Ο διατελέσας, μεταξύ άλλων, Υπουργός Παιδείας και Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ομότιμος και επίτιμος καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του, ορίζει το ρεφάρω ως «(λαϊκό) (στα χαρτιά) ξανακερδίζω όσα έχασα σε προηγούμενους γύρους ή παιχνίδια».

Η μετάβαση της Ελλάδας όπως και ολόκληρου του πλανήτη στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, μόνο ανιαρή, ομαλή και αδιάφορη δεν υπήρξε. Η Ελλάδα μαζί με την πανδημία του Covid-19, κλήθηκε για ακόμη μία φορά να αντιμετωπίσει παράλληλα και προκλήσεις που την ταλανίζουν ήδη από τα προηγούμενα χρόνια. Μία αξιοσημείωτη είναι η διαχείριση ενός από τα πλέον ογκώδη και περίπλοκα μεταναστευτικά ζητήματα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της φύσης των ελληνικών συνόρων (μικρή έκταση χερσαίων, εξαιρετικά μεγαλύτερη θαλασσίων), αλλά και του ρόλου της γείτονος Τουρκίας στο όλο ζήτημα. Μία δεύτερη αξιοσημείωτη είναι η αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης, υβριδικής και συχνά κλιμακούμενης τουρκικής προκλητικότητας. Η εξέλιξη και των δύο βεβαίως, δεδομένης της τουρκικής ρητορικής και στάσης, φαίνεται να αποτελεί μια εξαιρετικά σύνθετη γεωπολιτική εξίσωση, σε επίπεδο τόσο διμερές όσο και διεθνές.

Όλα αυτά, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελληνική Δημοκρατία, με την κοινωνία και την οικονομία μόλις που έβλεπαν την έξοδο από την προγενέστερη κρίση. Μια κρίση που σημάδεψε κυριολεκτικά ολόκληρη τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα αυτού και στοίχησε στη χώρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Θεωρείται και είναι λοιπόν, δεδομένο το ότι η χώρα πληγώθηκε και ζημιώθηκε παντοιοτρόπως όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με κάποια ενδεικτικά παραδείγματα την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, τη μείωση πληθυσμού μέσω της εξωτερικής μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας, καθώς και την ανάπτυξη στους οικονομικούς δείκτες να μένει ως κενό γράμμα, αφού δεν υπήρξε κάποιος ουσιαστικός αντίκτυπος στην κοινωνία.  Αυτή όμως η κατάσταση, έφτασε σε ένα σημείο εκτόνωσης αλλά και αντιστροφής, ακριβώς πριν την πανδημία.

Η χώρα πέρασε σε μια νέα φάση και η Ελληνική Δημοκρατία μετά την κυβερνητική αλλαγή άρχισε να αντιμετωπίζει διαφορετικά πολλά ζητήματα, όπως τα προαναφερθέντα. Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό ελπίδες και αισθήματα αυτοπεποίθησης. Πέραν των διαφόρων ερευνών κοινής γνώμης, αποτελεί και προσωπική εκτίμηση του γράφοντος ότι οι ελπίδες και η αυτοπεποίθηση αυτή αφορούσε και αφορά την κοινωνία πλειοψηφικά, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων. Ακόμη και τώρα, με την πανδημία να έχει επηρεάσει σχεδόν όλες και όλους στη χώρα, η εικόνα του ελληνικού κράτους στο θυμικό της κοινωνίας βελτιώνεται με μικρές αλλά εξαιρετικής σημασίας προόδους.

Για να καταφέρει να ρεφάρει η χώρα είναι ανάγκη να κινηθεί το Κράτος και η κυβέρνηση, παράλληλα με την κοινωνία σε κάποιους βασικούς άξονες που θα επιτρέψουν την επάνοδο και την επαναφορά κοινωνίας και οικονομίας. Ζωτικής ανάγκης προτεραιότητα χρήζει να αποτελέσει σειρά από πιο φιλεργατικές νομοθετικές παρεμβάσεις, η προώθηση της γονιμότητας, καθώς και δημιουργία προϋποθέσεων για ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο και μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα. Με πιο ισχυρή την προστασία της εργασίας, της μητρότητας και με γενναίες φορολογικές μειώσεις σε επιχειρήσεις και άτομα, φαίνεται πως μπορούν να επιτευχθούν πολλά, ακόμη και μετά από αυτήν την πανδημία που με τόση επιτυχία αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία με τις οργανωμένες προσπάθειες και τις μεγάλες θυσίες.

Προσφάτως, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σειρά μέτρων ως απάντηση στις οικονομικές, κυρίως, επιπτώσεις της πανδημίας, αυτό που χρειάζεται βέβαια είναι ολιστικό σχέδιο που να ξεπερνά τα στενά πλαίσια της επούλωσης πληγών. Γενικότερα όμως, είναι πολλά αυτά που αποδεικνύουν πως η Ελλάδα έχει την δυνατότητα και την ικανότητα να κάνει ένα ισχυρό ρεφάρισμα σε αυτήν την νέα δεκαετία, παρά τις προκλήσεις. Αυτά που χρειάζονται είναι εθνική αυτοπεποίθηση, ισχυρή πολιτική βούληση και εργατικότητα.

 

Τσερτεκίδης Γεώργιος

Πολιτικός Επιστήμων

Μτπχ. Φοιτητής Κοινωνιολογίας