της οποίας πρέπει να μηδενιστεί. Εκεί, σε αυτές τις σχολές και σε αυτές τις θεωρίες βρίσκει καταφύγιο, πολιτική στέγη και τροφή ο ναζισμός. Το «ποτέ πια…» ακούγεται σήμερα παρωχημένο και ντεμοντέ για τους θιασώτες, προπαγανδιστές του ακραίου οικονομικού ολοκληρωτισμού. Του φινετσάτου και χαμογελαστού ολοκληρωτισμού, στον οποίο δεν υπάρχει θέση για τις ανθρώπινες ανάγκες, ούτε απάγκιο και ηρεμία για τους απόμαχους αυτής της ζήσης, μήτε προοπτική για τους νέους και τις νέες. Αυτούς ο νεοφασισμός τους φαντασιώνεται σαν τα σύγχρονα υποζύγια αυγάτισης του πλούτου της εγχώριας και διεθνούς οικονομικής ελίτ.
Ποιος να το φανταστεί στο έμπα του 21ου αιώνα, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την συντριβή του ναζισμού, ότι θα υπήρχαν κυβερνήσεις στις τάξεις των οποίων τον ρυθμό, την ατζέντα, τον τόνο θα έδιναν νοσταλγοί ακραία αντικοινωνικών και αντιδημοκρατικών απόψεων. Μια ματιά σε κυβερνήσεις της κεντρικής Ευρώπης και όχι μόνο, άλλα και μέχρι πρόσφατα και του νότου, θα επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Κυβερνήσεις που τσαλαπατούν ανερυθρίαστα δικαιώματα, ελευθερίες, καταστρατηγούν συνδικαλισμό και ελευθερία του Τύπου, βαφτίζουν την ζούγκλα στα εργασιακά σαν απαραίτητη μεταρρύθμιση και αναγορεύουν την βία και την ποδοπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ως επιβολή του νόμου και της τάξης.
Ποιος θα φανταζόταν υπουργό της ακραία νεοφιλελεύθερης εγχώριας κυβέρνησης, υπερηφάνως και δίχως κανένα ενδοιασμό να δηλώνει την αναγκαιότητα να γίνει ό,τι είναι δυνατόν σε νόμους και θεσμούς, ώστε να καταστεί αδύνατη η επάνοδος στην διακυβέρνηση του τόπου, της αριστεράς. Της αριστεράς τις θέσεις της οποίας ο ίδιος ο υπουργός θεωρεί ελαττωματικές και για την εξυγίανση των οποίων ίσως να θεωρεί αναγκαία σε κάποια φάση και το άνοιγμα της παιδαγωγικής σχολής της Μακρονήσου.
Αυτό το κλίμα, αυτή η ατμόσφαιρα στην οποία διαχέονται με κρατική φροντίδα και χρήμα απόψεις ακραίες και συνάδουσες με φασιστικές αντιλήψεις, μετατρέπονται σε θερμοκήπιο άνδρωσης του κτήνους που μέχρι τώρα θεωρούσαμε οριστικό παρελθόν. Ένα παρελθόν φρίκης που η σκληρή δεξιά, η συναγελαζόμενη με τους νοσταλγούς του Αδόλφου, τους θιασώτες του απέραντου κοινωνικού κανιβαλισμού, εδώ μα και σε όλο τον κόσμο, το κατέστησαν ικανό σήμερα να μας κτυπά και πάλι την πόρτα.
Να που η ανάγκη για την ανάπτυξη και δράση ενός ασυμβίβαστου και μαχητικού αντιφασιστικού μετώπου πέρα από διαφορές και πολιτικές αφετηρίες, θρησκευτικές και πολιτιστικές απόψεις, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι αναγκαίο.
Για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, την καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.